Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ – Διήγημα της Έλσας Παπαγιαννοπούλου

Written by

Ξύπνησε απότομα και γύρισε να δει στο παράθυρο. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Σπάνια κοιμόταν το μεσημέρι, αν μπορούσες να το πεις αυτό ύπνο, μάλλον με λήθαργο έμοιαζε. Μέρες τώρα ήταν σε αυτή την κατάσταση. Μέρες τώρα είχε ένα δυσοίωνο συναίσθημα. Το τελευταίο μήνυμα από τον άντρα της το πήρε πάνω από ένα μήνα πριν. Θυμήθηκε τη μέρα που την αποχαιρέτησε, ήταν όμορφος με την στολή του αξιωματικού, όμως έμοιαζε σαν να είχε χάσει τη ζωντάνια της νιότης του. Μια σκοτεινιά πλανιόταν στα μάτια του, σαν να φοβόταν ότι δεν θα την ξανάβλεπε, ότι όλα άλλαζαν και τίποτα δεν θα ήταν πλέον το ίδιο. Τρεις μήνες τώρα μάθαινε για τις μάχες και τη συνεχή υποχώρηση, αλλά δεν έχανε την ελπίδα πως όλα θα πάνε καλά. Ήταν αισιόδοξη.  

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο δωμάτιο των παιδιών, κοιμόντουσαν γαλήνια. Έπρεπε να φανεί δυνατή για αυτά. Αισθάνθηκε την ανάγκη να αποτινάξει αυτό το ζοφερό συναίσθημα που την κατέτρωγε. Σκέφτηκε να πάει να βρει τα κορίτσια, η συζήτηση μαζί τους θα τη βοηθούσε να ξεχαστεί, ίσως την καθησύχαζαν κιόλας. Τέτοια ώρα ως συνήθως θα ήταν στο χαμάμ. Άρπαξε το ροζ κρεμ ριγέ πέστεμαλ, που η μάνα της είχε υφάνει για την προίκα της, και κατέβηκε στο ισόγειο.  

  • Μαμά πάω στο χαμάμ, φώναξε πάνω από τον ώμο της και βγήκε στην αυλή. 

Ναι, ναι, ένα χαμάμ πάντα καθαρίζει τόσο το σώμα όσο και το μυαλό, ήταν ότι χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Κατέβηκε σχεδόν τρέχοντας τον λόφο από τον μαχαλά του τουρμπέ, πέρασε από το τζαμί, την μεγάλη πλατεία και μπήκε από τη μικρή είσοδο στο χαμάμ των γυναικών. Άφησε τα ρούχα της, τυλίχτηκε στο πέστεμαλ, διέσχισε βιαστικά τη μεγάλη οκτάγωνη αίθουσα του λουτρού και μπήκε στο ζεστό δωμάτιο. Κοίταξε τριγύρω να βρει κάποιο γνωστό πρόσωπο. Τις είδε καθισμένες γύρω από τη γούρνα, να μιλάνε χαμηλόφωνα και να βρέχουν τα σώματά τους με τα τάσια.  

Πλησίασε, εκείνες γύρισαν και την είδαν με ανήσυχα πρόσωπα.  

  • Τι έγινε; ρώτησε. Μάθατε κανένα νέο; 
  • Τίποτα ακόμα, της απάντησε η Μαρία, η πιο στενή της φίλη. Η μαμά μου λέει ότι πλέον είναι θέμα ημερών. Της το είπε η θεία Κατίνα που ο γιος της δουλεύει στο μαγειρειό του στρατώνα.  
  • Ποιος νικάει; Ποιος θα μπει πρώτος στην πόλη; Που γίνονται οι μάχες τώρα; Ο άντρας μου έφυγε χωρίς να μου πει που τον στέλνουν και δεν έχω νέα του τελευταία.  
  • Δεν ξέρω λεπτομέρειες. Η μαμά δεν μου λέει για να μην ανησυχώ και ο Γιώργης μου δεν έχει στείλει κανένα μήνυμα.  

Σώπασαν. Είδε μια δόση συμπόνιας στο βλέμμα της Μαρίας. Είχε την εντύπωση ότι ήξερε κάτι περισσότερο από όσα έλεγε, αλλά δεν ήθελε να της πει.   

  • Έλα, θα τα πούμε αργότερα, την προέτρεψε η Μαρία. Ας χαλαρώσουμε τώρα, θα χρειαστούμε όλες τις δυνάμεις μας.   

Κάθισε και άρχισε να χύνει ζεστό νερό στο σώμα της. Ναι, θα προσπαθούσε να χαλαρώσει. Σκεφτόταν τα παιδιά, ήταν μικρά μόλις τριών χρονών η κόρη και σχεδόν έξι ο γιος της. Το σπίτι που μένουν είναι ολοκαίνουργιο όμορφο και ζεστό, δεν έχει πολύ καιρό που μπήκαν. Το έχτισε ο άντρας της μετά το γάμο τους, ήταν καλά οικονομικά. Την είχε ξαφνιάσει το γεγονός ότι ρώτησε τη γνώμη της για διάφορα πρακτικά θέματα κατά τη  διαδικασία διαμόρφωσης του σπιτιού. Ήξερε ότι αυτό δεν το κάνουν οι άλλοι. Ένιωσε ένα τσίμπημα ενοχής γιατί στην αρχή δεν ήθελε να τον παντρευτεί, δεν τον γνώριζε καλά καλά. Αλλά τώρα μάλλον άρχισε να τον αγαπάει. Τουλάχιστον αισθάνεται ασφάλεια κοντά του, την κέρδισε η υπομονή, η καλοσύνη και η αγάπη του για τα παιδιά. Τελικά στάθηκε τυχερή.  

Γύρισε και κοίταξε τις φίλες της. Ήταν αμίλητες και βυθισμένες στις δικές τους σκέψεις, σαν να μην ήξεραν τι να πουν ή ίσως φοβόταν να εμπιστευτούν τη διαίσθησή τους.  Όλες είχαν και κάποιον στο μέτωπο, κρυφά ή φανερά κάποιον περίμεναν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη. Η Ρίβκα ελεύθερη και κρυφά ερωτευμένη με τον Αλέξανδρο, δεν θα την άφηναν όμως να τον πάρει, ήταν Έλληνας. Όλες αγωνιούσαν. Ξανακοίταξε τη Μαρία. Ήταν… σαν να ήταν πιο γαλήνια. Πάλι αυτή η αίσθηση ότι κάτι ήξερε. Το στομάχι της σφίχτηκε. Μπα. Δεν μπορεί. 

Σε λίγο ήρθε η Γκιονούλ, η χαμαμτζού, μία νταρντάνα με τις φούστες ανασηκωμένες στη μέση. Τα μπράτσα της σου έδιναν την εντύπωση ότι μπορούσε να στύψει και πέτρες. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ τρυφερή.   

  • Ποια θα έρθει πρώτη κορίτσια; ρώτησε με χαμόγελο που όμως δεν έφτανε μέχρι τα μάτια.  

Η Μαρία την έσπρωξε μπροστά, η Ρίβκα την ενθάρρυνε. Δεν αντιστάθηκε, ένευσε ένα ευχαριστώ και ακολούθησε την χαμαμτζού στη μεγάλη αίθουσα του λουτρού. Στη μέση η τεράστια μαρμάρινη πλάκα είχε το σχήμα της αίθουσας. Ξάπλωσε μπρούμητα. Η Γκιονούλ, που το όνομα σημαίνει καρδιά, ψυχή, είχε πράγματι καλή καρδιά και μεγάλη διαίσθηση. Με το που έβλεπε κάποια θαρρείς και καταλάβαινε αμέσως το πρόβλημα που τη βασάνιζε. Συνήθως έδινε συμβουλές ή έπιανε ψιλοκουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Σήμερα όμως έμεινε σιωπηλή. Παραξενεύτηκε, γύρισε το κεφάλι να τη δει αλλά έκλεισε τα μάτια πάλι βιαστικά καθώς την είδε με την τριχιά στο χέρι. Η χαμαμτζού άρχισε να τρίβει δυνατά όλο της το σώμα, μέχρι που το δέρμα έγινε κατακόκκινο. Είχε την αίσθηση ότι καθάρισε ακόμα και τον φόβο της. Η Γκιονούλ της χτύπησε ελαφρά το πόδι για να γυρίσει ανάσκελα. Προσπάθησε αλλά ένιωσε ότι δεν έχει τη δύναμη, οι μυς ήταν μουδιασμένοι. Η χαμαμτζού την έπιασε απαλά και τη βοήθησε.  

