Jean-Paul Bourdier: Η κυριαρχία των χρωμάτων

Written by

Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Αφιερωμένο στους φίλους μου Πάνο και Βίκυ Δράκου,
οι οποίοι εδώ και 20 χρόνια γεμίζουν τη ζωή μου με χρώματα

Jean-Paul

«Ένας καλλιτέχνης πρέπει όχι μόνο να δημιουργεί και να εκφράζει μια ιδέα, αλλά συγχρόνως να ξυπνά την εμπειρία που θα κάνει την ιδέα να ριζώσει στη συνείδηση μας» (Merleau-Ponty)

Η φωτογραφική αποτύπωση των εικαστικών συνθέσεων του Jean-Paul Bourdier θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε με κάθε αμεσότητα ως μια χρωματική διέγερση των φωτοευαίσθητων υποδοχέων του αμφιβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού.

Σύμφωνα με τον ψυχαναλυτή Ernest Schachtel: «Η εμπειρία του χρώματος μοιάζει μ’ εκείνην του συναισθήματος ή της συγκίνησης. Και στις δύο περιπτώσεις τείνουμε να είμαστε παθητικοί δέκτες ερεθισμάτων. Μια συγκίνηση δεν είναι το προϊόν του ενεργώς οργανωτικού νου. Απλώς προϋποθέτει ένα είδος ανοίγματος, το οποίο, επί παραδείγματι, ένα καταθλιμμένο άτομο μπορεί να μην έχει. Η συγκίνηση μας ερεθίζει με τον ίδιο τρόπο που μας ερεθίζει και το χρώμα. Το σχήμα, εν αντιθέσει, φαίνεται να απαιτεί μια πιο ενεργή απόκριση. Ανιχνεύουμε το αντικείμενο, εγκαθιστούμε το δομικό του σκελετό, συσχετίζουμε τα μέρη προς το όλον. Παρομοίως ο νους κυριαρχεί επί των παρορμήσεων, εφαρμόζει αρχές, συντονίζει μια ποικιλία εμπειριών, και αποφασίζει επί μιας πορείας δράσεως». Και όντως, στην όραση των χρωμάτων η δράση πηγάζει από το αντικείμενο και επηρεάζει το άτομο, ενώ για την αντίληψη του σχήματος ο οργανωτικός νους βγαίνει έξω για να συναντήσει το αντικείμενο.

Θεωρείται δεδομένο ότι κάθε καλλιτέχνης προσπαθεί μέσα από το έργο του να εκφράσει έναν κόσμο μηνυμάτων και συναισθημάτων. Σε αυτό τον βοηθούν τα σχήματα και τα χρώματα που χρησιμοποιεί. Τα χρώματα είναι ζωή και το φως τα γεννάει.

Το κάθε χρώμα προκαλεί διαφορετικά οπτικά ερεθίσματα και κατ’ επέκταση εκφράζει διαφορετικά συναισθήματα. Η επίδραση του χρώματος στα συναισθήματα και τις αντιδράσεις των ανθρώπων είναι καταλυτική. Ειδικές μελέτες έχουν δείξει ότι συγκεκριμένα χρώματα επηρεάζουν το περιβάλλον και την ψυχική διάθεση των ανθρώπων, ακόμα και την υγεία. Τα ζεστά χρώματα, δηλαδή το κόκκινο, το πορτοκαλί και το κίτρινο, και τα μεταξύ τους ευρισκόμενα συγγενικά χρώματα, δημιουργούν την αίσθηση της οικειότητας και συνδέονται με τον ενθουσιασμό και την καλή διάθεση, μας βοηθούν να αντιληφθούμε το χρόνο και συγχρόνως μας προκαλούν την αίσθηση του φιλόξενου, της εξωστρέφειας ,ενώ τα ψυχρά, δηλαδή το μπλε, το μοβ και το πράσινο, μαζί πάλι με τα μεταξύ τους ευρισκόμενα συγγενικά χρώματα, σχετίζονται με μια σειρά από ετερόκλητα συναισθήματα, όπως της ηρεμίας, της γαλήνης ή της μελαγχολίας από τη μία και της κακοδιαθεσίας, της απογοήτευσης από την άλλη. Οι φωτεινές κυμάνσεις των θερμών χρωμάτων, επειδή έχουν μεγαλύτερη συχνότητα από αυτήν των ψυχρών, διεγείρουν πολύ περισσότερο το αισθητήριο της όρασης. Για το λόγο αυτό, προκειμένου να επέλθει μια χρωματική ισορροπία ή αρμονία, κάθε θερμό χρώμα έχει συμπληρωματικό του ένα ψυχρό. «Όλα τα χρώματα είναι φίλοι των γειτόνων τους και εραστές των αντιθέτων τους», υποστήριζε ο γνωστός ζωγράφος Marc Chagall.

