Καντέρ Αμπντολάχ Το Σπίτι Του Τεμένους *κριτική

Written by

«Όλοι θα πεθάνουν, αλλά εσείς δεν θα πεθάνετε», προανήγγειλε η Χότσι με φωνή κουρούνας. Σελ.253

«Ρουζεγκάρ αστ κε τζια εζάτ ντεμάντ

Τζια χαρ νταρέτ

Τσάρχε μπαουζιγκάρ αζίν μπαουζιχά μπασιάαρ νταρέτ.

Έτσι κάνει η ζωή.

Παίζει μαζί σου.

Μερικές φορές σ’ αγαπά

κι άλλες σ’ εξευτελίζει». Σελ.409

«Μετά από πολλά χρόνια ο Σαχμπάλ διηγήθηκε την ανάμνησή του από κείνη τη μέρα στους φίλους του, όταν είχε εγκαταλείψει πια  τη χώρα και έμενε στα ξένα. Διηγήθηκε πως είδε με τα μάτια του ότι τα μυρμήγκια,…» Σελ.19

Βιβλίο νοσταλγίας, διαρθρωμένο σε μικρές ενότητες, αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας που ζει στο σπίτι του τεμένους και παράλληλα αποτυπώνει την ιστορία  μιας χώρας,  στο θρησκευτικό-πολιτικό σκηνικό, που έχει τις ρίζες στο παρελθόν ενός αρχαίου πολιτισμού. Το βιβλίο αφιερώνεται από τον συγγραφέα στον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, τον Αγά Τζαν, ο οποίος παρακολουθεί τα πρόσωπα γύρω του, καταγράφοντας στις σημειώσεις του τα γεγονότα και τις αλλαγές της ζωής, στην πόλη Σενετζάν, στη χώρα με τη μακραίωνη παράδοση. Ιστορία της οικογένειάς του και γεγονότα που θα προσπεράσουν και θα σημαδέψουν τις ζωές των ανθρώπων.

«Στον Αγά Τζαν,για να τον αφήσω να φύγει».

ΆΛΕΦ ΛΑΜ ΜΙΜ. Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένα σπίτι, ένα παλιό σπίτι, που το έλεγαν «Σπίτι του τεμένους». Ήταν μεγάλο σπίτι,  με τριάντα πέντε κάμαρες. Για αιώνες έμεναν εκεί συγγενικές οικογένειες που υπηρετούσαν το τέμενος. Όλες οι κάμαρες είχαν μια αποστολή κι ένα ταιριαστό όνομα, όπως η κάμαρα του θόλου, η κάμαρα του οπίου, η κάμαρα των παραμυθιών, η κάμαρα των χαλιών,…Τώρα το σπίτι στέγαζε τις οικογένειες τριών εξαδέλφων: του Αγά Τζαν, εμπόρου, που διοικούσε το παραδοσιακό παζάρι της πόλης, του Αλσάμπερι, ιμάμη του σπιτιού, που ήταν επικεφαλής του τεμένους, και του αγά Σότζα, μουεζίνη του τεμένους». Σελ. 15

Ο συγγραφέας στο τέλος της ιστορίας αποκαλύπτει, μέσω ενός γράμματος, το βάρος της νοσταλγίας που τον ωθεί στην λυτρωτική  πράξη της γραφής, ως καταγραφή του παρελθόντοςσε μια γλώσσα ξένη, πολύ διαφορετική από τα Περσικά και τον ποιητικό τους τόνο. Ο Αγά Τζαν, ο έμπορος χαλιών, θα διαβάσει αυτό το γράμμα του Σαχμπάλ, αφηγητή της ιστορίας του τεμένους, που απευθύνεται σ’ αυτόν σταλμένο από την Ολλανδία και θα το τοποθετήσει στο θησαυροφυλάκιο –αρχείο του τεμένους ως ντοκουμέντο μνήμης. Στο σκοτεινό υπόγειο του τεμένους θα απαγγείλει τη σούρα από το Κοράνι, το ιερό βιβλίο που φέρει απάνω του μαζί με το κλειδί των κειμηλίων του αρχείου.

«Ο Αλλάχ είναι το φως

Το φως του μοιάζει με λάμπα σε κόγχη,

το γυαλί μοιάζει σαν λαμπρό αστέρι,

καίει με λάδι ευλογημένης ελιάς.

Το λάδι της βγάζει από μόνο του ένα φως.