  • Μην στεναχωριέσαι, όλα θα περάσουν, είπε. Θα δεις, θα γυρίσει ο άντρας σου, όλα θα πάνε καλά. Όλες μας θα είμαστε καλά.  

Της χαμογέλασε. Η Γκιονούλ άρχισε να τρίβει ξανά το παραλυμένο σώμα της. Όταν τελείωσε την άφησε για λίγο εκεί ξαπλωμένη, να βλέπει το θόλο πάνω από το κεφάλι της. Χάζεψε το κεντρικό άνοιγμα και τα μικρότερα που ήταν διάσπαρτα σαν μικρά φωτεινά άστρα. Περιεργάστηκε τα μαρμάρινα σχέδια των λουλουδιών που περιπλέκονται όμορφα με τα γεωμετρικά σχέδια στους τοίχους. Τα λουλούδια σκαρφάλωναν στον θόλο σαν να ήταν πραγματικά, τεντώνοντας τους μίσχους τους για λίγο φως παραπάνω. Ο ήλιος τρύπωνε από τα ανοίγματα και έσμιγε με τους ατμούς, μεταμορφώνοντάς τους σε ανάλαφρα σύννεφα. Ήταν μαγικά. Πάντα είχε την αίσθηση ότι ο θόλος γίνεται ένα με τον ουρανό. Το βλέμμα της χάθηκε, ένιωσε μία αποχαύνωση. Εδώ μπορούσε να είναι ο εαυτός της, χωρίς έγνοιες. Έρχονταν στιγμές που ξεχνούσε ακόμα και τα παιδιά της. Ένιωσε ενοχές. Ήταν από το χαμάμ που χαλάρωσε έτσι; Ήταν ο φόβος που την ακινητοποίησε; Σε μια στιγμή η ανησυχία χάθηκε πάλι, επέστρεψε ξανά σε μια κατάσταση ανυπαρξίας. Ένιωθε ανάλαφρη, ότι δεν είχε σώμα, ότι πετούσε ανάμεσα στους ατμούς του θόλου, ανάμεσα στα σύννεφα. Την κατέκλυσε γαλήνη και ευτυχία, σαν να ήταν στον Παράδεισο. Ναι, το χαμάμ μπορεί να ήταν και ο Παράδεισος.  

Ο στριγκός ήχος του κουβά με τη σαπουνάδα, που άφησε η Γκιονούλ δίπλα της, την επανάφερε στην πραγματικότητα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και μετά μόλις πρόλαβε να τα ξανακλείσει, καθώς η λούφα με τον αφρό κατέβαινε στον κόρφο της. Άφησε την γυναίκα να της πλύνει όλο το σώμα, ξανά μπρος και πίσω. Καταλάβαινε ότι η Γκιονούλ έπαιρνε την ώρα της. Δεν βιαζόταν. Ένιωθε το μάρμαρο που ήταν ξαπλωμένη ζεστό και απαλό. Δέχθηκε το ζεστό νερό που την ξέπλενε σαν βάλσαμο στην ψυχή. Ένιωσε ότι παρέσερνε όλη την ανησυχία και τον φόβο, καθώς έρεε από το δέρμα της στο πάτωμα.  

  • Να σε λούσω; ρώτησε η Γκιονούλ. 

Έγνεψε καταφατικά, και πιάστηκε πάνω της για να σηκωθεί και να καθίσει. Το μασάζ στα μαλλιά τη χαλάρωσε ακόμα περισσότερο. Τα μακριά μαύρα μαλλιά που τόσο αγαπούσε ο άντρας της. Άραγε θα τον ένιωθε πάλι να χώνει τα δάχτυλά του ανάμεσά τους. Στις προσωπικές τους στιγμές, αργά το βράδυ, του άρεσε να τα λύνει, να της πιάνει το πρόσωπο με τις παλάμες του, να την κοιτάει βαθιά στα μάτια και να τη φιλάει. Ξαφνικά ένιωσε μια απίστευτη ηδονή και μόνο στην ιδέα. Το κρύο νερό που έριξε η Γκιονούλ στα μαλλιά την ξύπνησε. Ντράπηκε.  

