Ιφιγένεια στην χώρα των ταύρων *κριτική Σωτηρία Ζάνταλη

Written by

Αρχικά οφείλουμε να εξαίρουμε το Κρατικό Θέατρο που μέσα σε δύσκολες συγκυρίες δεν ανέβαλε την πρεμιέρα του και μέσα στην αγκαλιά του Θεάτρου Δάσους μας έκανε να θυμηθούμε ότι το θέατρο συνεχίζει να ενώνει τους ανθρώπους. Επίσης οφείλουμε να εξαίρουμε την αφοσίωση του κόσμου στη θεατρική τέχνη αφού δεν δίστασε να δώσει λίγα απ’ τα τελευταία του χρήματα για να γίνει κοινωνός της ατμόσφαιρας μιας αρχαίας τραγωδίας παρά τη σύγχρονη τραγωδία που βιώνει ο ίδιος. Μας γέμισαν αισιοδοξία και τα δύο.

Ας έρθουμε όμως στην παράσταση per se. Η αλήθεια είναι ότι η συγκεκριμένη παράσταση μας γέννησε πολλές απορίες. Ίσως κι αυτός να ήταν ο στόχος της τελικά. Αυτό που καθόρισε την παράσταση είναι αναμφίβολα η σκηνοθετική ματιά του Θωμά Μοσχόπουλου.  Το έργο ξεκινάει με το μονόλογο της Ιφιγένειας για το πώς βρέθηκε στην Ταυρίδα. Η αρχή ήταν ενδιαφέρουσα. Ο τόνος της Αμαλίας Μουτούση ήρεμα κι εκφραστικά μας μετέφερε στο παρελθόν και το παρόν της ιστορίας. Έβαλε τη βάση για μια προσέγγιση χωρίς στόμφο και ξύλινη εκφορά του λόγου. Στη συνέχεια όμως, δυστυχώς οι προσδοκίες για μια εκφραστική και στοχευμένη υποκριτική προσέγγιση εξανεμίστηκαν ακριβώς επειδή αυτή η προσέγγιση κρατήθηκε εμμονικά μέχρι τέλους. Η χρήση έμμετρου λόγου που στην αρχή φάνηκε ενδιαφέρουσα, έγινε μία μονότονη εκφορά που παγίδευσε τα εκφραστικά μέσα των ηθοποιών και τους έκανε να μιλούν παράξενα, σαν άχρωμες καρικατούρες του ρόλου. Προφανώς αυτή ήταν η σκηνοθετική γραμμή της παράστασης και οι ηθοποιοί, υπάκουοι ως όφειλαν , την υποστήριξαν μέχρι τέλους με όλους τους κινδύνους που αυτή συνεπαγόταν και δυστυχώς στο τέλος κάηκαν οι ίδιοι. Έχοντας δει την Αμαλία Μουτούση σε προηγούμενες παραστάσεις δε θα μπορούσε κανείς να της προσάψει ότι είναι άχρωμη, άοσμη και σχεδόν αστεία όταν προσεγγίζει έναν ρόλο. Το αντίθετο μάλλον. Είναι εξαιρετικά ταλαντούχα. Σ’ αυτόν το ρόλο ωστόσο έφτασε να είναι κωμική και να κάνει το κοινό να γελάει δυνατά σε σημεία του έργου που έχουν έντονη τραγικότητα. Το ίδιο δυστυχώς και ο Ορέστης- Γιώργος Χρυσοστόμου. Ας μην ξεχνάμε ότι η σκηνή της αναγνώρισης της Ιφιγένειας-δήμιου με τον Ορέστη- σφάγιο είναι από τις ομορφότερες και  δυνατότερες σκηνές αναγνώρισης στην Αρχαία Τραγωδία. Μια σκηνή που τις περισσότερες φορές φέρνει δάκρυα στα μάτια. Δεν ξέρουμε γιατί εδώ έγινε η επιλογή να έχει μια καθαρά κωμική προσέγγιση. Κι αν αυτό στηριζόταν από το κείμενο δεν θα είχαμε καμία αντίρρηση. Θα ήταν μια άλλη οπτική. Δυστυχώς όμως  το κείμενο πετούσε έξω αυτή την προσέγγιση και γι’ αυτό πιστεύουμε πέρασε από το επίπεδο του «ανάλαφρου» στο επίπεδο του «αστείου». Δυστυχώς αυτό έγινε και σε άλλα σημεία του έργου που επίσης το κείμενο δεν μπορούσε να την υποστηρίξει. Το έργο μπορεί να μην είναι μια καθαρή τραγωδία κι ούτε έχουμε καμιά αντίρρηση με την κωμική διαχείριση σκηνών, έτσι ώστε αυτές ν’ αποφορτίζουν το βαρύ κλίμα ενός έργου, ωστόσο κάποιος πρέπει να βρει τις ισορροπίες και τα σημεία εκείνα που την επιτρέπουν. Εδώ είχαμε την αίσθηση ότι αυτή η πρόθεση γενικεύτηκε χωρίς όμως να αναζητηθούν οι ισορροπίες. Ιδιαίτερα όταν αυτή η κωμική προσέγγιση επιλέχθηκε να υποστηριχθεί μπροστά σ’ ένα σκηνικό που θυμίζει το Άουσβιτς και μ’ έναν χορό καταδίκων.

