Η ταινία της ημέρας: The conversation/ Η συνομιλία (1974)

Written by

Σκηνοθεσία: Francis Ford Coppola

Παίζουν: Gene Hackman, John Cazale, Allen Garfield

Υπόθεση: Ο Χάρυ Κόουλ είναι ο ειδικός στις παρακολουθήσεις και ο καλύτερος στο είδος του. Το παρελθόν του όμως δεν τον αφήνει να ησυχάσει κι αυτό διότι εξαιτίας μίας παλιότερης παρακολούθησης σκοτώθηκαν δύο άνθρωποι. Τώρα έχει την ευκαιρία να γλυτώσει ένα ζευγάρι από τον θάνατο ενώ δουλεύει για λογαριασμό ενός μυστηριώδους επιχειρηματία.

Γιατί να την δω;: Υπάρχει το «τέλειο» στην τέχνη; Υπάρχει «υποδειγματικό» στο σινεμά; Υπάρχει «αλάνθαστη» ερμηνεία; «Άψογη» σκηνοθεσία; «Αψεγάδιαστο» σενάριο; Αν υπάρχουν όλα τα παραπάνω θα είναι για την Συνομιλία του Κόπολα. Το έχουμε τονίσει πολλάκις απ’ αυτήν εδώ την στήλη, ότι δεν υπάρχει «ωραίο» και «άσχημο» στην τέχνη και δη στο σινεμά. Αλλά δεν γίνεται να μην παραδεχτείς το κομψοτέχνημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα αμέσως μετά την τεράστια επιτυχία του Νονού. Ο πήχης μπήκε ακόμα ψηλότερα και ευτυχώς για τον ίδιο και για το σινεμά, όχι μόνο τον πέρασε αλλά έκανε και παγκόσμιο ρεκόρ.

Ο Gene Hackman πραγματοποιεί την καλύτερη του ερμηνεία (σύμφωνα και με τον ίδιο) σε έναν από τους καλύτερα φτιαγμένους χαρακτήρες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο Κόπολα καταφέρνει αξιοποιώντας το δεύτερο- μετά την εικόνα- κομμάτι του κινηματογράφου που είναι ο ήχος να φτιάξει ένα γεμάτο θρίλερ. Κυρίαρχος ο ρόλος του τόσο σεναριακά αλλά κυρίως αφηγηματικά. Χαρακτηριστική (και εξαιρετική) η πρώτη σκηνή στην οποία ο Χάρυ Κόουλ παρακολουθεί την συνομιλία ενός ζευγαριού που χάνεται μέσα στον κόσμο. Το τι θα ακούσει από τις κουβέντες του θα επηρεάσει την ζωή τους. Έχει τόση δύναμη στα χέρια του που δεν μπορεί να την αντέξει. Τον βαραίνει και κάτι από το παρελθόν. Εξαιτίας του έχασαν την ζωή τους άνθρωποι που παρακολουθούσε. Και είναι λογικό ότι όλο και κάτι θα πάει στραβά  εφόσον μπλέκει σε καταστάσεις που από γεννησιμιού των δεν είναι νόμιμες αλλά κυρίως δεν είναι ηθικές.

Τώρα δουλεύει για έναν μυστηριώδη άντρα με πολλά λεφτά. Τι την θέλει όμως την συνομιλία; Μπορεί να του εγγυηθεί ότι δεν θα τους κάνει κακό όταν του την παραδώσει; Αρχίζουν λοιπόν και μπαίνουν ηθικά διλήμματα που παλαιότερα δεν τον προβλημάτιζαν. Ίσως και φόβοι. Ίσως όχι μόνο για τους άλλους αλλά και για τον ίδιο. Πόση σημασία άραγε έχει η δουλειά που κάνει κάποιος αν δεν τηρεί την οικουμενική ηθική; Και αν η δουλειά που κάνει τόσο καλά (μοναδικά θα λέγαμε) και αμείβεται πλουσιοπάροχα μπορεί να στοιχίσει την ζωή των παρακολουθούμενων; Και στο τέλος τέλος, ποιος είναι ο ματάκιας (ο αυτάκιας στην περίπτωση μας) και ποιος το θύμα της παρακολούθησης;

Είναι αλήθεια και κοινώς αποδεκτό ότι αν κάποιος είναι ενεργητικό στοιχείο μίας συγκεκριμένης δράσης, με τον καιρό δημιουργούνται φόβοι (συνήθως αβάσιμοι) πως γίνεται (ή είναι ή θα γίνει) το παθητικό στοιχείο σε κάποια άλλη δράση-σχέση. Τόσα χρόνια παρακολουθεί κάποιους άλλους ο Κόουλ, μήπως τώρα παρακολουθούν αυτόν; Η τελευταία σκηνή, δείχνει καταφανέστατα την απόγνωση στην οποία έχει οδηγηθεί ο Κόουλ. Μία σκηνή η οποία διέπεται από ποιητικό κίνητρο από την πλευρά του Κόπολα και μία βαθύτερη φιλοσοφική ανάγνωση της σύγχρονης ζωής του «μικρότερου αδερφού». Δεν είμαστε μόνοι μας. Είμαστε πάντα στο αυτί κάποιου, στο μάτι κάποιου τρίτου, στο χέρι κάποιου άλλου.

Η ατμόσφαιρα του χιτσκοκικού θρίλερ ταιριάζει γάντι στην ιστορία (το σενάριο το έγραψε ο ίδιος ο Κόπολα), η μοναχική και μελαγχολική φιγούρα του Κόουλ γίνεται το κέντρο της προβληματικής της ιστορίας και η προσωποκεντρική αφήγηση ανακουφίζει το σενάριο από την αγωνία του «τι θα γίνει με το ζευγάρι» και μεταφέρεται στο «τι θα γίνει με τον Κόουλ». Και όχι τόσο για το αν τον σκοτώσουν ή αν τον απειλήσουν κτλ. όσο στο ποιος θα βγει νικητής από τον μέσα του πόλεμο. Η τζαζ συνοδεία δίνει την απαραίτητη συνεχή ηρεμία πριν την καταιγίδα και η μουντή παλέτα του Μπιλ Μπάτλερ τσιτώνει ακόμα περισσότερο τα ήδη τεντωμένα νεύρα μας.