«Η Υπέροχη φίλη μου» Elena Ferrante * Κριτική

Written by

«Ως συνήθως υπερβολική η Λίλα, σκέφτηκα. Ελαχιστοποιούσε κάθε πιθανότητα αναζήτησης ίχνους της. Δεν ήθελε απλώς να εξαφανιστεί τώρα, στα εξήντα έξι της, αλλά και να διαγράψει όλη τη ζωή που άφηνε πίσω της. Εξοργίστηκα. Για να δούμε ποια θα νικήσει αυτή τη φορά, μονολόγησα. Άνοιξα τον υπολογιστή και βάλθηκα να γράφω κάθε λεπτομέρεια της  ιστορίας μας, ό,τι είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου». σελ. 22

« Η μητέρα του Ρίνο ονομάζεται Ραφαέλλα Τσερούλλο, μα όλοι πάντα τη φώναζαν Λίνα. Εγώ όχι, δε  χρησιμοποίησα ποτέ ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο όνομα. Για μένα, πάνω από εξήντα χρόνια τώρα,  είναι η Λίλα. Αν την αποκαλούσα Λίνα ή Ραφαέλλα, έτσι, στα ξαφνικά, θα νόμιζε ότι είχε τελειώσει η φιλία μας. Τα τελευταία τριάντα χρόνια μου λέει ότι θέλει να εξαφανιστεί, χωρίς να αφήσει πίσω της ίχνη, και μόνο εγώ ξέρω τι εννοεί». Σελ.19

Η Έλενα Γκρέκο και η Ραφαέλλα Τσερούλλο ζουν σε μια φτωχογειτονιά της Νάπολης. Την ιστορία μιας φιλίας, στον ιστό μιας πόλης που αλλάζει με τα χρόνια, αφηγείται το βιβλίο αυτό. Η  Λενού είναι η αφηγήτρια  των περιστατικών της ζωής  της, στη δεκαετία του ’50 στη Νάπολη, από την παιδική ηλικία ως  την εφηβεία, παράλληλα με την  εξιστόριση της σχέσης της  με την Λίλα.

Η αφηγηματική  καταγραφή πυροδοτείται από ένα τηλεφώνημα του Ρίνο,  ο οποίος ψάχνει, ύστερα από δύο εβδομάδες απουσίας,  την μητέρα του Λίνα και τηλεφωνεί στην Λενού στο Τορίνο, μήπως τυχόν εκείνη γνωρίζει  πού βρίσκεται. Από τον διάλογό τους  προκύπτει ότι εκείνη δεν άφησε κανένα ίχνος πίσω της. Αυτή η εξαφάνιση  είναι,  για την Λενού,  η αφορμή  της  επιστροφής, μέσω της γραφής,  στο παρελθόν της ζωής τους, στη φτωχογειτονιά της Νάπολης, στις αναμνήσεις  και τους φόβους της παιδικής ηλικίας,  στη γνωριμία με τη Λίλα  καθώς και με τα  άλλα πρόσωπα του κοινωνικού   περίγυρου, στα γεγονότα ως την εφηβική ηλικία,  που κλείνει με τον γάμο της  δεκαεξάχρονης   κόρης του τσαγκάρη , με τον γιο του παντοπώλη Στέφανο.

Το βιβλίο, διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη, περιλαμβάνει  τα κεφάλαια:  Κατάλογος  Ονομάτων, Πρόλογος:  Σβήνοντας τα ίχνη, Παιδική Ηλικία: Η ιστορία του Δον Ακίλλε, Εφηβεία:  Η ιστορία με τα παπούτσια.  Στην  αποτύπωση της εποχής, η Λενού-αφηγήτρια,  χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ανασυνθέτοντας  βιωματικά την ατμόσφαιρα του μικρόκοσμου στον οποίο έζησε και η ίδια. Μέσα από τους διαλόγους, τις περιγραφές, τις σκέψεις  και τις τεχνικές αφήγησης,  αναδύεται ένας κόσμος αθώος και σκληρός, στατικός και κλειστός, πεισματικά ατίθασος και αυτοκαταστροφικός,  στο περιθώριο του  χάρτη μιας πόλης που αλλάζει.  Ένας κόσμος ενηλίκων και παιδιών, που αναζητά διέξοδο,  αγκιστρωμένος στο παρελθόν και στα παλιά πάθη  ή στο ανοιχτό παρόν όπως  συγκρούεται με το παρελθόν, σε ευθεία αντιπαράθεση γενεών, που επαναλαμβάνουν ωστόσο  τον κύκλο των προηγούμενων λαθών, συνεχίζοντας την παλιά αταξία  και αδικία του κόσμου.

