Iστορίες πίσω από τους στίχους

Written by

Πρόκειται για τραγούδια που όλοι έχουμε ακούσει και τραγουδήσει.
Ξέρουμε όμως τι κρύβεται πραγματικά από πίσω τους;
Τι σκέπτονταν οι συνθέτες τους την ώρα που τα έφτιαχναν;
 
Ν.Παπάζογλου -Αύγουστος
 (http://www.youtube.com/watch?v=Ctt9UKG1DzE)

Μα γιατί το τραγούδι να ‘ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με ‘πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις
Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το ‘χει δει
Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό

Ο παντρεμένος τότε ερμηνευτής, κατά τη διάρκεια του μεγάλου σεισμού στην Θεσσαλονίκη, μετά από μεγάλες ζημιές που υπέστη το σπίτι του, έστειλε την έγκυο γυναίκα του  σε συγγενείς στην Αμερική, για να είναι πιο ασφαλής.
Ο Μίκης Θεοδωράκης τον προσκάλεσε να μείνει μαζί του στον Βόλο μέχρι να επισκευαστεί το σπίτι του.
Εκεί συνάντησε μια κοπέλα την οποία και ερωτεύθηκε παράφορα. Επειδή δεν άντεχε να είναι κοντά της, λόγω της μεγάλης έλξης που είχε για εκείνη αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην Θεσσαλονίκη, για να μην απατήσει τη γυναίκα του. Στον γυρισμό,  λοιπόν, έγραψε ένα τραγούδι που το αφιέρωνε στην κοπέλα που είχε ερωτευθεί αλλά και  στη νεογέννητη κόρη του.  (σύμφωνα με τις αφηγήσεις του ιδίου σε μια συνέντευξη του)
Χ. Θηβαίος – Ημερολόγιο
( http://www.youtube.com/watch?v=KngJVhcu8Ys )

Τόσα χρόνια μες τους χάρτες μου σε ψάχνω,
κι ας μην έσκυψες ποτέ στο μέτωπο μου
με τα δυο σου χείλια να αφήσεις
μια ανάσα στη ζωή μου.
Κι αν η προσευχή μου οινόπνευμα μυρίζει,
καπνό και πυρετό,
στο γυάλινο το κύμα τ’ όνομά σου
φωνάζω να καθρεφτιστεί η φωνή μου.
Και στην όχθη που χτενίζεσαι ακουστεί
σαν αλμυρό τραγούδι που σου φέρνει
ερωτευμένο το νερό.
Και στο διάβολο πουλάω τη ψυχή μου εγώ,
για να βρεθώ απόψε τυλιγμένος
στου κορμιού σου το βυθό.
Κάπου η νύχτα μεσοπέλαγα κρεμιέται
στην αγχόνη τ’ ουρανού
κι ο δαίμονας καβάλα στο σκοτάδι
αρπάζει τη μετέωρη ευχή μου.
Και σαν άστρο καυτερό προς το νησί σου
τα λόγια μου πετάει
πληγώνοντας τα βράχια και την άμμο,
στη χτένα σου καρφώνει την ψυχή μου.
Και σταγόνα τη σταγόνα κυλάω εγώ
σαν αλμυρό νερό στους ώμους
και στον ακριβό σου το λαιμό.
Κι ας το ξέρω πως του λόγου του
στην ανεμόσκαλα εκεί, με περιμένει
για να μου λιμάρει το σκοινί.
Πάνε χρόνια που αντίκρυ αναβοσβήνουν
τα φώτα κάποιας γης,
τα φώτα κάποιας ξεχασμένης νήσου,
που λένε είν’ οι κορφές του παραδείσου.
Μα το ξέρω είναι της θάλασσας τα μάγια,
δεν υπάρχει αυτή η στεριά,
μιας και κανείς ποτέ του εκεί δεν πήγε,
γι αυτό σφιχτά κρατιέμαι στο κορμί σου.
Και μπροστά απ’ τους κολασμένους
περνάω εγώ σαν μια σκιά
που σεργιανάει στον Άδη
τη δικιά σου μυρωδιά.
Κι είναι λέω ο παράδεισος για μας, αγάπη μου μικρή,
να μοιραζόμαστε τούτη τη κόλαση μαζί.