Επίσης στο αρχαίο κείμενο ο χορός του έργου είναι χορός γυναικών. Γι’ αυτό υπάρχει και η φράση «είμαστε όλες γυναίκες» όταν η Ιφιγένεια προσφεύγει στον οίκτο των γυναικών να μην την προδώσουν όταν αποφασίζει να φύγει μαζί με τον αδερφό της και το ξόανο της Θεάς Άρτεμης. Είναι τουλάχιστον παράξενο ν’ ακούς αυτήν την ικεσία και να βλέπεις ότι ο χορός αποτελείται  και από άντρες ηθοποιούς. Το γεγονός ότι τα κεφάλια του χορού ήταν ξυρισμένα δεν τους μετέτρεπε σε γυναίκες. Κάποιοι ήταν μικρόσωμοι, αλλά κάποιοι είχαν έντονα αντρική διάπλαση που δεν μπορούσες να αγνοήσεις, και ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο χορός αρχικά μπαίνει γυμνός στη σκηνή και βλέπουμε καθαρά το φύλο του κάθε ηθοποιού.  Αν κάποιος επιθυμεί έναν μικτό χορό για τους δικούς του λόγους, που δεν τους εξετάζουμε,  φροντίζει να αφαιρέσει αυτήν την προσφώνηση από το κείμενο γιατί ο θεατής απορεί αφού αυτό που βλέπει έρχεται σε σύγκρουση μ’ αυτό που ακούει . Εκτός αν τους θεωρούσαν ευνούχους και άρα «γυναίκες». Ωστόσο δεν ξέρουμε αν αυτό μπορεί να υποστηριχτεί από το αρχαίο κείμενο ή τον πολιτισμό της εποχής.

Ας δούμε τώρα το εικαστικό κομμάτι της παράστασης. Στο σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού ήταν προφανής η επιλογή να έχουμε ένα σκηνικό και μία προσέγγιση που να μας θυμίζει τα κρεματόρια του Άουσβιτς. Ο σωρός των ρούχων έχω από την είσοδο του ναού θύμιζε ακριβώς την ιεροτελεστία θανάτου στα κρεματόρια, ενώ ο εξωτερικός χώρος θυμίζει κάτι σαν αποστειρωμένο σφαγείο. Αυτήν την αίσθηση επιτείνουν και τα ξυρισμένα κεφάλια του χορού που τους κάνουν να μοιάζουν  σαν τους κατάδικους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων. Κυρίαρχο χρώμα το άσπρο-γκρι. Σχετικά μονότονο και νομίζουμε ότι επιβάρυνε τη γενική μονοτονία του λόγου στην παράσταση.

Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ στους ίδιους τόνους του άσπρου- γκρι . Ο χορός ντυμένος σαν αποστειρωμένοι βοηθοί της Ιφιγένειας –σφαγέα. Όσο για την Ιφιγένεια είναι ντυμένη σαν μια φιγούρα Μάνγκα με ένα αφαιρετικό ρούχο που μας μεταφέρει στις Γιαπωνέζικες μορφές των Μάνγκα. Το ίδιο και η μακριά περούκα που φοράει. Βέβαια Μάνγκα στα Γιαπωνέζικα σημαίνει γελοιογραφία κι αυτό επιτείνει την αίσθησή μας ότι η σκηνοθετική προσέγγιση επίτηδες και για κάποιον λόγο που δυστυχώς δεν καταλάβαμε ήθελε να περάσει αυτήν την αίσθηση του αστείου. Επίσης τα κοστούμια των αντρών ήταν κάπως ετερόκλιτα. Ο Θόας – Γιώργος Κολοβός στην αρχή φορούσε έναν μανδύα που παρέπεμπε στα Μάνγκα. Μετά τον έβγαλε κι από κάτω φορούσε μια στρατιωτική στολή που μας παρέπεμπε στον (Β’ Παγκόσμιο;)  πόλεμο. Ο φρουρός που μετέφερε τους μελλοθάνατους ήταν ντυμένος κάτι ανάμεσα σε αστυνόμο των ματ και νίντζα . Δεν καταλάβαμε ακριβώς. Τα ρούχα του Πυλάδη και του Ορέστη επίσης θύμιζαν στρατιώτες άγνωστης χρονικής περιόδου. Πρέπει να πούμε όμως ότι το κοστούμι του Ορέστη ήταν λερωμένο … παράξενα. Ήταν υπερβολικά λερωμένο και μόνο στο πάνω μέρος. Σαν τα κύματα να τον χτυπούσαν με λάσπη μόνο στο πάνω μέρος του κορμιού του. Επίσης το μακιγιάζ του ήταν παράξενο κι απίστευτα υπερβολικό.

Για το υποκριτικό κομμάτι της παράστασης δεν μπορούμε να πούμε πολλά , καθώς όπως προείπαμε ήταν εμφανής η πρόθεση του σκηνοθέτη για έμμετρο λόγο, η οποία κατά τη γνώμη μας εγκλώβισε τους ηθοποιούς και δεν άφησε τα νοήματα να κατέβουν αβίαστα στους θεατές. Ήταν σαν όαση όταν κάποια στιγμή ο Πυλάδης- Μιχάλης Συριόπουλος έσπασε λίγο αυτή τη μονοτονία κι έγινε λίγο πιο έντονος στην εκφορά του λόγου του. Το ίδιο κι ο Αγγελιοφόρος- Χρήστος Στυλιανού.

Μια παράσταση που θεωρούμε ότι στο σύνολό της χρησιμοποίησε τόσα ετερόκλιτα στοιχεία και συμβολισμούς που στο τέλος μας άφησε μόνο με απορίες .