Η ταινία της ημέρας: The bicycle thief/ Κλέφτης ποδηλάτων (1948)

Written by

Σκηνοθεσία: Vittorio de Sica

Παίζουν: Lamberto Maggiorani, Enzo Staiola, Linella Carrel

Υπόθεση:  Μεταπολεμική Ιταλία. Ένας άνεργος άντρας βρίσκει δουλειά ως αφισοκολλητής. Μοναδική προϋπόθεση, να έχει ποδήλατο. Αν και έχει βάλει ενέχυρο την προηγούμενη μέρα το ποδήλατο του, εν τούτοις και με την βοήθεια της γυναίκας του που ανταλλάσσει μερικά σεντόνια της με το ποδήλατο, ο άντρας ξεκινά την δουλειά του. Όμως ένας νεαρός του κλέβει το ποδήλατο και έχει στην διάθεση του μόνο μία μέρα να το ξαναβρεί και να μην χάσει την δουλειά του.

Γιατί να την δω;: Θα χωρίσουμε την σημερινή μας πρόταση σε δύο μέρη. Το ένα θα είναι αφιερωμένο στον Ιταλικό Νεορεαλισμό, δηλαδή στο κίνημα στο οποίο εντάσσεται η ταινία και το δεύτερο στο πολιτικοκοινωνικό της υπόβαθρο. Ας ξεκινήσουμε με το κίνημα που έμελλε να αλλάξει πολλά πράματα στο πως έβλεπε ο άνθρωπος μέχρι τότε τον κινηματογράφο. Η Ιταλία βγαίνει από τον πόλεμο ως ηττημένη και ως ένοχη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Επιπρόσθετα ο λαός της υποφέρει από την πείνα, την φτώχεια και την ανεργία. Οι νέοι Ιταλοί κινηματογραφιστές σπάνε τα δεσμά με το παρελθόν των ταινιών των «λευκών τηλεφώνων»- ταινίες με ελαφριά θεματολογία που άνθισαν την περίοδο του Μουσολίνι- και κινηματογραφούν την κοινωνική κατάσταση όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα γίνεται.

Ο ρεαλισμός γίνεται αναγκαίο και αναπόσπαστο κομμάτι στην αφήγηση της ιστορίας. Η πόλη γίνεται το φυσικό ντεκόρ των σκηνοθετών (από επιλογή και από ανάγκη καθώς μείωνε πολύ τα έξοδα παραγωγής), οι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες (εκτός από μερικές περιπτώσεις όπως αυτή της Άννα Μανιάνι) και ο σκηνοθέτης παίρνει φέτες ζωής. Ο ουρανός της Ιταλίας βάζει την απαραίτητη αισιοδοξία που χρειαζόταν η ταινία και έρχεται να αντισταθμιστεί με την αποδομημένη και μισοκατεστραμένη Ιταλία. Δύο είναι οι ταινίες που εισάγουν τον κινηματογράφο σ’ αυτό το ξεχωριστό είδος. Το «Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη» του Ρομπέρτο Ροσελίνι (ταινία που θα παρουσιάσουμε σε κάποια επόμενη πρόταση) και το «Κλέφτης ποδηλάτων» το οποίο αναλύουμε εδώ.

Τα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω είναι εμφανή και στην ταινία που προτείνουμε. Γυρισμένο μακριά από το στούντιο, με φυσικό φωτισμό, με ηθοποιούς ερασιτέχνες που η φυσικότητα τους και η μειωμένη ωραιοπάθεια τους μπροστά στον φακό ταιριάζει γάντι στο δράμα που αναπαράγεται, η θεματολογία περιστρέφεται γύρω από την φτώχεια, την ανεργία και την μεταπολεμική ηθική που άνθιζε στην πολύπαθη Ιταλία. Ο Ντε Σίκα, ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα, προσεγγίζει το θέμα αρκετά προσωποκεντρικά σε πρώτο επίπεδο και πολιτικά σε δεύτερο.