Ο Jean-Paul Bourdier γεννήθηκε στη Γαλλία, όπου σπούδασε στην Beaux Arts School των Βερσαλλιών. Κατόπιν μετέβη στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στην Καλιφόρνια όπου σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις στην Urbana-Champaign. Τη δεκαετία του 1970, έζησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη Θεσσαλονίκη μελετώντας τη μακεδονική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, που αποτελούσε μέρος της διδακτορικής του διατριβής. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, όπου διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, Αρχιτεκτονικό Σχεδιασμό, Φωτογραφία και Visual Studies.

visual
Πρωταγωνιστές στο έργο του είναι η φύση και ο άνθρωπος. Σε κάθε εικόνα η φύση είναι η σταθερά, ενώ ο άνθρωπος το ευμετάβλητο. Τώρα είναι, ύστερα όχι. Με μια έντονη διάθεση νέο-σουρεαλισμού, το ανθρώπινο σώμα, με τα έντονα βαμμένα χρώματα που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης, είναι η έγχρωμη πινελιά που ομορφαίνει το κάδρο.

Η φωτογραφία είναι τέχνη και το γυμνό σώμα ο καλύτερος καμβάς για να δημιουργήσεις πάνω του φαντασιώσεις που ξεπερνούν κάθε λογική!

Ένα από τα πιο δημοφιλή και πολυσυζητημένα θέματα στην τέχνη είναι το ανθρώπινο σώμα. Η θέα του προκαλεί τους περισσότερους συνειρμούς και τα πιο ανάμεικτα συναισθήματα από οποιοδήποτε άλλη εικόνα.

Καλλιτέχνες ανά τους αιώνες κατηγορήθηκαν, αφορίστηκαν, περιθωριοποιήθηκαν εξαιτίας της χρήσης του στα θέματα τους, αλλά παράλληλα κέρδισαν το θαυμασμό, την αποδοχή και τη λατρεία του κόσμου για τα έργα τους.

Στην αρχαιότητα το ανθρώπινο σώμα θεωρούνταν θεού έργο και η έννοια του γυμνού όπως την ξέρουμε σήμερα δεν υπήρχε. Γι’ αυτό, η προσπάθεια να το αναπαραστήσει κανείς σε όλο του το μεγαλείο και την τελειότητα, ήταν αυτοσκοπός και ευχής έργον. Το μεγάλο στοίχημα όμως ήταν, το πως θα απεικονίσουν το γυμνό σώμα στα έργα τους ώστε να μπορεί να το θαυμάσει κανείς χωρίς χυδαίους συνειρμούς. Αρχικά τοποθετούσαν τα σώματα σε κομψές, φυσικές στάσεις, γεμάτες χάρη, ενώ στη συνέχεια έκαναν τις φιγούρες πιο περίπλοκες, πιο δύσκολες, τις έδωσαν κίνηση και συστροφή, ώστε να μπορεί να μελετήσει κανείς όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης κίνησης.

Όταν ο Delacroix έγραφε για «αυτό το θαυμαστό ποίημα, το ανθρώπινο σώμα», απηχούσε την κεντρική θέση που κατέχει το σώμα, ντυμένο και γυμνό, στην τέχνη. Πραγματικό και υλικό, το σώμα γίνεται τόπος της φαντασίας, όπου συμφύρονται η ιδέα ενός σώματος-μικρόκοσμου, αναπαράστασης δηλαδή του κόσμου σε μικρογραφία και η ιδέα ότι το ανθρώπινο σώμα αποτελεί την υπενθύμιση της θείας μορφής (πλασμένο κατ’ εικόνα του Θεού).