Ο Θηβαίος ερωτεύτηκε μια γυναίκα πολλά χρόνια μικρότερη του. Την παρακαλούσε συνεχώς να βγουν μαζί, αλλά αυτή δεν ήθελε. Μετά από κάμποσο καιρό, αυτή είπε ναι. Εκείνος πήγε στο εστιατόριο που είχαν δώσει ραντεβού και την περίμενε. Ενώ η κοπέλα ήταν στο δρόμο της να τον συναντήσει  της συνέβη ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα και πέθανε. Έτσι, εμπνεύστηκε ο Θηβαίος αυτούς τους στοίχους… Αυτό συνέβη στην Ιταλία όπου σπούδαζε Φιλοσοφία.
Κ. Χατζής- Από το αεροπλάνο
( http://www.youtube.com/watch?v=pR240P9z5Zw)

Πολύ με πίκρανες ζωή
μακριά θα φύγω ένα πρωί
θ’ ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο
να δω τον κόσμο από κει πάνω
Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με ζωγραφιά
και συ την πήρες σοβαρά
και συ την πήρες σοβαρά
Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα
μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι
το μεγαλύτερο ανάκτορο
μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι
Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε
από ψηλά αν τους κοιτάξεις
θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι
που στη στιγμή θα τούς ξεχάσεις
Αγαπημένη μου, μην κλαις
πάμε μαζί ψηλά, αν θες
να δεις τη γη απ’ τη σελήνη
ένα φεγγάρι είναι και κείνη
Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά
και συ τον πήρες σοβαρά
και συ τον πήρες σοβαρά
Μοιάζουν οι πύργοι με κουκλόσπιτα
και τα κανόνια με παιχνίδια
από ψηλά δεν ξεχωρίζουνε
οι ομορφιές και τα στολίδια
Κι ό,τι σε πλήγωσε ή σε θάμπωσε
από ψηλά αν το κοιτάξεις
θα σου φανεί τόσο ασήμαντο
που στη στιγμή θα το ξεχάσεις

Το παραπάνω τραγούδι, γράφτηκε με αφορμή το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967 και τα όσα έζησε η στιχουργός στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η Σώτια Τσώτου ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 60 μια νεαρή ανερχόμενη δημοσιογράφος, που έκανε ρεπορτάζ πάνω σε πολτικά θέματα για την εφημερίδα Ελευθερία. Η Ελευθερία σταμάτησε να εκδίδεται την 21η Απριλίου του 1967. Η Τσώτου μετά το κλείσιμο της εφημερίδας έμεινε άνεργη έτσι αναζήτησε  δουλειά στη Θεσσαλονίκη, στις εφημερίδες Μακεδονία και Θεσσαλονίκη. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο έμεινε αποσβολωμένη με την εικόνα που αντίκρυσε: η χούντα σε όλο της το μεγαλείο. Λίγο πριν επιβιβασθεί στο αεροπλάνο συνελήφθη, υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό έλεγχο και αυστηρότατη ανάκριση που κράτησε ώρες ολόκληρες. Φυσικά έχασε το αεροπλάνο. Αφού τελείωσε η διαδικασία και δε βρέθηκε ένοχη για κάτι, αφέθηκε ελεύθερη.
Έπειτα από τόσες ώρες στο ανακριτικό γραφείο του αεροδρομίου επιβιβάστηκε στο επόμενο αεροπλάνο για την Θεσσαλονίκη. Όταν απογειώθηκε, κοίταξε από ψηλά και είδε πως είχαν καταντήσει την Ελλάδα οι συνταγματάρχες. Αηδιασμένη, τρομαγμένη και εξαγριωμένη ξεκίνησε να σκέπτεται. «Κοίταξε πως φαντάζουν από εδώ ψηλά» αναλογίστηκε. «Μυρμήγκια. Μοιάζουν μυρμήγκια οι άνθρωποι». Ένιωσε ελεύθερη και συγχρόνως θυμωμένη με όλα αυτά που είχε ζήσει και αντικρίσει στο αεροδρόμιο. Εκείνη τη στιγμή έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της, ότι το πρώτο της ρεπορτάζ όταν θα ξανάβρισκε δουλειά, θα ήταν σχετικό με αυτά, αλλά και με τα συναισθήματα των ανθρώπων που βλέπουν τον κόσμο από ψηλά. Από το αεροπλάνο.
Τελικά όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη δεν βρήκε δουλειά στο συγκρότημα Βελλίδη. Η καριέρα της ως δημοσιογράφου σταμάτησε. Και εκείνες οι σκέψεις που είχε κάνει στο  αεροπλάνο δεν έγιναν πολιτικό ρεπορτάζ, αλλά στίχοι. Στην πορεία ακολούθησε την καριέρα της στιχουργού.
Β.Παπακωσταντίνου – Γενέθλια ’86
(http://www.youtube.com/watch?v=co99wEs53o4)