«…καθετί  στη γειτονιά μας, κάθε πέτρα, κάθε ξύλο, τα πάντα υπήρχαν πριν από  εμάς, μόνο που εμείς μεγαλώσαμε χωρίς να το συνειδητοποιούμε, χωρίς καν να το συλλογιστούμε. Κι όχι μόνο εμείς…Αυτή η κουβέντα για το «πριν» με κέντρισε περισσότερο…». σελ.208-209

«…και συμπεριφέρεσαι σαν να μη συμβαίνει τίποτα, κι όμως συμβαίνουν τα πάντα εκεί στο  φτωχικό και κάπως σκοτεινό δωμάτιο, τριγύρω ένας άθλιος διάκοσμος, πάνω σ’ ένα ξεχαρβαλωμένο πάτωμα με λίμνες νερού, και η καρδιά σου σκιρτά, οι φλέβες σου φλέγονται». Σελ. 412

Ο κόσμος  των φτωχών ανθρώπων, της χειρωνακτικής εργασίας και  της επιδίωξης  τόσο  του έντιμου όσο και του εύκολου  πλούτου,  της εξέλιξης  δια μέσου  της γνώσης  και της μόρφωσης,  καταγράφεται  με αμεσότητα μέσα από το  κοινωνικό δείγμα των οικογενειών  και των επαγγελμάτων τους , ως κώδικας αντιλήψεων, συμπεριφορών και επιλογών,  που αλληλεπιδρούν,  επηρεάζοντας όλες τις πιθανές εξελίξεις  των γεγονότων.

Το όνειρο της φυγής από τον ασφυκτικό κλοιό και η κατάκτηση της ευτυχίας, της φήμης  και του πλούτου, αγγίζει και την ομάδα των παιδιών. Αποτυπώνεται στις προσπάθειές τους να ανέλθουν κοινωνικά,  συχνά μέσω της δουλειάς  ή της κοινωνικής αποκατάστασης,  ή πιο σπάνια,  αναζητώντας υποστηρικτές στον αγώνα της μόρφωσης, διεκδικώντας το δικαίωμα να πάνε στο σχολείο.  Συνεχίζουν αντιδρώντας  και  υπακούοντας,  επαναστατώντας προς τους γονείς τους και επαναλαμβάνοντας,  την αταβιστική- εξελικτική  κοινωνική τυχαιότητα.

Η Λενού και η Λίλα, εδραιώνουν τη φιλία τους μέσα από πολλές συναισθηματικές, εμπειρικές και διανοητικές,  καταστάσεις στο σχολικό και το κοινωνικό περιβάλλον, που θα ευνοήσει τη μία και θα αγνοήσει  συμπληρωματικά την άλλη. Αλληλοσυμπληρούμενες και ως χαρακτήρες, θα γίνουν η μία ο καθρέφτης της άλλης,  αναζητώντας απαντήσεις σε κοινωνικά ζητήματα  και σε επιστημονικά θέματα. Η σχέση τους,  θα ακονιστεί πάνω στους φόβους  που ενσταλάζει μέσα τους ο κοινωνικός-οικογενειακός περίγυρος. Αυτοί οι φόβοι, ταυτότητας-έκφρασης, προσδιορισμού και επιθυμιών,  κυρίαρχοι στις σελίδες του βιβλίου, αποκαλύπτουν  τα ήθη και τη δομή, των κοινωνικών -οικονομικών-πολιτικών δεδομένων και συγκυριών της εποχής του ’50 στον νότο της Ιταλίας.

Η πόλη, η γειτονιά, τα πρόσωπα, τα επαγγέλματα, η σχολική εμπειρία, η εργασία, η μόρφωση, η επίσημη γλώσσα και η διάλεκτος της Νάπολης , οι περιπέτειες της παιδικής ηλικίας, η εφηβεία,  η καθημερινότητα της ζωής, η διασκέδαση, τα ταξίδια, η αισθητική,  η δικαιοσύνη και η θρησκεία, η θέση της γυναίκας, ο έρωτας, ο γάμος, η σεξουαλικότητα,  ο χρόνος, οι ιστορίες του παρελθόντος, τα βιβλία και η μουσική,  αναδύονται θεματικά,  μέσα από τη δράση και αντίδραση των χαρακτήρων, ως κανόνες πεποιθήσεων και ως γεωμετρία τοπίου. Τροφοδοτούν θεματικά τις συγκρούσεις και τις  εσωτερικές σκέψεις, τις απορίες και τα ερωτήματα της ηρωίδας,  που  καταδύεται διαλεκτικά στο βάθος τους, γυρεύοντας  διέξοδο στη γραφή και στον αγώνα κατάκτησης του σωστού-με μια λεπτή ειρωνεία-  λογοτεχνικού ύφους, για να αναδυθεί η ζωηρή ανάμνηση, για να  ειπωθεί  απλά, η ιστορία της νιότης της, της πόλης της,  η ιστορία των χρόνων της.

