Η ταινία της ημέρας: Only lovers left alive/ Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί (2013)

Written by

Σκηνοθεσία-Σενάριο: Τζιμ Τζάρμους

Παίζουν: Τίλντα Σουιντον, Τιμ Χιντλεστον, Μία Ουασίκοφσκα

Υπόθεση: Ένας καταθλιπτικός μουσικός, ο Αδάμ επανασυνδέεται με την σύντροφο του, Εύα, στο ερημωμένο Ντιτρόιτ. Η αδερφή της Εύα, η Άβα, έρχεται απρόσκλητη στο σπίτι τους και διαταράσσει την ηρεμία τους. Σημαντική παρατήρηση: όλοι τους είναι βαμπίρ.

Γιατί να την δω;: Οι ταινίες του Τζιμ Τζάρμους επιδέχονται ποικίλων ερμηνειών. Συνήθως τολμούν να πουν αλήθειες με τρόπο αρκετά επιθετικό αλλά ταυτόχρονα κρύβουν τα μηνύματα μέσα σε μία κατα τ’ άλλα συνηθισμένη συνθήκη. Έτσι και σ’ αυτή την ταινία, ο Τζάρμους βάζει στην ιστορία του χαρακτήρες που έχουν ένα χαρακτηριστικό που είναι πολύ της μόδας: είναι βαμπίρ. Ως γνωστόν, τα βαμπίρ κοιμούνται την μέρα και ξυπνούν την νύχτα, πίνουν αίμα και προτιμούν την μοναξιά. Έτσι είναι και ο Αδάμ με την Εύα, οι οποίοι είναι μαζί πολλούς αιώνες τώρα. Εκείνη ζει (την στιγμή που παρακολουθούμε την ιστορία μας) στην Ταγγέρη του Μαρόκο, και εκείνος στο ερημωμένο Ντιτρόιτ, το άλλοτε κέντρο της βιομηχανικής ανάπτυξης των ΗΠΑ. Καθόλου τυχαία βέβαια η επιλογή των τοποθεσιών. Ειδικά αυτή του Ντιτρόιτ, με τους άδειους κίτρινους δρόμους, με τα μεγάλα ερημωμένα πρώην εργοστάσια, με τα τεράστια θέατρα που μαρτυρούσαν ένα λαμπρό παρελθόν και δείχνουν ένα μουντό και καταθλιπτικό παρόν. Η επιβίωση και των δύο (και γενικά των βαμπίρ) έχει του δικούς της κανόνες. Ο Αδάμ εξαγοράζει έναν μικροβιολόγο του τοπικού νοσοκομείου για να του δώσει φιάλες με μηδέν αρνητικό και η Εύα στηρίζεται στην υποστήριξη του Μάρλοου, ενός γερόλυκου βαμπίρ ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Κρίστοφερ Μάρλοου, ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας του 15ου αιώνα ο οποίος θεωρείται πως έγραψε αυτός πολλά έργα του Σαίξπηρ (μάλιστα στην ταινία λέει ξεκάθαρα πως αυτός είναι ο συγγραφέας του Άμλετ).

Εδώ λοιπόν έχουμε το εξαίσιο στοιχείο που εντάσσει στην ιστορία ο Τζάρμους. Πολλές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της ανθρώπινης ιστορίας (Τέσλα, Αϊνστάιν, Πυθαγόρας, Γαλιλαίος κτλ.) είναι βαμπίρ που η πρωτοπορία τους αντιμετωπίστηκε με εχθρικότητα από τα ζόμπι, δηλαδή τους ανθρώπους. Ναι,ως ζόμπι τα βαμπίρ καλούν τους ανθρώπους, εμάς του νεκροζώντανους, που καταστρέφουμε ή αδιαφορούμε για όλες τις μεγάλες προσωπικότητες που έβγαλε η ιστορία. Η κριτική απέναντι στις προτεραίοτητες της ανθρώπινης φύσης (βλ. χρήμα) είναι ουσιώδης και έρχεται κυρίως μέσα από τις συναλλαγές των βαμπίρ μαζί τους. Η λατρεία των πρώτων για αυτά που σήμερα αποκαλούμε βίντατζ, η σπουδαιότητα του αίματος στη ζωή τους το οποίο αποτελείται σχεδόν στο 60% του από νερό και η αδιαφορία απέναντι στο χρήμα έρχεται μεν υποσυνείδειτα και όχι τόσο φανερά αλλά σίγουρα εντάσσεται πολύ στοχευμένα στο όλο κλίμα που δημιουργεί ο Τζάρμους.

Η ταινία καταφέρνει να δημιουργήσει ακριβώς το κλίμα που χρειάζεται για να εντάξει ως δεδομένα, στοιχεία που σε άλλες αφηγήσεις μπορεί να φαινόντουσαν γελοία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι βαμπιρική φύση των μεγάλων προσωπικοτήτων της ιστορίας. Σκοτεινή και αρκετά απαισιόδοξη, με λεπτό χιούμορ, ήρεμη και χωρίς εξάρσεις, με φοβερό σάουντρακ, απόκοσμο και τρυφερό, μελωδικό και ψυχεδελικό, με μία φωτογραφία να ακολουθεί ή και να συντονίζει την μουντάδα της εποχής, με κίτρινες σκιές και με ένα μοντάζ ιδυοφυές που με τα ντισόλβ του δίνει σημασία στο γύρισμα ενός δίσκου και στην λειτουργική του σύνδεση με ένα πλάνο μπερντ-άι (πλάνο από ψηλά). Οι ερμηνείες σε ταινίες του Τζάρμους είναι εξαιρετικές αλλά και ανθρώπινες, απλές και λεπτομερείς. Η διεύθυνση ηθοποιών στοχεύει στην απόδοση συναισθημάτων με μία απλή αλλά ουσιαστική ενορχήστρωση των βλεμμάτων, των κινήσεων και του χρόνου, ότι δηλαδή χρειάζεται κάποιος ηθοποιός για να αποδώσει σωστά αυτό που του ζητείται. Ο Τζάρμους τολμά (για πολλοστή φορά) και βγαίνει και πάλι κερδισμένος. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως η ταινία άνοιξε το περυσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Συμπαραγωγός της είναι ο Χρήστος Κωνσταντακόπουλος (ο γιος του γνωστού εφοπλιστή) ο οποίος είναι στην παραγωγή πολλών σπουδαίων ανεξάρτητων παραγωγών μεταξύ αυτών και του “Πριν τα μεσάνυχτα” του Λινκλάτερ.