Καντάν, στο θέατρο Αυλαία (3η κριτική)

Written by

Μια παράσταση σωματικού θεάτρου βασισμένη στο κείμενο του Yukio Mishima “Καντάν” , το οποίο ήταν το πρώτο του θεατρικό έργο, γραμμένο το 1950, αποφάσισε να ανεβάσει η πειραματική θεατρική ομάδα Α4Μ στο θέατρο Αυλαία για 6 μόνο παραστάσεις.

Το δελτίο τύπου αναφέρει πως “στοιχεία του παραδοσιακού ιαπωνικού θεάτρου Noh και του σύγχρονου ιαπωνικού χορού Butoh συγκεράζονται με τη σύγχρονη μουσική”. Ευτυχώς προνόησαν και έβαλαν τη λέξη στοιχεία στο δελτίο τύπου, γιατί αυτό που παρακολουθήσαμε ήταν μια υβριδική κατάσταση που πόρρω απέχει είτε από το θέατρο Noh , είτε από το Butoh, ως μορφή έκφρασης. Κρατώντας από το παραδοσιακό ιαπωνικό θέατρο τη χρήση της μάσκας (και μάλιστα όχι σε όλους τους ηθοποιούς) δεν σημαίνει ότι παρουσιάζουμε και κάτι που είναι σχετικά κοντά στο θέατρο Noh. Μεταφράζω και παραθέτω στοιχεία του θεάτρου Noh όπως αναφέρονται από το Japan Arts Council: ” το κυριότερο χαρακτηριστικό του θεάτρου Noh είναι ότι ο βασικός ήρωας παίζει φορώντας μάσκα απίστευτης ομορφιάς” , “σκοπός του θεάτρου Noh είναι το κυνήγι κι η κατάκτηση της ιδεατής, απόλυτης ομορφιάς” ,  “η απόλυτη έκφραση του είδους είναι όταν ο πρωταγωνιστής μένει ακίνητος πάνω στη σκηνή και χωρίς να κινείται καθόλου είναι σε θέση να μεταδώσει την πεμπτουσία της εσωτερικής υποκριτικής του τέχνης”. Να αναρωτηθώ για τα σημεία αυτά του θεάτρου Noh σε σχέση με την παράσταση της ομάδας; Έργο ομορφιάς δεν το έλεγες πάντως.

Ή μήπως να περάσω στα στοιχεία Butoh; Το Butoh είναι ένας χορός, που περισσότερο μοιάζει με ιεροτελεστία , με προσευχή παρά με ό,τι μας έρχεται εμάς τους δυτικούς στο μυαλό, υπό την έννοια χορός.  Το Butoh είναι κάτι που ξεκινάει από μέσα, μια εσωτερική ανάγκη που εκφράζεται και τελικά καταφέρνει να βρει διέξοδο στο σώμα και τις κινήσεις του σώματος. Χρειάζεται αυτοσυγκέντρωση και αυτοκυριαρχία. Και όχι, μην μου πείτε ότι είναι Butoh το να κουνάω τα χέρια μου για μερικά δευτερόλεπτα σαν μηχανικά, ή να κάνω βεβιασμένες κινήσεις που ουδεμία σχέση έχουν με τον εσωτερικό μου κόσμο.

Η παράσταση μου έδωσε την εντύπωση πως πρόθεση της ομάδας ήταν να κάνει το έργο του Μishima πιο δυσκολονόητο απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα. Ή τουλάχιστον πρόθεση της Αθηνάς Δράγκου που έκανε τη διασκευή και σκηνοθέτησε την παράσταση.  Η μουσική της παράστασης, μια σύνθεση του Αντώνη Ρουβέλα,  ήταν εξαιρετική ( Ana Chifu στο φλάουτο και Νταβίνα Φλωρεντίν στα κρουστά) και σε έκανε να κλείσεις τα μάτια και να θες ν’ ακούσεις μόνο αυτήν. Αρκούσε η δική της ποιητικότητα.

Από τα σκηνικά και τα κοστούμια του Koyouki Kako θα ξεχωρίσω μόνο το πολύχρωμο κοστούμι το οποίο ήταν πραγματικά εξαιρετικό. Βοηθός σκηνογράφου είναι η Ιωάννα Λαδά.  Οι μάσκες του Νίκου Καλαϊτζίδη ήταν επίσης απ’ τα καλύτερα στοιχεία της παράστασηςς. Τον σχεδιασμό του φωτισμού, για τον οποίο έχω κάποιες ενστάσεις, επιμελήθηκε ο Στέλιος Τζολόπουλος. Γιατί η κοπέλα με το φλάουτο ήταν σχεδόν μόνιμα φωτισμένη, ενώ ποτέ δεν είδαμε την κοπέλα με τα κρουστά; Ή γιατί σε κάποια σημεία εμφανίστηκαν οι Χάρης Δούλκας και Γιούλα Μιχαήλ (απ’ τους οποίους ακούγαμε μόνη τη φωνή τους) χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος και στη συνέχεια τους έφαγε πάλι το μαύρο σκοτάδι;

Οι performers Έντι Λάμε, Δημήτρης Παπαδόπουλος, Χριστίνα Σαπουνίδου, Έλσα Σίσκου και Σοφία Χατζηβασιλείου κλήθηκαν να κάνουν κάτι, το οποίο άλλοτε πετύχαιναν πιο πολύ κι άλλοτε λιγότερο. Αλλά ό,τι απ’ τα δύο κι αν συνέβαινε οφείλεται μάλλον περισσότερο στην καθοδήγηση που έλαβαν.

Όσο για τις φωνές που ακούγονταν, ναι μεν το βρήκα ευφυές να υπάρχουν παράλληλα με τους performers αλλά η προσπάθεια μίμησης της ιαπωνικής εκφοράς του λόγου (το λεγόμενο intonation) μου φάνηκε αρχικώς αστείο και στη συνέχεια εκνευριστικό. Αν όντως το ιαπωνικό intonation παίζει ρόλο στο συνολικό αποτέλεσμα της παράστασης, τότε ίσως θα ήταν πολύ καλύτερο το αποτέλεσμα εάν διατηρούσαν το ιαπωνικό κείμενο, κι ας μην καταλαβαίναμε. Τότε, ίσως να νιώθαμε. Γιατί τώρα καταλάβαμε αλλά δεν νιώσαμε.

Θα μπορούσα να γράψω κι άλλα…Για την έλλειψη πρωτοτυπίας που σε κάνει να χρησιμοποιείς μηχανές που πετάνε χιόνι ή πούπουλα (αναλόγως την περίσταση) για να ανθίσει κάτι, ή για την εκνευριστική σκηνή με τα πατίνια , απ’ την οποία άξιζε μόνο η ιδέα με τα πατίνια. Δεν θα γράψω όμως περισσότερα. Νομίζω πως ήδη είπα ότι απουσίαζε κάθε μαγεία, κάθε ποιητικότητα, κάθε συναίσθημα.

Θέλω να τελείωσω με τη μοναδική φράση που μου άρεσε από το έργο: ” Είσαι όμορφη. Αλλά αν βγάλεις το δέρμα, τι μένει; Μόνο το κρανίο.”

Αυτή η παράσταση μάς έδειξε μόνο το κρανίο από το ιαπωνικό θέατρο.