Η ιστορία των χρωμάτων

Written by

«Ο γέρο-Αντόνιο δείχνει μια guacamaya που διασχίζει  τον απογευματινό ουρανό. «Κοίτα», λέει. Εγώ κοιτάζω αυτή την αστραπή χρωμάτων πάνω στο γκρίζο φόντο μιας βροχής που μας καλωσορίζει. «Μοιάζουν ψέμα τόσα χρώματα για ένα μόνο πουλί» λέω φτάνοντας στην κορυφή του βουνού. Ο γέρο-Αντόνιο κάθεται σε μια μικρή πλαγιά που δεν έχει λερωθεί από τη λάσπη που πλημμυρίζει το βασικό δρόμο. Ξανασαίνει καθώς στρίβει άλλο ένα τσιγάρο. Εγώ αντιλαμβάνομαι, μόλις μερικά βήματα πιο μπροστά, πως αυτός έμεινε πίσω. Γυρίζω και κάθομαι στο πλευρό του. «Πιστεύετε πως θα φτάσουμε στο χωριό πριν βρέξει;» τον ρωτώ καθώς ανάβω την πίπα. Ο γέρο-Αντόνιο μοιάζει να μην ακούει. Τώρα, την προσοχή του αποσπά ένα σμήνος από tucanes. Στο χέρι του το τσιγάρο περιμένει τη φωτιά για να ξεκινήσει το αργό σχέδιο του καπνού. Καθαρίζει το λαιμό του, ανάβει το τσιγάρο και βολεύεται όπως μπορεί, για να ξεκινήσει, αργά. «Δεν ήταν έτσι η guacamaya. Δεν είχε χρώματα. Σκέτο γκρι ήταν. Τα φτερά της ήταν κοντά σαν βρεγμένης κότας. Άλλο ένα, μέσα στα τόσα πουλιά που ποιος ξέρει πώς ήρθαν στον κόσμο, γιατί οι θεοί δεν ήξεραν ποιος ή πώς είχε φτιάξει τα πουλιά.