  • Έλα κοπέλα μου, ξάπλωσε πάλι να σου κάνω μασάζ.  

Επέστρεψε αμίλητη στο ζεστό μάρμαρο και δέχθηκε το απαλό μασάζ της γυναίκας. Το λάδι με άρωμα τριαντάφυλλου τη μέθυσε. Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Σηκώθηκε έτριψε καλά τα μαλλιά της με την πετσέτα και τυλίχτηκε στο πέστεμαλ.  

Έψαξε τις φίλες της. Τις βρήκε στη δροσερή αίθουσα να μιλούν χαμηλόφωνα. Είχαν τελειώσει και αυτές το χαμάμ; Δεν τις είχε προσέξει στην αίθουσα του λουτρού. Εκείνες σώπασαν σαν την είδαν να πλησιάζει και την έβαλαν να καθίσει ανάμεσά τους. Η Μαρία μίλησε πρώτη. 

  • Ήρθε η Λεμονιά λίγο πριν, μας είπε ότι ο άντρας της γύρισε. Είδαν και άλλους να έρχονται. Πάνε σπίτι σου, ίσως έχει γυρίσει και ο δικός σου.  
  • Μάθατε τι έγινε; ρώτησε. 

Οι κοπέλες δεν μίλησαν. Στα πρόσωπά τους διαγράφηκε έντονα μία αμηχανία, σχεδόν ενοχή.  

  • Τρέχα σπίτι σου, καλύτερα να μάθεις τα νέα από τους δικούς σου. 

Μια ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της. Γύρισε και κοίταξε ένα ένα τα πρόσωπα των φιλενάδων της, θαρρείς και υποσυνείδητα ήξερε ότι δεν θα τις ξαναδεί ποτέ και ήθελε να χαράξει καλά στη μνήμη τα χαρακτηριστικά τους. Η Μαρία, η Ελληνίδα, με τα μακριά καστανά μαλλιά και τα όμορφα πράσινα μάτια, στην ίδια ηλικία με εκείνη. Ο πατέρας της ήταν υφασματέμπορος με μαγαζί στο κέντρο της πόλης και δύο καράβια που πηγαινοέρχονταν στην Κωνσταντινούπολη και τη Βενετιά. Η Μαρία ήταν σπουδαγμένη. Ήξερε να διαβάζει και να γράφει, ελληνικά, ιταλικά και γαλλικά. Πολλές φορές έγραφε γράμματα που της υπαγόρευε ο πατέρας της. Εκείνος μιλούσε εμπειρικά τις γλώσσες αλλά δεν ήταν καλός στη γραφή. Η Μαρία έπαιζε και πιάνο. Πολλές φορές τη ζήλευε για αυτό, εκείνη δεν ήξερε τίποτα. Δίπλα στην Μαρία η Ρίβκα. Μελαχρινή με όμορφα καστανά μάτια, είχε εξωτική ομορφιά. Ήταν σεφαραδίτισσα κόρη χρυσοχόου, μορφωμένη και αυτή, πάντα όμορφα ντυμένη. Έξω από το χαμάμ δεν συναντιόντουσαν. Μόνο εδώ άφηναν κατά μέρος όλες τις κοινωνικές διαφορές που τις χώριζαν και γινόντουσαν ένα.  

Πάλι αυτή η ανησυχία. Έπρεπε να φύγει, σηκώθηκε. Σηκώθηκαν και οι φίλες της, κοιτάχτηκαν σιωπηλά και αγκαλιάστηκαν και οι τρεις μαζί, σφιχτά. Η Γκιονούλ τις είδε, πλησίασε, άνοιξε τα δυνατά μπράτσα και τις αγκάλιασε και αυτή. Δάκρυσαν.  

Έφυγε τρέχοντας. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, η μάνα της θα τη μάλωνε που άργησε τόσο. Λίγο πριν φτάσει στον μαχαλά της τα βήματα άρχισαν να βαραίνουν, δεν ήθελε να γυρίσει. Καθώς πλησίαζε στο σπίτι, άκουγε διάσπαρτα πνιχτά κλάματα. Μπήκε στην αυλή. Ήταν η μάνα της αυτή που έκλαιγε; Πάγωσε. Άνοιξε την εξώπορτα και την είδε εκεί κουλουριασμένη μαζί με τα πεθερικά της. Κάθονταν στο μιντέρι με μάτια δακρυσμένα και έσφιγγαν τα σαστισμένα παιδιά στην αγκαλιά τους. Γύρισε το βλέμμα και τον είδε, εκεί στη μέση του δωματίου, αδυνατισμένος, ταλαιπωρημένος, σκονισμένος, χωρίς όπλα, με αίματα πάνω στη στολή του. Γιατί δεν είχε τα όπλα του; Ήταν δικά του τα αίματα; Συνάντησε το βλέμμα του και κατάλαβε. Της ήρθε σκοτοδίνη.  

  • Αχμέτ; Η ερώτηση πνίγηκε μέσα σε ένα ξέπνοο λυγμό.  
  • Φεριντέ…. 

Ο Αχμέτ ίσα που πρόλαβε να την πιάσει πριν σωριαστεί κάτω. Πήρε ώρα να τη συνεφέρει.  

  • Αχμέτ, τι έγινε; 
  • Ηττηθήκαμε. Πήραμε εντολή να επιστρέψουμε για να ειδοποιήσουμε τις οικογένειές μας. Πρέπει να φύγουμε. 
  • Να φύγουμε; 
  • Ναι, δεν ξέρω πότε, αλλά πρέπει να ετοιμαστείς Φεριντέ, να μαζέψεις ότι μπορεί να φορτωθεί σε ένα κάρο. Εγώ πρέπει να επιστρέψω στο στρατόπεδο. 
  • Να φύγουμε; 

Ο Αχμέτ δεν άντεξε, έβαλε και αυτός τα κλάματα. Η οικογένειά του ζούσε στη Σελανίκ (Θεσσαλονίκη) για πάνω από πέντε γενιές, εδώ ήταν το σπίτι του. Που θα πήγαιναν τώρα; Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε αδύναμος, φοβισμένος.  

  • Να φύγουμε; Ρώτησε πάλι η Φεριντέ. Να πάμε που; 
  • Δεν ξέρω. Ο Ταξίν πασάς ήθελε να μας κρατήσει εδώ, στο Καραμπουρνού. Του το αρνήθηκαν. Παραδώσαμε τα όπλα. Μείναμε ίσα ίσα 1000 αξιωματικοί, δεν ξέρω πόσοι στρατιώτες. Πρέπει να φύγουμε, να πάμε ανατολικά.  

Έπεσε σιωπή. Την κρατούσε ακόμα στην αγκαλιά του, σφιχτά.  

  • Έλα κόρη μου, της είπε η μάνα της. Πρέπει να τα έχουμε όλα έτοιμα όταν δοθεί η εντολή να ξεκινήσουμε. Έλα κόρη μου, σκέψου τα παιδιά σου. Δεν θα χαθούμε. 
  • Να φύγουμε… 

Το βλέμμα της Φεριντέ έπεσε πάνω στη μάνα και στα παιδιά της. Σηκώθηκε. Κοίταξε γύρω γύρω το δωμάτιο. Τι να πάρει. Τι να αφήσει. Στα χέρια της κρατούσε ακόμα το ροζ κρεμ πέστεμαλ, ήταν υγρό. Το μυαλό της πέταξε πέρα στο  Μπέη χαμάμ. Είδε νοερά ξανά το φως να τρυπώνει μέσα στον θόλο, τα ανάλαφρα σύννεφα ατμού, τα μαρμάρινα λουλούδια. Τον Παράδεισο. Δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Ούτε τις φίλες της. Ήταν το τελευταίο χαμάμ, η τελευταία μέρα της ζωής όπως την ήξερε. Λύγισε, γονάτισε και ξέσπασε σε λυγμούς.  

Ήταν  26 Οκτωβρίου του 1912.