Η ταινία της ημέρας: He who must die/Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957)

Written by

Σκηνοθεσία: Ζιλ Ντασέν

Σενάριο: Μπεν Μπάρτζμαν, Ζιλ Ντασέν (μεταφορά από το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται)

Υπόθεση: Σε ένα μικρό χωρίο το 1920, ζουν “αρμονικά” Έλληνες υπήκοοι υπό τον τουρκικό ζυγό. Οι προεστοί του χωριού αποφασίζουν την αναπαράσταση των Παθών του Χριστού και ορίζουν τους χωριανούς που θα τους “υποδυθούν”. Ο ερχομός των κατοίκων ενός ελληνικού χωριό που ρήμαξαν και έκαψαν οι Τούρκοι θα αλλάξει την ως τότε “αρμονική” κατάσταση.

Γιατί να την δω;: Μία ταινία, ένα βιβλίο, ένα έργο τέχνης (κυρίως της παραστατικής έκφρασης της) είναι επιτυχημένα και ορίζονται ως διαχρονικά όταν καταφέρνουν να φέρουν τον θεατή αντιμέτωπο με πολλά επίπεδα προβληματισμού και ανάγνωσης. Η υπόθεση είναι μόνο η αφορμή και οι χαρακτήρες απλά μία σύμπτωση. Πίσω τους και μέσα τους, κάτω από την πρώτη ιστορία, κρύβεται ένας θησαυρός που για να τον κατανοήσεις θα πρέπει να αφεθείς και να μην μασήσεις να βουτήξεις στα βαθιά. Έτσι είναι και η ιστορία του μυθιστορήματος “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”. Έτσι είναι και η μεταφορά του από τον Ζιλ Ντασέν στην μεγάλη οθόνη.

Εκ πρώτης λοιπόν έχουμε την διαμάχη μεταξύ δύο κόσμων σε ένα Ελληνικό χωριό την περίοδο της τουρκοκρατίας. Από την μία εύποροι Έλληνες υπήκοοι που τα πάνε μέλι γάλα με τους Τούρκους κατακτητές, που έχουν τις περιουσίες τους, τα σπίτια τους, τις γιορτές τους, την ανισότητα τους, ζουν δηλαδή όπως θα ζούσε οποιαδήποτε άλλη κοινωνία. Και από την άλλη έχουμε τους Έλληνες υπηκόους πρόσφυγες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πεινασμένοι και κυνηγημένοι και τα έβαλαν με τους Τούρκους που τους ρήμαξαν. Αυτοί οι δύο κόσμοι λοιπόν συγκρούονται διότι πολύ απλά τους ενώνουν δύο βασικά στοιχεία: η εθνική τους καταγωγή και η θρησκεία. Όταν ο παπάς του χωριού αποφασίζει να μην δεχτεί τους πρόσφυγες με την δικαιολογία ότι έχουν χολέρα (η αιτία ήταν πως πολύ απλά δεν ήθελαν μπελά στο κεφάλι τους) τότε οι δεύτεροι κατοικοεδρεύουν στο βουνό κοντά στο χωριό και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πείνα, το κρύο και τον θάνατο. Αλλά κυρίως έχουν να αντιμετωπίσουν την αδιαφορία και την ιδιοτέλεια των αδερφών τους.

Πρωταγωνιστικό ρόλο παίρνουν οι επιλαχόντες της αναπαράστασης  των Παθών του Χριστού και ειδικά ο Μανολιός, ένας φτωχός βοσκός, αγράμματος και κεκές που ως εκ θαύματος θα πάρει στις πλάτες του την ιδιότυπη αντίσταση απέναντι στην σάπια ηγεσία του ευμαρούς χωριού. Από κοντά ο γιος του τσιφλικά του χωριού που θα πάει κόντρα στον πατέρα του και στην πλούσια ζωή που τον περιμένει, η χήρα του χωριού (στον ρόλο της η Μελίνα Μερκούρη) που πλαγιάζει με όλους τους άντρες του χωριού, ο ταχυδρόμος που εκτός των άλλων επιδίδεται και σε μικροαπάτες κτλ. Εξαιρετικά προσεγμένη η προσέγγιση των χαρακτήρων αλλά και ο παραλληλισμός τους με τις μορφές των αποστόλων και του Χριστού.

Σκηνοθετικά η ταινία καταφέρνει να δημιουργήσει μία αυτόνομη μορφή έκφρασης χωρίς όμως να απογαλακτιστεί από το βιβλίο το οποίο βέβαια έχει τόση δύναμη και επιρροή στην εξέλιξη της ιστορίας που αναπόφευκτα δύσκολα θα μπορούσε ο Ντασέν να κάνει αλλιώς. Η γοητεία που εκπέμπει ο τρόπος κινηματογράφησης της εποχής, με τους στημένους στον χώρο ηθοποιούς σαν χορός σε αρχαία τραγωδία, το θεατρικό παίξιμο των ηθοποιών και η λιτή χρήση της κάμερας μπορεί να ξενίσει κάπως τον θεατή του σήμερα αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποδαυλίζει την κινηματογραφική αισθητική ούτε την συμπιέζει από αυτόνομη μορφή έκφρασης σε υποβαστάζουσα της θεατρικής.

Η κριτική της ταινίας θα μπορούσε να ερμηνευτεί διαφορετικά από τον καθένα. Επίθεση στους βολεμένους της τουρκοκρατίας. Αιχμές κατά των μεγαλοπαπάδων. Σχόλιο για την ασημαντότητα της θρησκείας στη ζωή μας. Αηδίασμα για τον αλληλοσφαγμό των Ελλήνων (μην ξεχνάμε πως το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1954). Κριτική στο σύστημα ελέγχου και πολιτικής εξουσίας. Ταξική προσέγγιση της οθωμανικής κατοχής για την μεριά των Ελλήνων. Όπως και να χει πρόκειται για ένα αριστούργημα που πετυχαίνει και τους δύο του στόχους: να σε προβληματίσει και να φτιάξει μία ταινία αυτόνομη από το βιβλίο που όμως δεν υστερεί σε κανένα σημείο της απέναντι στο καλύτερο (κατά την γνώμη μου) έργο του Νίκου Καζαντζάκη!