H ιστορία του σώματος είναι μια ιστορία της υλικής αμεσότητας και της πολιτισμικής ποικιλίας. Πρωταρχικό στοιχείο της ταυτότητας, ενσάρκωση του εγώ, με την παραπλανητική του οικειότητα και «φυσικότητα», το σώμα είναι ένας τόπος της ιστορίας, «το αίμα και η σάρκα της». Σύμφωνα με τον Μ. Foucault, ο οποίος ανέδειξε την εμπλοκή του σώματος σε σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίας μελετώντας τις τεχνικές ελέγχου και επιτήρησης στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, αυτό, το άρρωστο σώμα, το σώμα που πονά, οι χειρονομίες, η φροντίδα και ο καλλωπισμός του σώματος, η ευχαρίστηση και η ηδονή, η σεξουαλικότητα, το σώμα που πειθαρχεί και υποτάσσεται σε κανόνες, το σώμα που γυμνάζεται αποτελούν ποικίλες όψεις της ιστορικότητας του σώματος, οι οποίες έχουν προκαλέσει έρευνες και μελέτες. Μέσα από την ανάγκη του για καλλιτεχνική δημιουργία ο άνθρωπος προσπάθησε να απαντήσει στα αιώνια προβλήματα της ζωής: τον έρωτα, το θάνατο, το θείο, την ίδια τη ζωή. Και με αυτό το στοιχείο ακριβώς, φτάνουμε στην τελευταία μεγάλη επανάσταση για το γυμνό στον 20ο αι., όπου οι καλλιτέχνες κουρασμένοι πια από τον ψεύτικο συντηρητισμό της κοινωνίας τους, αποφασίζουν να σκανδαλίσουν το κοινό με έργα που απεικονίζουν τα μοντέλα τους γυμνά και σε πόζες που κοιτάνε κατευθείαν στα μάτια το θεατή. Πρόθεσή τους ήταν να θυμίσουν στον κόσμο, ότι η ειλικρίνεια, η ευθύτητα και αυθεντικότητα του χαρακτήρα ήταν αρετές που είχαν εκλείψει από την κοινωνία και ήταν επιτακτική η ανάγκη της αυτοκριτικής.

Μετά την ανακάλυψη της φωτογραφίας, εισάγεται στη ζωή και στη τέχνη η έννοια της κόπιας – ανατύπωσης, γεγονός που άλλαξε ριζικά τον τρόπο παραγωγής και κυκλοφορίας εικόνων του σώματος. Οι εικόνες – αναπαραστάσεις του σώματος λόγω της μαζικής πλέον παραγωγής τους απεγκλωβισμένες από την μοναδικότητα του πρωτοτύπου έγιναν ευκολότερα χρηστικά αντικείμενα και καταναλωτικά προϊόντα. Τα κινήματα του ιμπρεσιονισμού, σουρεαλισμού, μοντερνισμού και μετα-μοντερνισμού, διαχειρίστηκαν το σώμα με ιδιαίτερους τρόπους. Σε αυτά τα έργα τέχνης, το σώμα, καλλωπίζεται ή απομυθοποιείται, αποκαλύπτεται ή αποσιωπάται, καταναλώνεται, διαβάζεται ως κείμενο ή και θρυμματίζεται. Το καθένα από αυτά τα κινήματα χρησιμοποιεί καινούρια μορφή, ανατρεπτική αισθητική για την εποχή του και διαφορετική αφηγηματική τεχνική από τα υπόλοιπα, όμως όλα όσον αφορά στο περιεχόμενο, δηλαδή το πως σηματοδοτούνται με νόημα οι εικόνες του σώματος, καταλήγουν να χρησιμοποιούν μια οπτική γλώσσα η οποία εκφράζει ως επί το πλείστον παγιωμένες κοινωνικές αντιλήψεις σε μια προσπάθεια να της ισχυροποιήσει. Ενώ η αναπαράσταση γυμνών ανθρώπων σε εσωτερικούς χώρους δείχνει να παραπέμπει στα μυστικά της κρεβατοκάμαρας, οι ίδιες εικόνες αντίθετα σε εξωτερικό χώρο αφήνουν να εννοηθεί ότι ο άνθρωπος συμμετέχει στην ίδια τη φύση, είναι ένας από τους καρπούς της. Το σώμα είναι μέρος του κόσμου και το μέσο επικοινωνίας μας με αυτόν. Το σώμα είναι για τον άνθρωπο το μέσο που του παρέχεται από τη φύση για να αποκτήσει έναν κόσμο.

