Οι ψαράδες – Chigozie Obioma *κριτική

Written by

«Ο χρόνος δεν σήμαινε τίποτα τον καιρό εκείνο…Το μόνο που μετρούσε ήταν το παρόν και το ορατό μέλλον…Συνήθως , αναλαμπές του μέλλοντος έρχονταν σαν ατμομηχανή…Κάποιες φορές , οι αναλαμπές αυτές ερχόντουσαν μέσα από όνειρα ή από πτήσεις φανταστικών σκέψεων που ψιθύριζαν στο κεφάλι σου- θα γίνω πιλότος, ή πρόεδρος της Νιγηρίας, θα είμαι πλούσιος, θα έχω ελικόπτερα-, γιατί το μέλλον ήταν όπως το πλάθαμε εμείς…Αλλά η μετάθεση του πατέρα στη Γιόλα άλλαξε την εξίσωση των πραγμάτων. Ο χρόνος, οι εποχές και το παρελθόν άρχισαν να μετράνε, κι εμείς να νοσταλγούμε το παρελθόν αυτό και να το λαχταράμε ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι το παρόν ή το μέλλον». Σελ. 13 (1, ΨΑΡΑΔΕΣ).
«Οι Ψαράδες», το πρώτο μυθιστόρημα του Chigozie Obioma από τη Νιγηρία, αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας στο Άκουρε και τις δραματικές επιπτώσεις που θα έχει στη μοίρα των μελών της, μια αλλόκοτη προφητεία ενός τρελλού, που προοιωνίζει τον θάνατο του μεγαλύτερου παιδιού της. Τα τέσσερα αδέρφια, ψαρεύουν στην απαγορευμένη- από τους γονείς τους- περιοχή του ποταμού της πόλης. Ξεφεύγουν από την προσοχή της μητέρας τους η οποία φροντίζει, παράλληλα με τη δουλειά της, τα δύο μικρότερα αδέρφια τους και εκμεταλλεύονται την απουσία του πατέρα τους, δεδομένου ότι εκείνος μετατίθεται, για λόγους εργασίας, σε άλλη πόλη ως υπάλληλος τραπέζης. Η αλήθεια των εξορμήσεων στο ποτάμι αποκαλύπτεται, αφού προηγουμένως τα αγόρια συναντήσουν τον τρελλό και ακούσουν με δέος τις επαναλαμβανόμενες, απειλητικές προβλέψεις του, πυροδοτώντας την έκρηξη του φόβου του μεγαλύτερου, Ικένα – παράλληλα με εκείνην της εφηβείας του- και οδηγώντας τα γεγονότα στην πράξη του φόνου που διαπράττεται , ύστερα από έναν καυγά, από το χέρι του αδελφού του, Μπότζα. Ο ανήλικος δράστης στη συνέχεια εξαφανίζεται και τέλος αυτοκτονεί πέφτοντας στο πηγάδι της αυλής του πατρικού σπιτιού. Τα άλλα δύο παιδιά, ο Ομπέμπε και ο Μπεν, ύστερα από τη διάλυση και την κατάρρευση της γαλήνης της οικογένειάς τους και μετά από πολλές συναισθηματικές διακυμάνσεις αναλαμβάνουν , πριν φύγουν για τον Καναδά, να εκδικηθούν τον τρελλό Αμπούλου για τα δεινά που προκάλεσε με τα λόγια του στην οικογένειά τους, οδηγώντας στον θάνατο τα αδέλφια τους. Αφού επιχειρήσουν ανεπιτυχώς να τον εξοντώσουν με άλλους τρόπους, τον σκοτώνουν με τα καλάμια του ψαρέματος. Αυτή η πράξη θα πυροδοτήσει νέες εξελίξεις, που θα οδηγήσουν τον Ομπέμπε στη φυγή από την πόλη και τον Μπεν στη φυλακή, ύστερα από την καταδίκη του, σε οκτώ χρόνια εγκλεισμού-απομόνωσης .
«Μπέντζαμιν Αζικίουε Άγκβου, …σου επιβάλλω ποινή κάθειρξης οκτώ ετών άνευ δικαιώματος επικοινωνίας με τα μέλη της οικογένειάς σου, έως ότου, όντας σήμερα δέκα ετών, συμπληρώσεις το δέκατο όγδοο έτος της, κατά την κοινωνία, τεκμηριωμένης ηλικιακής ωριμότητας». Σελ. 358 (18, ΟΙ ΕΡΩΔΙΟΙ).
Ο αφηγητής της ιστορίας, ο Μπεν, ένας από τα έξι αδέρφια, ξεδιπλώνει μια ιστορία, την ιστορία της οικογένειάς του, που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι ολοκληρώνει τον κύκλο της, ως απολογία στην αίθουσα ενός δικαστηρίου, όταν το βιβλίο εκπνέει αφηγηματικά στις τελευταίες σελίδες, επιστρέφοντας στις αρχικές φράσεις εξιστόρησης.
«ΉΜΑΣΤΑΝ ΨΑΡΑΔΕΣ.
Τα αδέλφια μου κι εγώ γίναμε ψαράδες τον Ιανουάριο του 1996, όταν ο πατέρας μας έφυγε από το Άκουρε, μια πόλη της δυτικής Νιγηρίας, όπου είχαμε ζήσει μαζί όλη μας τη ζωή». Σελ.9 (1, ΨΑΡΑΔΕΣ).
«Τότε άφησα τις λέξεις να ξεχυθούν, τη φωνή μου να υψωθεί πάνω από την παγερή σιωπή της δικαστικής αίθουσας, καθώς άρχιζα με τον τρόπο που πάντα ήθελα να αρχίσω.
«Ήμασταν ψαράδες. Τα αδέλφια μου κι εγώ γίναμε…» Σελ. 371 (18, ΟΙ ΕΡΩΔΙΟΙ).
Ιστορία ενηλικίωσης πριν καν την ενηλικίωση των ηρώων της, εικόνες ζωής μιας πόλης, στο φόντο των ιστορικών εξελίξεων μιας χώρας, που ακουμπούν με έναν παράδοξο τρόπο και τη ζωή των τεσσάρων παιδιών- όταν λαμβάνουν μία υποτροφία για τις σπουδές τους-εξαιτίας μιας τυχαίας συνάντησης με τον αρχηγό μιας πολιτικής παράταξης. Περιγραφή του ασταθούς πολιτικού σκηνικού από έμμεσες ενδείξεις, που αφορούν την εικόνα της πραγματικότητας και με έμφαση στο επί μέρους, που λειτουργεί ως παράδειγμα, παρουσιάζει τη ζωή στη σταδιακή μεταμόρφωση και δραματικότητά της. Καταγραφή της καθημερινής ζωής και των λεπτομερειών της, με μιαν λεπταίσθητη παρατηρητικότητα, αφηγηματική τεχνική επιβράδυνσης-ωρίμανσης των γεγονότων, διεισδυτική ψυχογραφική καταγραφή του φόβου και της αγωνίας που ριζώνει στη ζωή των παιδιών, καθώς απομακρύνονται-αποκόπτονται σταδιακά μεταξύ τους.
Από την πεισματική απομόνωση και τους διαπληκτισμούς των παιδιών, ως τις προσπάθειες της μητέρας να τα κρατήσει ενωμένα, τόσο με απειλές όσο και με τη βοήθεια της εκκλησίας, καταγράφεται ένας κόσμος ρεαλιστικός, δεισιδαιμονικός και παγανιστικός ταυτόχρονα, ο οποίος αποκαλύπτεται στις λέξεις, παροιμίες, φράσεις και διηγήσεις, μέσω των ιδιωμάτων Ίγκμπο και Γιορούμπα που ο συγγραφέας επιλέγει ως συμπληρωματική επεξήγηση των λεπτομερειών αφήγησης της ιστορίας του, παράλληλα με τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας ως κώδικα επικοινωνίας.