«Επιτόπου  έγραψα στη Λίλα: σελίδες επί σελίδων αγωνίας, χαράς, τάσης φυγής, ενθουσιώδους προεικόνισης της στιγμής που θα ξανάβλεπα τον Νίνο Σαρρατόρε, που θα διέσχιζα τον δρόμο  για την παραλία μαζί του,  θα κάναμε μπάνιο, θα κοιτάζαμε το φεγγάρι και τ’ αστέρια, θα κοιμόμασταν κάτω από την ίδια στέγη.  Δεν έκανα τίποτε άλλο πέρα από το να σκέφτομαι εκείνες τις έντονες στιγμές, τότε που, κρατώντας  απ’ το χέρι τον αδερφό του, πριν από έναν ολόκληρο αιώνα  –αχ, πόσος καιρός είχε περάσει-  μου  εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Ήμασταν παιδιά τότε:  τώρα ένιωθα μεγάλη, γριά». Σελ. 276

«Αφοσιώθηκε σ’ εμένα, λες και ήθελε να μου μεταδώσει μέσα σε λίγες ώρες ό,τι χρήσιμο είχε μάθει σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του» σελ. 172

«…κι εγώ  σιγά σιγά θα έβρισκα ολωσδιόλου  άσκοπα τα μυθιστορήματα που διάβαζα, θα έβρισκα άθλια τη ζωή μου, το μέλλον, αυτό που θα γινόμουν: μια χοντρή,  σπυριάρα πωλήτρια στο χαρτοπωλείο αντίκρυ από την εκκλησία, μια γεροντοκόρη δημοτική υπάλληλος που αργά ή γρήγορα θα γινόταν αλλήθωρη ή κουτσή». Σελ.151

 

«Το τι ήταν οι πληβείοι το έμαθα εκείνη τη στιγμή και με μεγαλύτερη σαφήνεια απ’  ό,τι  πριν από χρόνια που με είχε ρωτήσει η Ολιβιέρο. Πληβείοι  ήμασταν εμείς. Πληβείοι ήταν αυτοί οι καυγάδες για το φαγητό και το κρασί, οι φιλονικίες για το ποιος θα σερβιριστεί πρώτος και καλύτερος, εκείνο το βρομερό πάτωμα πάνω στο οποίο πατούσαν και ξαναπατούσαν οι σερβιτόροι, εκείνες οι όλο και πιο χυδαίες προπόσεις… Όλοι γελούσαν αλλά και η Λίλα, με ύφος ανθρώπου που έχει αναλάβει  έναν ρόλο και πρέπει να τον φέρει σε πέρας». Σελ. 434

«Με ρώτησε:

«Τι σημαίνει για σένα “ μια πόλη χωρίς αγάπη ”;».

«Ένας λαός που στερείται την ευτυχία».

«Δώσε μου ένα παράδειγμα».

Σκέφτηκα τις κουβέντες  που είχα κάνει με τη Λίλα και τον Πασκουάλε όλο τον Σεπτέμβρη και ξαφνικά τις ένιωσα μέσα μου σαν πραγματικό σχολείο, πιο αληθινό από εκείνο στο οποίο πήγαινα κάθε μέρα.

« Η Ιταλία την εποχή του φασισμού, η Γερμανία την εποχή του ναζισμού, όλοι εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα της σημερινής εποχής». Με περιεργάστηκε με ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Είπε ότι έγραφα πολύ καλά,  μου συνέστησε μερικά βιβλία και προσφέρθηκε να μου δανείσει τα δικά της. Στο τέλος  με ρώτησε με τι ασχολείται ο πατέρας μου, κι εγώ της απάντησα: «Θυρωρός στον δήμο».  Απομακρύνθηκε με σκυφτό το κεφάλι». Σελ. 243-244

«…από την άλλη έλπιζα ότι έτσι θα αποτραβιόμουν από αυτό το συνονθύλευμα αδικημάτων, συνενοχών και μικροψυχιών των ανθρώπων που γνωρίζαμε, που αγαπούσαμε, που κουβαλούσαμε –εγώ, εκείνη, ο Πασκουάλε, ο Ρίνο, όλοι μας- στο αίμα μας». Σελ. 198
“Η Υπέροχη φίλη μου”
Έλενα Φερράντε
μετάφραση Δήμητρα Δότση
Εκδόσεις Πατάκη 2016
σελ. 436
Η τετραλογία της Νάπολης – Βιβλίο πρώτο