Μελετώντας το σώμα ενώ εκείνο βρίσκεται σε κίνηση μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει αυτό και κατοικεί στο χώρο και κατ’ επέκταση στο χρόνο. Με την κίνηση το σώμα δεν είναι μια παθητική παρουσία αλλά μετέχει ενεργά στο χώρο και αναδεικνύει την κρυμμένη στην κοινοτυπία των δεδομένων συνθηκών υπόσταση του. Κάθε κίνηση του ανθρώπινου σώματος συνδέεται άρρηκτα με τη συναίσθηση αυτής. Δεν αποτελεί μια τυχαία σωματική αντανακλαστική ενέργεια, αλλά συνοδεύεται πάντα από ένα συγκεκριμένο σκηνικό υπόβαθρο, οι ρίζες του οποίου βρίσκονται στην περιοχή της συνείδησης. Η αντιληπτική διαδικασία ενσωματώνει τις κινήσεις του σώματος και τις λαμβάνει υπόψη της όταν ανοίγεται αυτό στον κόσμο. Εάν δεν υπήρχε το σώμα δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να υπάρξει χώρος για τον άνθρωπο. Το σώμα δεν παρίσταται απλά στο χώρο, κινείται ή στέκεται σε αυτόν· τον εμπεριέχει. Το σώμα είναι ο χώρος, και ο χώρος υπάρχει μέσα από το ενεργό ανθρώπινο σώμα. Το ανθρώπινο σώμα αποτελεί μέρος του ιστού του κόσμου· αναζητώντας εκείνο την ύπαρξη του μέσα στον κόσμο, του δίνει νόημα.

Ο καλλιτέχνης περικλείει στην εικόνα που δημιουργεί όλα εκείνα που στα μάτια μοιάζουν αόρατα. Αυτή η «αδηφάγος όραση» προχωρά πέρα από τα συμβατικά δεδομένα και το προφανές της εικονικής αναπαράστασης. Εισάγει έτσι μια νέα ποιότητα της Ύπαρξης, στον κόσμο της οποίας τα διακριτά αισθητηριακά μηνύματα αποτελούν απλές παύσεις. Τα χρώματα, οι σκιές, το φως, οι αντανακλάσεις δεν είναι πραγματικές οντότητες. Είναι τα μέσα με τα οποία τα αντικείμενα αποκτούν την πραγματική τους υπόσταση μπροστά στα μάτια μας και ξεφεύγουν από το δυσδιάστατο κόσμο του καμβά. Το φως, η σκιά, οι αντανακλάσεις δεν αποτελούν αυθύπαρκτες οντότητες· υπάρχουν μόνο ως οπτικές συνθήκες που σμιλεύουν ωστόσο τα αντικείμενα του κόσμου και τους προσδίδουν την πραγματική τους διάσταση. Ο χώρος καλείται να αποτελέσει το θέατρο μίας βιωματικής εμπειρίας που συντίθεται από μια σειρά αντιληπτικών διαδικασιών, οι οποίες καθοδηγούνται από την παρουσία και κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Όταν ο άνθρωπος αρχίζει να καταλαμβάνει τον δομημένο χώρο, οι αισθήσεις του διεγείρονται από το περιβάλλον, έτσι όπως έχει αυτό διαμορφωθεί. Το φυσικό φως αντανακλά στις επιφάνειες. Τα χρώματα των υλικών φωτίζονται ή σκιάζονται ανάλογα με τη σύνθεση των όγκων και τον προσανατολισμό. Οι υφές τους ανάλογα, σκληραίνουν ή μαλακώνουν. Τα ερεθίσματα που ο χώρος γεννά και εγείρουν τις αισθήσεις είναι δυνατότερα από τον ίδιο το χώρο, από την καθαρή δομή ή το σχήμα του. Η ουσία του χώρου βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνει να κεντρίσει τις αισθήσεις και τη συνείδηση και να γεννήσει συναισθήματα και ιδέες.

«Αυτή η κόκκινη κηλίδα που βλέπω είναι κόκκινη χάρη στη δύναμη της σκιάς που απλώνεται· η ιδιότητα της είναι φανερή μόνο σε σχέση με το παιχνίδι του φωτός πάνω της και ως εκ τούτου ως ένα στοιχείο σε έναν χωρικό σχηματισμό», έγραψε ο στοχαστής Merleau-Ponty.

pontyponty2ponty3
ponty4ponty5ponty6ponty7ponty8ponty9ponty10ponty11ponty12ponty13land artΕκδόσεις του εικαστικού έργου του Jean-Paul Bourdier

Σε αντίθεση με τη φωτογραφία, την οποία χαρακτηρίζει ένας πλουραλισμός χρωμάτων και γεωμετρικών σχεδίων, η ζωγραφική του είναι λιτή και απέριττη. Μονοχρωματική, συμβολική και εύκολα «αναγνώσιμη» από το θεατή.

zo