Corrections Class/Μαθήματα αποκατάστασης

Written by

Σκηνοθεσία: Ιβάν Ι. Τβερντόφσκι

Σενάριο: Ιβάν Ι. Τβερντόφσκι, Ντιμίτρι Λανχικχιν (βασισμένο στο μυθιστόρημα της Εκατερινά Μουράσοβα)

Υπόθεση: (από το πρόγραμμα του φεστιβάλ) Μαζί με την πρωταγωνίστρια Λένα μπαίνουμε σε μια τάξη αποκατάστασης στη Ρωσία όπου συμμετέχουν έφηβοι με κινητικές δυσκολίες ή ψυχολογικά προβλήματα. Η Λένα αποδεικνύει τελικά πως δεν είναι απλά και μόνο ένα άτομο με μυοπάθειά, καθώς κηρύσσει τον πόλεμο κόντρα στην αδιαφορία και την προκατάληψη και μαθαίνει, μέσα από πικρά πείρα, πως οι διακρίσεις δεν κάνουν… διακρίσεις και δεν μπορούν ν’ αποφευχθούν. Μια ελεύθερη μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος της Εκατερίνα Μουράσοβα, παιδοψυχολόγου από την Αγία Πετρούπολη, που συνιστά ταυτόχρονα ένα δριμύ «κατηγορώ» απέναντι στο παρωχημένο σχολικό σύστημα και στη γενικότερη υποκρισία της ρωσικής κοινωνίας, αλλά κι έναν ύμνο στη νιότη – στους ενθουσιασμούς της και στους αγώνες της.

Γιατί να την δω;: Θα πω δυο λόγια για τον σκηνοθέτη πρώτα. Όχι τόσο για το μικρό δείγμα δουλειάς που έχει ως τώρα (ντεμπουτάρει στη μυθοπλασία μεγάλου μήκους) αλλά θα μείνω στην ηλικία του. Ο Ιβάν Τβερντόφσκι, το όνομα του οποίου πρέπει να κρατήσουμε καθώς θα το δούμε σίγουρα στα επόμενα βραβεία των Καννών, της Βενετίας, του Βερολίνου κτλ. , είναι μόλις 25 χρονών! Σίγουρα δεν είναι ο πρώτος που πετυχαίνει σε τόσο μικρή ηλικία να φτιάξει μία ταινία που θα τύχει μεγάλης αποδοχής τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς. Θα θυμόμαστε τον Όρσον Ουέλς στα 26 του στον Πολίτη Κέιν (ο οποίος πήγε άπατος!), τον Ταραντίνο στο Reservoir Dogs στα 27 του και άλλους πολλούς (πχ ο Στίβεν Σπίπμπεργκ). Αλλά σ αυτή την ηλικία, πόσο εύκολο είναι πρώτον να αντιληφθείς άρτια του κανόνες του κινηματογράφου και δεύτερον να καταφέρεις να αποτυπώσεις ένα θέμα τόσο δύσκολο όπως αυτό της αναπηρίας και των διακρίσεων γενικότερα; Ο Ιβάν Τβερντίφσκι τα καταφέρνει και με το παραπάνω!

Στην πρώτη λοιπόν ταινία, βλέπουμε την Λένα, ένα κορίτσι με κινητικά προβλήματα που μετά απο έξι χρόνια στο σπίτι πηγαίνει σχολείο. Αλλά όχι στο “κανονικό” σχολείο, αλλά στο τμήμα της “αποκατάστασης” (ανατριχιαστική η διπλή έννοια της λέξης Corrections στα αγγλικά που σημαίνει και διόρθωση). Η Λένα λοιπόν αρχικά γίνεται δεκτή από παιδιά της πτέρυγας τα οποία αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα σωματικής ή ψυχολογικής φύσεως. Εκεί θα γνωρίσει τον Αντόν, έναν όμορφο νεαρό επιληπτικό και θα τον ερωτευτεί. Η αντίδραση της υπόλοιπης ομάδας στο άκουσμα της φήμης περί της ερωτικής συνεύρεσης των δύο παιδιών θα είναι άμεση και θα περικλείεται από θυμό, ζήλια και μία ολοφάνερη έλλειψη εκπαίδευσης. Η Λένα λοιπόν έχει να αντιμετωπίσει τρία μέτωπα. Το πρώτο, και το περισσότερο απρόβλεπτο, είναι αυτό τον συμμαθητών της. Το ρωσικό σχολείο δεν κάνει διάκριση στην ποιότητα του και διατηρεί χαμηλό το επίπεδο του ακόμα και στην ειδική αυτή περίπτωση. Έτσι τα απομονωμένα παιδιά, τα οποία όμως ουδέποτε χάνουν το κέφι του ή δείχνουν να προσβάλλονται από τον διαχωρισμό, μένουν με ελλειπή μόρφωση που αγγίζει τα όρια του αναχρονισμού. Το συναίσθημα του θυμού φαίνεται να καταλαγιάζει μέσα τους. Όταν όμως βρει τρόπο να διοχετευτεί τότε βγαίνει με την χειρότερη του μορφή και προς λάθος κατεύθυνση. Τελικά η Λένα θα νιώσει την μεγαλύτερη διάκριση από τα παιδιά της ίδιας πτέρυγας τα οποία θα την αποκαλέσουν μέχρι και φρικιό και θα την εκδικηθούν που είναι πιο “κανονική¨ απ’ αυτούς αφού φτάνει στο σημείο μέχρι και να κάνει έρωτα.

