«Η κόρη της θάλασσας» – Σταύρος Φρύδας

Written by

Ήταν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, έπνιγε τον καημό της
το σκαρί έσκιζε το κύμα, παλεύοντας να φτάσει
ένας συνεχής τριγμός
ένα βουβό κλάμα ακουγόταν από τα σωθικά του
τα τελευταία βογκητά
δεν άντεξε, έγειρε και μας άφησε
στο στήθος της θάλασσας
λες και μπορούσε να κρυφτεί εκεί
να βυζάξουμε τον πόνο της ήθελε
μήπως ηρεμήσει
η θάλασσα με ρούφηξε
σαν ίσκιος χάθηκα στα κρύα νερά της
η αλμύρα της πότισε το δέρμα μου
μέχρι τη μικρότερη ίνα του σώματός μου
παρασύρθηκα στη δίνη του χορού της,
θέλησα να την αγγίξω
δεν μ’ άφησε
αγριεμένη με γέμισε αφρούς κρυστάλλινους
μικρά δόρατα σημάδια της ψυχής της
δεν μπόρεσα να τη νικήσω
γλίστρησα στην αγκαλιά της, αφέθηκα στην ομορφιά της
άρχισε ένα ταξίδι, ένα μαγεμένο ταξίδι.
Κοίταξα τον καθρέφτη μου
το φόρεμά μου άσπρο με κόκκινα λουλούδια
τα μάτια μου λάμπουν
τα μαλλιά μου βρεγμένα, μεταξένια
στο χρώμα της θάλασσας όταν την κοιτάει ο ήλιος
με πράσινα, κόκκινα, μώβ, κίτρινα κοράλλια στολισμένα,
δυό κόκκινα κοχύλια στο χρώμα της φωτιάς
λαμποκοπούν στα μαγουλά μου
κι ένα χρυσό στεφάνι από κόκκους άμμου στο μέτωπό μου
νεραΐδες της θάλασσας το πλέξανε για μένα
σαν δώρο και αντάλλαγμα για το κορμί που τους χαρίζω
είμαι η πριγκίπισσα των θαλασσών
τι όμορφα που είναι
ΟΜΩΣ ο πατέρας μου η μάνα μου ο αδελφός ου
που είναι;
γιατί μ’ αφήσαν μόνη μου να τελειώσω αυτό το ταξίδι;
πόσο τους αγαπώ
όπως ο ήλιος το φεγγάρι
κι ο αγέρας τη βροχή
που είναι; που βρίσκονται ποιος θα μου κρατήσει το χέρι
κι αυτό το βαθύ χλωμό σκοτάδι γύρω μου
τα μάτια μου είναι υγρά
δεν μπορώ να κλάψω
τα δακρυά μου ενώθηκαν μ’αυτό το πηχτό υγρό
που μ’αγκαλιάζει
δεν μπορώ να γελάσω
αφρός το χαμόγελο μου
τα χέρια μου κινούνται πάνω-κάτω απεγνωσμένα
σαν μικρές πεταλούδες που κινούν τα φτερά τους
για πρώτη φορά
θέλω να πετάξω
να δώ τα’αστέρια ξανά
τα μαλλιά μου στριφογυρίζουν χορεύοντας παράξενους χορούς
στο ρυθμό της θάλασσας, τυλίγονται γύρω στο λαιμό μου
δεν μπορώ ν’ανασάνω
χάνομαι
το αχνό φώς των ματιών μου τρυπάει το σκοτάδι
τα δόντια μου πυγολαμπίδες μου δείχνουν το δρόμο
μάταιος κόπος
αυτό είναι ένα ταξίδι χαμένο στο χρόνο
χωρίς γυρισμό
δεν πονάω, δεν αισθάνομαι
φοβάμαι
φοβάμαι να μείνω μόνη
κοιτάζω τον καθρέφτη μου ξανά
το γυαλί που γέμισε με παράξενες μαύρες κλωστές
σαν ιστός αράχνης
παγιδεύτηκα
δεν είμαι η πριγκίπισσα των θαλασσών
δεν είναι η εικόνα μου αυτή
έβλεπα αυτό που ήθελα ναμαι
το γυαλί έσπασε
ο καθρέφτης άλλαξε σχήμα
έγινε ένα μικρό ξύλινο κουτί
γεμάτο σκέψεις, όνειρα, ελπίδες και αναμνήσεις
που δεν θα δεί και θ’ακούσει κανείς, χαμένα για πάντα
που βρίσκομαι;
ησυχία απλώθηκε παντού
το μόνο που βλέπω στο βάθος είναι μια μαυροφορεμένη
γυναίκα, μια μαυροντυμένη θάλασσα
και εγώ, να βρίσκομαι πάνω σ’ένα στολισμένο με άσπρα
λουλούδια νεκροκρέβατο, που τρέχει πάνω στις ράγες της λήθης
όχι δεν είναι δυνατόν, δεν μπορείτε να με ξεχάσετε
μην έχετε ενοχές, εγώ θα σας θυμάμαι
θα έρχομαι στη ζωή σας, στα ονειρά σας
θα πέφτω στην αγκαλιά σας να κλάψω κι εσείς θα με νανουρίζετε
ευτυχισμένη εκεί, για ένα πράγμα θα σας παρακαλέσω
μου το χρωστάτε αυτό, όλοι σας,
να στείλετε μήνυμα στο θάνατο να γράψει με μεγάλα γράμματα τ’όνομά μου στον νερό – ΑΓΑΠΗ ΜΕ ΛΕΝΕ-
έτσι θα με θυμάται ο χάροντας και δεν θα ζητήσει τον οβολό μου για δεύτερη φορά, μια μόνο φτάνει
δεν το αντέχω ξανά αυτό το ταξίδι
κανένας δεν μπορεί, κανείς από σας, ΚΑΝΕΝΑΣ..