Πρωτοπρόσωπη καταβύθιση στον χρονικό κύκλο της παιδικής ηλικίας, από την πλευρά του αφηγητή, που βασίζεται σε μια βιωματική ύλη ζωής, ακονισμένης στην οξύτητα των γεγονότων, που υπήρξαν η πραγματικότητα της ζωής του, στον μετατοπισμό της ανέμελης παιδικότητας, με τρόπο βάναυσα πένθιμο και τραγικό. Οι εσωτερικές εκρήξεις αποτυπώνονται με λεπτομερείς αναλογίες και ο ψυχογραφικός ρυθμός υποδηλώνεται με ένταση και αμεσότητα. Γρήγορες, πυκνές σκέψεις, αναδιηγήσεις, προοικονομία συμπληρωματικών εκδοχών, κοφτοί διάλογοι, καθρεφτίζουν εικόνες ζωής σε πολύπλευρη, εσωτερική, πυρετική αποτύπωση. Η ταφή του Ικένα και η καύση του αυτόχειρα Μπότζα, καθώς και οι συσσωρευμένες αναμνήσεις της κοινής ζωής τους, τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν, όπως η ασθένεια της μητέρας τους, αφήνουν έντονα το αποτύπωμά τους στην παιδική ψυχή. Ο χώρος, οι δρόμοι, τα σπίτια, το σχολείο, τα δόγματα και οι εκκλησίες, τα νεανικά είδωλα, τα έθιμα, τα επαγγέλματα, η μουσική, τα βιβλία, τα φαγητά, οι σχέσεις των ανθρώπων, το ψυχιατρείο, η φυλακή, οι πολιτικές εξελίξεις και μια αμυδρή αναφορά στο παρελθόν των προγόνων, αποτελούν υλικό που πάνω τους καταγράφεται η καθημερινότητα ως θλίψη, απώλεια και θάνατος.
Η ανασύνθεση του κόσμου που υπήρξε παιδική ηλικία του αφηγητή και ο οικογενειακός κύκλος του αίματος, καταγράφονται με την σύμπραξη όλων των αισθήσεων και με μεγάλη ένταση. Με τρόπο κινηματογραφικό, ο συγγραφέας ψυχογραφεί έναν κόσμο στον οποίο έζησε. Εικόνες, μυρωδιές, ήχοι, γεύσεις και η αφή, ως απτή υλική πραγματικότητα γνώσης του κόσμου, επιταχύνουν τη συγκίνηση της αναγνωστικής εμπειρίας, οδηγώντας, από το ανοιχτό πλαίσιο έκβασης της ιστορίας, στην κάθαρση, μέσω μιας ποικιλότροπης επίγευσης που αφήνουν τα λογοτεχνικά έργα ως γενική συνυποδήλωση αμφίσημης, λυτρωτικής παραμυθίας .
«ΕΓΩ Ο ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ, ΗΜΟΥΝ ΜΙΑ ΝΥΧΤΟΠΕΤΑΛΟΥΔΑ.
Το εύθραυστο φτερωτό πλάσμα που απολαμβάνει το φως, μα σύντομα χάνει τα φτερά του και πέφτει στο έδαφος. Όταν οι αδελφοί μου, ο Ικένα και ο Μπότζα, πέθαναν, ένιωσα λες και το υφασμάτινο σκέπαστρο που πάντα με προστάτευε σκίστηκε πάνω από το κεφάλι μου, αλλά όταν το έσκασε ο Ομπέμπε έπεσα από το διάστημα, σαν νυχτοπεταλούδα που τα φτερά της ξεριζώθηκαν από το σώμα της ενώ πετούσε, και έγινα ένα πλάσμα που δεν μπορούσε πλέον να πετάξει, παρά μόνο να συρθεί». Σελ. 343 (17, Η ΝΥΧΤΟΠΕΤΑΛΟΥΔΑ).
«…γιατί ήταν ένα απλό σπουργίτι που ζούσε σ’ έναν κόσμο όπου μαίνονταν μαύρες καταιγίδες».Σελ. 189 (9, ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ).
«Τότε μια γαλήνη απόκοσμη πρέπει να τον σκέπασε, κάνοντάς τον να καταλαγιάσει, ώσπου απόμεινε νεκρός κι ακίνητος». Σελ. 222 (10, Ο ΜΥΚΗΤΑΣ).
«Φύσηξε τον καπνό έξω από το παράθυρο, κι εγώ κοιτούσα με τρόμο το θέαμα του αδελφού μου, μόλις δυο χρόνια μεγαλύτερου από μένα, να καπνίζει και να κλαίει σαν παιδί». Σελ. 251 (12, ΤΟ ΛΑΓΩΝΙΚΟ).
«Όμως, παρότι δεν μιλούσε, κάθε της βλέμμα, κάθε κίνηση του χεριού της έμοιαζε να κλείνει μέσα της χιλιάδες λέξεις». Σελ.346 ( 17, Η ΝΥΧΤΟΠΕΤΑΛΟΥΔΑ).
«Η ΕΛΠΙΔΑ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΓΥΡΙΝΟΣ.
Το πλάσμα που έπιανες και έφερνες στο σπίτι μαζί σου σ’ ένα τενεκεδάκι, μα το οποίο , παρότι το κρατούσες στο κατάλληλο νερό, σύντομα πέθαινε. Η ελπίδα του πατέρα ότι θα μεγαλώναμε και θα γινόμασταν σπουδαίοι άντρες- ο χάρτης των ονείρων του- σύντομα πέθανε, όσο κι αν την περιφρουρούσε. Η δική μου ελπίδα ότι τα αδέλφια μου θα ήταν πάντα εκεί, ότι όλοι θα κάναμε παιδιά και θα φτιάχναμε μια φυλή, έστω κι αν τη θρέφαμε στα πιο αρχέγονα νερά, επίσης πέθανε». Σελ. 302 (15, Ο ΓΥΡΙΝΟΣ).
«Τι κάνεις, ρε ηλίθιο!» φώναξε ο Μπότζα.Γίνονται φασαρίες σκοτώνουν ανθρώπους, πάμε σπίτι!».
«Παντού υπήρχαν φωτιές και φλεγόμενα αυτοκίνητα, γιατί το Άκουρε κάηκε εκείνη τη μέρα…Η 12η Ιουνίου έγινε μια σκοτεινή ημέρα στην ιστορία της Νιγηρίας…Γίνονταν όλοι σαν μουντζουρωμένα πορτρέτα με μολύβι, σε κάποιο παιδικό βιβλίο ζωγραφικής, που περιμένουν να σβηστούν. Στη ζοφερή εκείνη κατάσταση, η πόλη τραβιόταν προς τα μέσα σαν φοβισμένο σαλιγκάρι. Και με το αχνό λοξοκοίταγμα της αυγής, οι κάτοικοι που είχαν γεννηθεί στον βορρά έφευγαν από την πόλη, τα μαγαζιά έκλειναν και οι πιστοί συγκεντρώνονταν στις εκκλησίες για να προσευχηθούν υπέρ ειρήνης, καθώς ο εύθραυστος γέροντας στον οποίο συχνά μετατρεπόταν το Άκουρε τον μήνα εκείνο περίμενε το πέρασμα της μέρας». Σελ. 151,155, 156,157 (7, Η ΓΕΡΑΚΑΡΙΣΣΑ).
«Δεν φανταζόταν, ούτε κατά διάνοια, ότι το πλοίο του είχε βουλιάξει και ότι ο πλούτος της ζωής του-ο χάρτης των ονείρων του (Ικένα = πιλότος, Μπότζα = δικηγόρος, Ομπέμπε = γιατρός, εγώ = καθηγητής)- είχε χαθεί». Σελ. 335 (16, ΤΑ ΚΟΚΟΡΙΑ).
«Έπειτα από τον θάνατο των αδελφών μας, άρχισε να διαβάζει θαρρείς και η ζωή του κρεμόταν απ’ αυτό. Σαν παμφάγο ζώο, αποθήκευε τις πληροφορίες που συνέλεγε από τα βιβλία στο μυαλό του. Κατόπιν, αφού τις επεξεργαζόταν και τις ψαλίδιζε στα ουσιώδη, τις μετέδιδε σ’ εμένα εν είδει ιστοριών που μου έλεγε κάθε νύχτα προτού κοιμηθούμε…μου είχε μιλήσει για τον Οδυσσέα, τον βασιλιά της Ιθάκης, …χαράζοντας για πάντα στο μυαλό μου εικόνες των θαλασσών του Ποσειδώνα και των αθάνατων θεών». Σελ. 248 (12, ΤΟ ΛΑΓΩΝΙΚΟ).
«Έκλεισα τα μάτια μου ενόσω διαρκούσε η αναταραχή και έγειρα μες στο σκοτάδι που έκλεινε γύρω μου. Εκεί είδα το περίγραμμα ενός άντρα με σακίδιο να επιστρέφει στο σπίτι ακριβώς όπως είχε φύγει. Είχε σχεδόν φτάσει, σχεδόν τον άγγιζα, όταν ο δικαστής χτύπησε τρεις φορές τη ράβδο του στην έδρα και βρυχήθηκε: «Μπορείς να συνεχίσεις τώρα». ‘Ανοιξα τα μάτια μου, καθάρισα τον λαιμό μου και άρχισα πάλι από την αρχή». Σελ. 371 (18, ΟΙ ΕΡΩΔΙΟΙ).

ΟΙ ΨΑΡΑΔΕΣ – CHIGOZIE OBIOMA
Μετάφραση: Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις Μεταίχμιο