Το άλλο μέτωπο, το πλέον γνωστό και αηδιαστικό, είναι αυτό του κράτους και των λειτουργών του που μία μικρογραφία του βλέπουμε εδώ (ρωσικό σχολείο). Το ρωσικό σχολείο στηρίζεται σε ένα απαρχαιωμένο οπισθοδρομικό σύστημα που μοιάζει δημοκρατικό μόνο για τα μάτια του κόσμου. Καθηγητές χωρίς καμία ευαισθησία, σκληροί και άκαμπτοι, τιμωροί και όχι παιδαγωγοί, αδιαφορούν για την ποιότητα εκπαίδευσης και αγγαρεύονται εις βάρος των παιδιών. Όταν η Λένα θα ζητήσει εξηγήσεις για το χαμηλό επίπεδο μάθησης, η καθηγήτρια θα την αποβάλει. Ως εκεί λοιπόν φτάνει η δημοκρατία της εκπαίδευσης στη σύγχρονη Ρωσία.  Το σχολείο γίνεται εχθρικό από την πρόσβαση του (βλ. λάθος μέγεθος της νεοτοποθετημένης ράμπας) μέχρι και στην υπόθεση καθαριότητας (η καθαρίστρια γκρινιάζει που το καροτσάκι της Λένα αφήνει μαύρα ίχνη δήθεν- αν και αναφέρει πολλάκις ότι είναι η μόνη καθαρίστρια για τρεις ορόφους). Σ’ αυτό το σκηνικό, η Λένα και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας καλούνται να περάσουν από την επιτροπή, η οποία αποτελείται από καθηγητές και γιατρούς, και να μετατεθούν στην “κανονική” πτέρυγα του σχολείου.

Τρίτο μέτωπο, και το περισσότερο ανησυχητικό, είναι αυτό της υπόλοιπης κοινωνίας. Ως γνωστόν, ευθύνη για την κατάσταση της δημοκρατίας μας φέρουμε κυρίως εμείς οι πολίτες οι οποίοι είτε συντηρούμε είτε υποστηρίζουμε το απαρχαιωμένο σύστημα άσκησης του πολιτεύματος. Έτσι λοιπόν οι αντιλήψεις αναπαράγωνται χωρίς δισταγμό, ως αναγκαία συνθήκη συντήρησης του τσαλακωμένου μας “εγώ” και δυστυχώς αυτή η κατάσταση δεν βλέπει διακρίσεις. Ρατσισμός λοιπόν από τα όμορφα κορίτσια του σχολείου μέχρι την μητέρα του Αντόν, η οποία πιάνει στα πράσα τα δύο παιδιά να ερωτοτροπούν. Η αντίδραση της είναι χαρακητριστική του χάους στο μυαλό των πολιτών: αποκαλεί τον γιο βλάκα γιατί αυτός θέλει να κάνει έρωτα με μία ανάπηρη! Εξαιρετικά σοβαρό λοιπόν το πως μέσα σε μία ομάδα που έχει υποστεί την διάκριση γεννιούνται νέες διακρίσεις.

Η ταινία ευτυχώς δίνεται με τρόπο όχι και τόσο βαρύ και διανοουμενίστικο αλλά με απλό και αρκετά ντοκιμαντερίστικο (αποτέλεσμα της ενασχόλησης του σκηνοθέτη με ντοκιμαντέρ μικρού μήκους). Έτσι ο διδακτισμός της ταινίας δεν έρχεται με τσιτάτα ούτε με την εύκολη λύση του ακραίου ρεαλισμού αλλά μέσα από την απογύμνωση συμπεριφορών καθημερινότητας οι οποίες μοιάζουν τόσο ακραίες και τόσο γελοίες που γίνονται αστείες. Εξαιρετικό από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς καμία κοιλιά, με λυρισμό εκεί που χρειάζεται, με καθαρή γραμμή αφήγησης, με εξαιρετικά ενδιαφέρον τρόπο κινηματογράφησης (στην πρώτη σκηνή που η Λένα φτάνει στο σχολείο με την μητέρα της πολλά από τα παιδιά που περιμένουν για την ανάκρουση του εθνικού ύμνου κοιτούν απορημένα προς την μεριά της κάμερας). Ελπίζουμε πως η ταινία θα βρει τον δρόμο της προς τους κινηματογράφους της χώρας μας αλλά και πως θα βρει και το κοινό που της αξίζει. Ένα διαμαντάκι λοιπόν στο διεθνές διαγωνιστικό του φεστιβάλ! Εύγε!