Τα Κάλαντα των Χριστουγέννων στο Βυζάντιο

Written by

Γεωργίου Κόρδη: “Τα Κάλαντα”

Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα  και διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα «καλώ».

Η προέλευση του εθίμου των καλάντων είναι μάλλον διονυσιακή, καθώς στις αρχαίες διονυσιακές γιορτές τα παιδιά συνήθιζαν να τραγουδούν για την καλή χρονιά, κρατώντας ένα κλαδί αγριελιάς την «Ειρεσιώνη» (είρος = έριον, μαλλίον), στολισμένο με γιρλάντες από λευκό και κόκκινο μαλλί και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς, σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λπ.

Αρχικά η Χριστιανική Εκκλησία απέρριψε τα κάλαντα ως ειδωλολατρικό έθιμο, στη συνέχεια όμως το αποδέχτηκε και το αφομοίωσε σε τόσο μεγάλο βαθμό, που κατέληξε να αποκτήσει καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο.

Η «Ειρεσιώνη» αποτελεί τον πρόγονο του σημερινού Χριστουγεννιάτικου Δένδρου.

Κατά την βυζαντινή εποχή τα παιδιά πήγαιναν από σπίτι και σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα με τη συνοδεία αυλών και συρίγγων, ενός πνευστού οργάνου που μοιάζει με τον αυλό του Πανός ή το Πανφλάουτο. Από κάποιους στίχους του 12ου αιώνα του Ιωάννη Τζέτζη γνωρίζουμε ότι τα παιδιά μαζί με τα κάλαντα απεύθυναν και εγκώμια στους ιδιοκτήτες των σπιτιών και δεχόντουσαν τα φιλοδωρήματά τους. Δεν ήταν, όμως, μόνο τα παιδιά που περιφέρονταν στους δρόμους και έλεγαν τα κάλαντα, αλλά και ενήλικοι μουσικοί, οι οποίοι μάλιστα όταν δεν αμείβονταν με το ποσό που ήθελαν συνέχιζαν να τραγουδούν μέχρι αργά την νύχτα.

Τα βυζαντινά κάλαντα είχαν καθαρά θεολογικό περιεχόμενο. Μια ακροστιχίδα με 24 στίχους ξεκινώντας από το Α ως το Ω ψέλνονταν σε α΄ ήχο της βυζαντινής μουσικής, σε τετράσημο ρυθμό.

Άναρχος Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε
Δέξαι Βηθλεέμ τον Δεσπότην σου, Βασιλέα πάντων και Κύριον
Εξ ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζοντες άξια
Ζητούν προσκυνήσαι τον Κύριον, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ήνεγγεν αστήρ μάγους οδηγών, ένδον του σπηλαίου εκόμισεν
Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται εκ κόρης Θεόπαιδος
Ιδών ο Ηρώδης ως έμαθεν, όλω εξεπλάγη ο δείλαιος
Κράζει και βοά προς τους ιερείς, τους δοξολογούντας τον Κύριον
Λέγετε σοφοί και διδάσκαλοι άρα που γεννάται ο Κύριος;
Μέγα και φρικτόν το τεράστιον, ο εν ουρανοίς επεδήμησεν
Νύκτα Ιωσήφ ρήμα ήκουσε, άγγελος Κυρίου ελάλησεν
Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις άρρητος
Ο μακροθυμίσας και εύσπλαχνος, πάντων υπομένει τα πταίσματα
Πάλιν ουρανοί ανεώχθησαν άγγελοι αυτού ανυμνήτωσαν
Ρήτορες ελθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν και ένδοξον
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται
Τάξεις των αγγέλων εξέστησαν επί το παράδοξον θέαμα
Ύμνους και δεήσεις ανέμελπον των πάντων δεσπότην και άνακτα
Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν τω σκότει επέλαμψε
Χαίρουσα η φύσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται
Ψάλλοντες Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ω Παρθενομήτορ και Δέσποινα, σώζε του εις Σε καταφεύγοντας.

γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης, Δρ. Αρχαιολόγος – Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΑΠΘ.