Η μνήμη της μυρωδιάς

Written by

Η μυρωδιά από τα παδικά μου χρόνια. Και η δύναμη της μνήμης. Και η δύναμη της μυρωδιάς. Δε θα σε ζαλίσω με τα επιστημονικά, ότι ο ιππόκαμπος, η περιοχή δηλαδή του εγκεφάλου που ενορχηστρώνει οπτικές, ακουστικές και οσφρητικές αναμνήσεις αποθηκευμένες σε διαφορετικές εγκεφαλικές περιοχές, είναι αυτός που επαναφέρει οπτικές και ακουστικές αναμνήσεις που σχετίζονται με την οσμή που μας θυμίζει μια μυρωδιά από το παρελθόν. Αλλά θα σε ζαλίσω με την αίσθηση της μνήμης … Εκείνο το ερέθισμα, εκείνη τη μυρωδιά από το παρελθόν που επαναφέρει σύνθετες αναμνήσεις.

Θα σε ζαλίσω με όλα εκείνα που κάνουν τη καρδιά μου να φτερουγίσει, όταν τύχει να βρεθώ μπροστά σε μια μυρωδιά από τα παιδικά μου χρόνια. Κολόνια Μυρτώ, λεμόνι εννοείται, τα τριαντάφυλλα της γιαγιάς. Φρέσκο πηλό και το ροκανίδι. Ναι, ροκανίδι. Γελάς; Όχι, μη. Κάτσε να σου εξηγήσω.

Παππούς Γιώργος

Ένα τεράστιο κεφάλαιο της ζωής μου. Μια υπέρμετρα μεγάλη αδυναμία. Μέχρι και που έφυγε, δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα ήταν η ζωή χωρίς τον παππού. Παρόλο που τα τελευταία 2 χρόνια είχε αρχίσει να φθείρεται η υγεία του, παρέμενε ο παππούς μου. Ο καλοκάγαθος γίγαντας μου. Ο παππούς ο κουβαλητής, όπως τον αποκαλούσε ο αδερφός μου όταν ήταν μικρός.

Να το, κύλησε το δάκρυ.

Μαύρο μαλλί στο κεφάλι, όχι, δεν τα έβαφε, κάτασπρο μουστάκι, κάτι ματιά πράσινα, και μια αγκαλιά που μύριζε παππού. Ναι, μύριζε παππού. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Μυρίζει παππού Γιώργο, όχι όποιου να ναι παππού. Ο, πάλαι ποτέ αυστηρός πατέρας, που ακολούθησε τη μυστική συνταγή. Αυτή που κάνει του παππούδες να λιώνουν με τα εγγόνια. Προσπαθούσε να επιβληθεί, όταν μας έβλεπε να παρεκκλίνουμε, θα πατούσε καμία φωνή. Αλλά το έχανε. Ένα χαμόγελο ξέφευγε, ένα νάζι, και λιώμα παγωτό ο κυρ Γιώργος.

Ο παππούς λοιπόν, αγγειοπλάστης στο επάγγελμα. Το εργαστήριο μέσα στην αυλή του σπιτιού. Κάνε τώρα τον συνδυασμό. Παιδικά χρόνια, μέσα στο μαγαζί με τον πηλό. Μπορείς να συλλάβεις το μεγαλείο; μπορείς να συνειδητοποιήσεις το φάσμα της παιδικής ανεμελιάς σε συνδυασμό με τη παιδική φαντασία; Είναι μια μυρωδιά που ακόμα με καταδιώκει.

Η μυρωδιά που δεν ξεχνώ

Είχα πάει θυμάμαι κάποια στιγμή, πριν χρόνια, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, και ένα περίπτερο ήταν αφιερωμένο στα παιδιά. Και είχε μια γωνιά με δραστηριότητες. Μια από αυτές ήταν κατασκευές με πηλό. Δεν το ήξερα. Δεν είχα διαβάσει για αυτό. Αλλά το μύρισα. Ναι, το μύρισα. Το λαγωνικό. Και άρχισα να επιταχύνω το βήμα μου, να κάνω ελιγμούς, μέχρι που το είδα.

Και ένιωσα τη καρδιά μου να φτερουγίζει. Και πάνω στο φτερούγισμα, χαμήλωσαν το φώτα. Βρέθηκα 1 μέτρο πιο κοντή, με το σορτσάκι μου, τα γόνατα κατάμαυρα και τα πεδιλάκια μου. Και τη μπλούζα μου βουτηγμένη σε πηλό, στην προσπάθεια μου να πάρω τη πολυπόθητη ποσότητα, μέσα από το βαρέλι. Πως είναι ο Οβελίξ με το βαρέλι με το μαγικό ζωμό. Ε, κάτι τέτοιο. Σχέση εξάρτησης.

Και είχα βρεθεί 30 χρόνια πίσω. Η μισή μέσα στο βαρέλι, με το ξύλινο καπάκι να έχει πέσει, κλασικά, πάνω στο κεφάλι μου, στην προσπάθεια μου να πάρω τον πηλό μου! Και τον παππού να φωνάζει, πρόσεχε! Θα πέσεις μέσα, και να ακούω το χαμόγελο κάτω από τα μουστάκια. Ναι, το άκουγα αυτό το χαμόγελο. Πως είναι το θρόισμα των φύλλων; ο ήχος που ακούγεται όταν σαλεύουν τα φύλλα των δέντρων από ελαφρύ άνεμο; Ε, έτσι το άκουγα το χαμόγελο του, ακόμα και όταν δεν τον έβλεπα. Ο ήχος από το μουστάκι που σάλευε, όταν χαμογελούσε.

Να το, κύλησε και το δεύτερο δάκρυ.