Κι έτσι ήταν. Οι θεοί ξύπνησαν μετά που η νύχτα είπε «φτάνει, μέχρι εδώ» στη μέρα κι οι άντρες κι οι γυναίκες κοιμόντουσαν ή αγαπιόντουσαν, που είναι ένας ωραίος τρόπος για να κουράζεσαι, ώστε να κοιμηθείς μετά. Οι θεοί καβγάδιζαν, όλο καβγάδιζαν αυτοί οι θεοί που βγήκαν πολύ καβγατζήδες, όχι όπως οι πρώτοι, οι εφτά θεοί που γέννησαν τον κόσμο, οι πιο πρώτοι. Κι οι θεοί καβγάδιζαν, γιατί πολύ βαρετός ήταν ο κόσμος με μόνο δύο χρώματα που τον χρωμάτιζαν. Κι ήταν αληθινός ο θυμός των θεών γιατί μόνο δυο χρώματα εναλλάσσονταν στον κόσμο: το ένα ήταν το μαύρο που κυριαρχούσε τη νύχτα και το άλλο ήταν το άσπρο που πορευόταν τη μέρα και το τρίτο δεν ήταν χρώμα, ήταν το γκρι που χρωμάτιζε απογεύματα και ξημερώματα για να μην ξεπηδούν τόσο απότομα το μαύρο και το άσπρο. Κι ήταν αυτοί οι θεοί καβγατζήδες, μα και γνωστικοί. Και σε μια συγκέντρωση που έκαναν συμφώνησαν να φτιάξουν τα χρώματα πιο μακριά για να είναι χαρούμενο το περπάτημα και η αγάπη των αντρών και γυναικών νυχτερίδων.  Ένας από τους θεούς πήρε τους δρόμους για να σκεφτεί καλύτερα το μυαλό και τόσο σκεφτόταν το μυαλό του, που δεν είδε το δρόμο μπροστά του και σκόνταψε σε μια πέτρα να, τόσο μεγάλη, και χτύπησε στο κεφάλι και βγήκε αίμα απ’ το κεφάλι του. Κι ο θεός, μετά που έσκουξε για κάμποση ώρα, κοίταξε το αίμα του και το είδε πως ήταν άλλο χρώμα και δεν είναι τα δυο χρώματα και έφυγε τρέχοντας προς τα κει όπου βρισκόντουσαν οι υπόλοιποι θεοί και τους έδειξε το νέο χρώμα και «κόκκινο» το έβγαλαν αυτό το χρώμα, το τρίτο που γεννιόταν. Κατόπιν, ένας άλλος απ’ τους θεούς έψαχνε ένα χρώμα για να χρωματίσει την ελπίδα. Το βρήκε μετά από αρκετή ώρα, πήγε και το έδειξε στη συνέλευση των θεών και «πράσινο» το έβγαλαν αυτό το χρώμα, το τέταρτο. Ένας άλλος άρχισε να σκαλίζει τη γη. «Τι κάνεις;» τον ρώτησαν οι υπόλοιποι θεοί. «Ψάχνω την καρδιά της γης», απάντησε καθώς πετούσε χώματα από δω κι από κει. Σε λίγο τη βρήκε την καρδιά της γης και την έδειξε στους υπόλοιπους θεούς και «καφέ» το έβγαλαν αυτό το πέμπτο χρώμα. Άλλος θεός έφυγε προς τα πάνω. «Πάω να δω τι χρώμα είναι ο κόσμος» είπε, και βάλθηκε να σκαρφαλώνει και να σκαρφαλώνει μέχρι εκεί ψηλά. Όταν έφτασε πολύ ψηλά, κοίταξε προς τα κάτω και είδε το χρώμα του κόσμου, αλλά δεν ήξερε πώς να το μεταφέρει μέχρις εκεί που βρισκόντουσαν οι υπόλοιποι θεοί, έτσι έμεινε να κοιτάζει κάμποση ώρα, ώσπου έμεινε τυφλός γιατί είχε πια κολλημένο στα μάτια το χρώμα του κόσμου. Κατέβηκε όπως-όπως τα εμπόδια και έφτασε στον τόπο της συνέλευσης των θεών και τους είπε: «Στα μάτια μου φέρνω το χρώμα του κόσμου» και «μπλε» το έβγαλαν το χρώμα το έκτο. Άλλος θεός έψαχνε χρώματα, όταν άκουσε ένα μωρό να γελάει, πλησίασε προσεχτικά κι όταν δεν πρόσεχε το μωρό, ο θεός τού άρπαξε το γέλιο και το άφησε να κλαίει. Γι’ αυτό λένε πως τα μωρά ξαφνικά γελάνε και ξαφνικά κλαίνε. Ο θεός πήρε το γέλιο του μωρού και «κίτρινο» το έβγαλαν το έβδομο χρώμα». Τότε οι θεοί ήταν πια κουρασμένοι και πήγαν να πιουν pozol (ποτό από πολτό καλαμποκιού) και να κοιμηθούν και τα άφησαν τα χρώματα σ’ ένα κουτάκι πεταμένο κάτω από το δένδρο ceiba. Το κουτάκι δεν ήταν καλά κλεισμένο και τα χρώματα βγήκαν κι άρχισαν να κάνουν χαρές και αγαπήθηκαν και βγήκαν περισσότερα χρώματα διαφορετικά και νέα και η guacamaya τα είδε όλα αυτά και τα σκέπασε, ώστε να μην τα σβήσει η βροχή, τα χρώματα, και όταν ήρθαν οι θεοί δεν ήταν πια εφτά τα χρώματα παρά αρκετά και κοίταξαν τη guacamaya και της είπαν: «Εσύ γέννησες τα χρώματα, εσύ θα φυλάς τον κόσμο κι από την κορυφή σου θα βάψουμε τον κόσμο». Και ανέβηκαν στη φουντωτή ceiba κι από εκεί άρχισαν να πετάν τα χρώματα έτσι απλά και το μπλε έμεινε ένα μέρος στο νερό κι άλλο μέρος στον ουρανό, και το πράσινο τους έπεσε στα δέντρα και στα φυτά, και το καφέ, που ήταν πιο βαρύ, έπεσε στη γη και το κίτρινο, που ήταν το γέλιο ενός μωρού πέταξε μέχρι που έβαψε τον ήλιο, και το κόκκινο έφτασε στο στόμα των ανθρώπων και των ζώων και το κατάπιαν και βάφτηκαν κόκκινοι από μέσα και το άσπρο και το μαύρο ήδη ανέκαθεν υπήρχαν στον κόσμο, κι ήταν μια διασκέδαση το πώς πετούσαν τα χρώματα οι θεοί, ούτε που κοίταγαν πού πήγαινε το χρώμα που πέταγαν και μερικά χρώματα πιτσίλισαν τους ανθρώπους, γι’ αυτό υπάρχουν άνθρωποι διαφορετικών χρωμάτων και διαφορετικών σκέψεων». Κι έπειτα πια κουράστηκαν οι θεοί και πήγαν πάλι για ύπνο. Όλο ύπνο ήθελαν αυτοί οι θεοί που δεν ήταν οι πρώτοι, αυτοί που γέννησαν τον κόσμο. Κι έτσι, για να μη ξεχάσουν τα χρώματα και να μη χαθούν, έψαξαν τρόπο να τα φυλάξουν. Και σκέφτονταν με την καρδιά τους τι να κάνουν, όταν είδαν τη guacamaya κι έτσι την άρπαξαν κι άρχισαν να της βάζουν από πάνω όλα τα χρώματα και της μάκρυναν τα φτερά για να χωράνε όλα. Κι έτσι κι έγινε και η guacamaya πήρε χρώμα και πάνω στα φτερά της το περιφέρει, μήπως οι άντρες κι οι γυναίκες ξεχάσουν πως πολλά είναι τα χρώματα κι οι σκέψεις και πως ο κόσμος θα ’ναι χαρούμενος αν όλα τα χρώματα κι όλες οι σκέψεις έχουν τη θέση τους».

Βλ. «Ιστορίες του Γέρο-Αντόνιο, Subcomadante Marcos» (εκδ. ΡΟΕΣ 2003)

 

cityculture.gr/ γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης*

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης