“Η μικρή μας πόλη” – στην Ε.Μ.Σ. από το Κ.Θ.Β.Ε. *κριτική

Written by

Το 1938 ανέβηκε για πρώτη φορά το έργο “Η μικρή μας πόλη” του Θόρντον Ουάιλντερ. Ένα έργο που αντλεί το θέμα του από τα ασήμαντα γεγόνοντα π0υ συμβαίνουν κατά τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα σε μια αμερικάνικη κωμόπολη. Και το ερώτημα είναι τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει αυτό για μας σήμερα; Τι μας αφορά να δούμε πώς ζούσαν οι άνθρωποι πριν από 100 χρόνια στην άλλη πλευρά του κόσμου;

Ο προφανής στόχος του κειμένου και του συγγραφέα είναι να φωτίσει όλες αυτές τις καθημερινές συνήθειες που φαίνονται φαινομενικά ασήμαντες. Αυτό έγινε ιδιαίτερα ξεκάθαρο στο δεύτερο μέρος της παράστασης, το οποίο παρεπιπτόντως κύλησε πιο εύκολα από το πρώτο το οποίο ήταν άνευρο και χωρίς ρυθμό – σχεδόν ολωσδιόλου βαρετό.

Το μόνο ενδιαφέρον σημείο της σκηνοθεσίας του Γιάννη Βούρου ήταν το ραντεβού των δύο νέων του Τζωρτζ και της Έμιλι, που ήταν τόσο μαγικό, τόσο ρομαντικό, ένα ρεντεβού που θα το ζήλευαν όλοι. Μαγεία. Τα σκηνικά των Αλεξάνδρας Μπουσουλέγκα και Ράνιας Υφαντίδου δεν με ενθουσίασαν, ίσως θα ταίριαζε κάτι πιο ζεστό, σαν την ατμόσφαιρα που προσπαθούσαν να πετύχουν και όχι κάτι τόσο γυμνό και σκληρό. Μεγάλο μείον το εξπρεσιονιστικό δέντρο στην άκρη της σκηνής που αφενός έκρυβε σε μεγάλο μέρος των θεατών την αριστερή πλευρά της σκηνής και αφετέρου κρέμονταν από αυτό κομμάτια νάϋλον (για να υποδηλώσουν τον παγετό ίσως;) τα οποία προσωπικά βρήκα ακαλαίσθητα. Αντιθέτως τα κοστούμια της Μπουσουλέγκα ήταν εξαιρετικά, ζηλευτά. Οι φωτισμοί, τους οποίους επιμελήθηκε ο Αλέκος Αναστασίο δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα στη δημιουργία ατμόσφαιρας, εντούτοις είχαν έντονο λειτουργικό ρόλο στο διαχωρισμό σκηνών ή τόπων. Η μουσική της Ζέτας Νικολαϊδου όπου έμπαινε, σε πετούσε έξω.

Στην παράσταση συμμετέχουν συνολικά 20 ηθοποιοί και 8 σπουδαστές της δραματικής σχολής του Κ.Θ.Β.Ε. Από αυτούς θα ξεχώριζα την Εύη Σαρμή, η οποία όποτε εμφανιζόταν- αν και είχε β’ ρόλο- έκλεβε την παράσταση,για ακόμη μια φορά τον Χρήστο Παπαδημητρίου που δεν απογοητεύει ποτέ με τις παύσεις του, τις δουλεμένες του κινήσεις και την  όρεξη του για “παιχνίδι”. Υπέροχος στον μικρό αλλά αβανταδόρικο ρόλο του ιερέα και ο Τάσος Πανταζής.

Εν κατακλείδι είναι μια παράσταση που θα έπρεπε να είναι κάπως πιο σφιχτή και σαφής. Στο πρώτο μέρος οι περισσότερες ατάκες φεύγουν έτσι, χωρίς να καταλαβαίνουμε το νόημα τους. Επίσης, πιστεύω πως οι υπεύθυνοι θα έπρεπε να κοιτάξουν λίγο και το θέμα με τη χρήση του καπνού, που ναι μεν δίνει ένα στίγμα, φτιάχνει ένα κλίμα, αλλά από την άλλη κάνει τους θεατές να βήχουν επί 10 λεπτά. Θέμα υγείας; Θέμα συγκέντρωσης θεατών κι ηθοποιών; Πάντως καλό δεν είναι που φτάνει μέχρι και τις τελευταίες θέσεις ο καπνός.

Τελικά έφυγα με την ερώτηση-σύνθημα: “Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;”