Και σήκωσε το ξύλινο στρογγυλό καπάκι, και βγήκα, η περήφανη, με το θησαυρό στα χέρια μου. Αν ήταν χειμώνας, καθόμουν δίπλα του, στο γραφείο του. Σε εκείνη την υπέροχη, ξύλινη πολυθρόνα. Μου έδινε και ένα τραπεζάκι, και μου έδειχνε πώς να πλάθω τον πηλό.

Και βγήκαν από τα χέρια μου πράγματα χιλιάδες. Ποτήρια, κανατούλες, σταχτοδοχεία, ζωάκια, αυτοκινητάκια και ότι άλλο μπορεί να βάλει ανθρώπου νους. Χιλιόμετρα ολόκληρα. Και συνέταιρος στην τρέλα, η Ελένη. Δεν μας έπιανε κανένας. Ιδίως τα καλοκαίρια. Πηλός, στηνόμασταν στην αυλή, και φτιάχναμε. Και φτιάχναμε. Και ξαναφτιάχναμε. Και μετά, τα στήναμε σε καφάσια, και μαζεύαμε τη γειτονιά να αγοράσει. Ολοκληρωμένο σχέδιο σου λέω.

Και όταν σταματούσε η καλλιτεχνική δραστηριότητα, και ξέραμε ότι θα ψήσουν, τρέχαμε. Τρέχαμε στο καμίνι. Το καμίνι, κάτω από την επιφάνεια της αυλής. Αν με ρωτήσεις σήμερα, με τα μάτια του 5χρονου, θα σου πω ότι ήταν και 10 μέτρα κάτω από την αυλή. Αλλά σίγουρα ήταν και λίγο λιγότερο.

Τη ζούσαμε την περιπέτεια. Στο maximum.

Βάλε τώρα, το καμίνι, να μην ήταν 4 μέτρα; Και άλλο ένα μέτρο πάνω από την αυλή το τοιχάκι, 5 μέτρα. Γιατί το αναφέρω; Τώρα, περίμενε, θα σου πω. 5 μέτρα ροκανίδι. Σα βουνό. Βουνό βασικά, όχι σα βουνό. Και παίρναμε σειρά, και κατρακυλούσαμε. Τσουλήθρα στο ροκανίδι. Και γέλια. Και μαγευόμασταν από τη φωτιά, που την τάιζε το ροκανίδι.

Καθόμασταν σε μια γωνιά, και χαζεύαμε τις φτυαριές, που τροφοδοτούσαν τη πειναλέα φωτιά. Και δώστου ανεβαίναμε πάλι τρέχοντας τα σκαλιά. Και ξανά μέσα στα ροκανίδια, και μετά πάλι ανακούρκουδα, να χαζεύουμε. Και σε κάθε μας βήμα, ο παππούς. Να κοιτάει, να προσέχει, να νουθετεί όταν πηγαίναμε να ξεφύγουμε.

Και όταν πια νύχτωνε, και έπρεπε να μαζευτούμε, με παραλάμβανε η γιαγιά σα γατάκι. Αυτή την εικόνα είχα. Σα να με έπιανε από το λαιμό. Και γελούσα. Και φουρκιζόταν. Πάλι μέσα στα ροκανίδια; Και πως θα βγάλω εγώ το πηλό από τη μπλούζα τώρα; Μου λες; Και δώστου τα γέλια εγώ, όσο μου έτριβε τα γόνατα. Γιατί φυσικά, δεν με εμπιστευόταν στο πόσο καλά θα επανερχόμουν στο φυσικό μου χρώμα. Και έπεφτα σα κούτσουρο για ύπνο. Χορτασμένη από τα παιχνίδια της ημέρας. Και κοιμόμουν, και ονειρευόμουν την επόμενη ημέρα. Τον πηλό και τα ροκανίδια.

Δεν ξέρω αν θα με καταλάβεις.

Μπορεί και να με περάσεις για τρελή. Αλλά αυτό είναι το safe place μου, που λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι. Το ησυχαστήριο μου. Κλείνω τα μάτια, και όταν θέλω να κρυφτώ, πηγαίνω πετώντας εκεί. Αλλά πάω εκεί και όταν τα μυρίζω.

Όπως σήμερα το πρωί. Πηγαίνοντας στη δουλειά. Από ένα στενό μου ήρθε η μυρωδιά. Ροκανίδι. Εγώ το παιδί, και το ροκανίδι ο μαγικός αυλός. Και βρέθηκα μπροστά σε ένα μαγαζί. Το ρίχνανε, γιατί είχε πέσει λάδι. Έκλεισα τα μάτια, και βρισκόμουν με την Ελένη, καλοκαίρι, στο καμίνι.

Δεν ξέρω αν τα παιδιά μου θα καταφέρουν να μυρίσουν ροκανίδι. Αλλά πηλό μυρίζουν ήδη. Τα τρέχω η τρελή, όπου βρω τέτοια δραστηριότητα. Είναι σαν επίκτητη ιδιότητα στην οικογένεια. Και στον μεγάλο, δείχνει να του αρέσει. Σε ποιο παιδί, θα μου πεις, δεν αρέσει.

Στον μικρό πάλι, δείχνει να αρέσει, γιατί νομίζει ότι μπορεί να το φάει, όπως και ότι βρεθεί στα χέρια του. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να τους περάσω τη μυρωδιά του παππού μου. Ή της ανάμνησης του παππού μου. Έχουν τους δικούς τους παππούδες, θα δημιουργήσουν τις δικές τους αναμνήσεις. Αλλά όταν, κάπου, κάποτε, μου δοθεί η δυνατότητα, θα τους εξηγήσω. Και που ξέρεις; Μπορεί να καταλάβουν. Και να τους κλείσει ο παππούς το μάτι, χαμογελώντας.

cityculture.gr/ γράφει η Κατερίνα Μπιτλόγλου