Γενέθλια κι αγόρασα σκοινί,
τον κόμπο μου τον έχω φτιάξει πρόχειρα,
παραληρώντας πάνω στο σκαμνί,
στον τελευταίο ρόλο του αυτόχειρα.
Πίσω μου τίποτα, τίποτα στο μέλλον,
μονάχα η κηδεία των ψηλών καπέλων.
Γενέθλια και φτύνω τις ευχές,
σοκολατάκια στήνω για ικρίωμα,
ελπίζω με τις πρώτες τις βροχές,
να ξεχαστώ και ‘γω και το σημείωμα.
Πίσω μου τίποτα, τίποτα στο μέλλον
μονάχα η κηδεία των ψηλών καπέλων.

Το τραγούδι αυτό γράφτηκε για τη μνήμη του ηθοποιού Νίκου Σκυλοδήμου, ο οποίος έθεσε τέρμα στη ζωή του το 1986.

 

Αλκίνοος Ιωαννίδης- Καθρέπτης

(http://www.youtube.com/watch?v=ZEcD2b5Hp7I_

Μια μέρα ήρθε στο χωριό γυναίκα ταραντούλα
κι όλοι τρέξαν να τη δουν.
άλλος της πέταξε ψωμί
κι άλλοι της ρίξαν πέτρα
απ’ την ασχήμια να σωθούν.
Κι ένα παιδί της χάρισε ένα κόκκινο λουλούδι,
ένα παιδί
Ένα παιδί της ζήτησε να πει ένα τραγούδι,
ένα παιδί
Κι είπε ποτέ σου μην τους πεις
τι άσχημοι που μοιάζουν,
αυτοί που σε σιχαίνονται
μα στέκουν και κοιτάζουν.
Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς
τον άλλον μες τα μάτια,
γιατί καθρέφτης γίνεσαι
κι όλοι σε σπαν’ κομμάτια.
Μια μέρα ήρθε στο χωριό
άγγελος πληγωμένος.
Τον φέρανε σε ένα κλουβί
κι έκοβε εισιτήριο ο κόσμος αγριεμένος,
την ομορφιά του για να δει.
Κι ένα παιδί σαν δάκρυ ωραίο αγγελούδι,
ένα παιδί
Ένα παιδί του ζήτησε να πει ένα τραγούδι,
ένα παιδί
Κι είπε αν θέλεις να σωθείς
από την ομορφιά σου,
πάρε τσεκούρι και σπαθί
και κόψε τα φτερά σου.
Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς
τον άλλο μες τα μάτια,
γιατί καθρέφτης γίνεσαι
κι όλοι σε σπαν’ κομμάτια

 

Πριν από κάποια χρόνια, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ήταν πολύ άσχημα κρυωμένος με πυρετό. Καθηλωμένος όπως ήταν στο κρεβάτι του  ξεκίνησε να διαβάζει ένα βιβλίο.Ένα νεανικό διήγημα με τίτλο “ένας πολύ γέρος κύριος με τεράστια φτερά”.

Μέσα στον πυρετό του παρερμήνευσε το νόημα του βιβλίου  και κατάλαβε πως όταν δούμε κάτι ωραίο η κάτι άσχημο,το μισούμε και το πετροβολάμε,γιατί εκεί βλέπουμε κάτι από τον εαυτό μας,που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ότι υπάρχει. Μόλις επανήλθε στα καλά του συνειδητοποίησε πως το διήγημα έλεγε πολύ διαφορετικά πράγματα. Το τραγούδι όμως είχε ήδη γραφτεί..

 

*Πληροφορίες από: http://savvast.blogspot.gr/2011/09/blog-post.html και http://www.activeradio.gr/index.php?topic=3082.0