Ο Antonio Ricci, άνεργος, καταφέρνει να βρει δουλειά. Οι συνθήκες εύρεσης εργασίας μοιάζει με ζούγκλα. Ένας άντρας βγαίνει από ένα γραφείο και φωνάζει τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας και ονόματα όσων προσλαμβάνονται. Ο Antonio το μόνο προσόν που χρειάζεται να έχει για να πάρει την δουλειά το ποδήλατο. Λέει ψέματα ότι έχει στην κατοχή του ένα. Αν και το χε δώσει ως ενέχυρο, εν τούτοις καταφέρνει και το παίρνει πίσω ανταλλάσσοντας το με κάποια σεντόνια της γυναίκας του. Παρέα έχει πάντα τον μικρό του γιο. Ο Antonio ατενίζει ο μέλλον με άλλο μάτι. Η δουλειά είναι ένα από τα βασικά βαρίδια της ψυχολογικής μας ισορροπίας. Αν πάει καλά, τότε είμαστε και μεις καλά.

Η μοίρα όμως επιφυλάσσει ένα άσχημο παιχνίδι στον Antonio και μάλιστα την  πρώτη του μέρα στην δουλειά. Εκεί που κολλά μία αφίσα με την νέα ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, ένας νεαρός του κλέβει το ποδήλατο. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της αφίσας μία μεγάλης χολυγουντιανής σταρ και η ευθεία κριτική στο σταρ σίστεμ και στην αμερικάνικη γκλαμουράτη παραγωγή. Ο Antonio λοιπόν χάνει το μοναδικό του μέσο παραγωγής. Ας μην ξεφύγουμε κάνοντας περαιτέρω ανάλυση στο μαρξιστικό υπόστρωμα της προβληματικής γύρω από την εργασία του κατά τ’ άλλα «δεξιού» Βιτόριο Ντε Σικα. Έχει στην διάθεση του μία μέρα να βρει το ποδήλατο του και να μην χάσει την δουλειά του. Η περιπλάνηση με τον γιο του στους δρόμους της πλημμυρισμένης με φτώχεια Ρώμης δείχνει τα σοβαρά και στενάχωρα πρόσωπα των ανθρώπων.

Ο Antonio και ο γιος του Bruno καταφέρνουν και βρίσκουν τον κλέφτη ο οποίος εν τω μεταξύ έχει πουλήσει το ποδήλατο. Η δικαιοσύνη δεν υπάρχει σε τέτοιο επίπεδο ,η γειτονιά προστατεύει τον κλέφτη και ο Antonio μένει με την πίκρα και την αδικία. Και φτάνει στο χειρότερο σημείο. Προσπαθεί να κλέψει ένα ποδήλατο αλλά λόγο της απειρίας του ο ιδιοκτήτης τον πιάνει και μόνο λόγο της παρουσίας του Bruno δεν τον λιντσάρει ή δεν τον παραδίδει στην αστυνομία. Η ταινία κλείνει με τον Antonio να κλαίει γοερά.

Η αποφυγή του μελοδράματος σε τέτοιες περιπτώσεις είναι μία βαριά και δύσκολη δουλειά. Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στον θαρραλέο εργαζόμενο που υπέστη την αδικία και στον μοιρολάτρη κλαψιάρη χτυπημένο κατά τ’ άλλα από την μοίρα νέο άντρα, είναι μία ρουφηξιά τσιγάρου διαφορά. Ο Ιταλικός Νεορεαλισμός όμως καταφέρνει να μην πλησιάσει καθόλου την ευκολία του μελοδράματος γιατί έχει ένα βασικό στοιχείο: την αισιοδοξία. Και αν εκ πρώτης όψεως η ταλαιπωρημένη αυτή λέξη μοιάζει να μην αχνοφαίνεται καν , εν τούτοις το θάρρος και το θράσος του Antonio σου βάζουν κατάμουτρα το άθιχτο μότο «Μην σταματάς να προσπαθείς!»

Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε κλείνοντας τα λόγια ενός τεράστιου κινηματογραφιστή-ηθοποιού-φιλοσόφου, του Όρσον Ουέλς. Είπε λοιπόν «Ο Ντε Σίκα κατάφερε να κάνει το ακατόρθωτο, να κρύψει την κάμερα!». Συμφωνούμε και επαυξάνουμε!