Φως πάνω σε φως». Σελ. 425

Θεματολογικά το βιβλίο εξετάζει, στην ιστορία μιας οικογένειας, θρησκευτικές παραδόσεις, που θέλουν τον ιδιοκτήτη του σπιτιού να διορίζει τον εκάστοτε ιμάμη του τεμένους. Παράλληλα παρακολουθούμε και τις ιστορικές εξελίξεις που πυροδοτούν αλλαγές και σημαδεύουν τη ζωή των ανθρώπων, με την ενίσχυση του θρησκευτικού ή του κοσμικού κράτους , σ’ ένα καθεστώς βίας, φανατισμού και εξόντωσης. Πολιτική και θρησκεία, ιδεολογίες και εξουσία, παραδόσεις και εξέλιξη, οικογενειακές σχέσεις και ζωή της κοινότητας,  αφήνουν  να διαφανεί το εύρος της ζωής και η ταραγμένη ιστορία μιας χώρας. Ο αγώνας της ζωής, ο θάνατος, η αντίσταση, η εκδίκηση, η εξορία και παράλληλα οι μύθοι, η ποίηση, τα βιβλία, οι εξελίξεις  της τεχνολογίας, είναι μοτίβα αυτού του βιβλίου.  Η οικογένεια, η θέση των γυναικών, ο γάμος και η μητρότητα, ο ερωτισμός, η μόρφωση,  η τέχνη, προβάλλουν σ’ ένα περιβάλλον που το σαρώνουν αλλαγές όταν η ζωή αναδιατάσσεται από τις μικρές κοινότητες στα μεγάλα κέντρα, σ’ ένα καθεστώς που παρακολουθεί, κατασκοπεύει  και τιμωρεί με συνοπτικές διαδικασίες.

«Ο σάχης είχε κατακτήσει τελικά την πόλη. Αφίσες με το πρόσωπό του κρέμονταν σε όλα τα κυβερνητικά κτίρια και η φωνή του ακουγόταν από κάθε ραδιοφωνικό σταθμό. Παλιότερα οι μαγαζάτορες έκρυβαν  το ραδιόφωνό τους κάτω απ’ τον πάγκο, γιατί φοβόντουσαν μήπως χάσουν πελάτες. Αλλά στην εποχή μας όλοι τους το έβαζαν σε εμφανή θέση πάνω στον πάγκο, ώστε οι πάντες να μπορούν να το ακούν. Ακόμα και στο παζάρι μερικοί έμποροι χαλιών είχαν κρεμάσει πορτρέτα του σάχη στα μαγαζιά τους. Πριν από κάποια χρόνια αυτό θα ήταν αδιανόητο, όλα όμως άλλαζαν τόσο γρήγορα ώστε μερικές φορές δεν μπορούσες πια να αναγνωρίσεις την πόλη σου». Σελ.249

«Ο Νοσράτ ακούμπησε τα πράγματά του κάτω κι έψαξε ένα μέρος για να κρεμάσει το άσπρο πανί.Έβγαλε ένα σφυράκι από την τσέπη του και κάρφωσε, χωρίς να ρωτήσει, με δυο καρφάκια το πανί στον τοίχο απέναντι στον Χομεϊνί. Μετακίνησε ένα τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στον τοίχο και ακούμπησε πάνω τον προτζέκτορά του. Στη συνέχεια έβαλε μια καρέκλα στο μέσο της κάμαρας και είπε: «Θέλετε να πάρετε θέση σ’ αυτή την καρέκλα;»

«Μια χαρά είμαι κι εδώ!» αντέδρασε ο Χομεϊνί ελαφρά εκνευρισμένος.

«Το καταλαβαίνω, αλλά η καρέκλα είναι μέρος του σινεμά». Σελ.326

Γραφή με μιαν αριστοκρατική αποστασιοποίηση, εστιάζει με μικρές- ποιητικής αύρας- λεπτομέρειες στη ζωή των ανθρώπων, παραθέτοντας ποιητικά κείμενα από το κοράνι και λέξεις της Περσικής γλώσσας.Παράλληλα αναφέρεται και σε κείμενα της Δυτικής κουλτούρας σε μια διακειμενική συνομιλία.

Βιβλίο γραμμένο με μιαν δυσκολία αφήγησης που αφήνει να διαφανεί η λεπτότητα μιας βασανιστικής σκέψης, για την Ιστορία ενός τόπου και μιας οικογένειας ,για ό,τι ορίζεται ως πατρίδα, βίωμα, προσωπική ιστορία. Γραφή ύστερα από το κατασταλαγμένο βάρος των γεγονότων, που περιγράφονται ρεαλιστικά και κάποιες φορές  υπαινικτικά, σε υπόδειξη συμπυκνωμένης αφαιρετικότητας.

Το διφορούμενο των  ιερών λόγων,  με μια ποιητική εικονική καταγραφή, ο χρόνος, τα τοπία, η βιβλιοθήκη του σπιτιού, το τέμενος, η αγορά, αφήνουν ένα  άρωμα της κουλτούρας των παραμυθιών στο ρεαλισμό της καθημερινότητας, που περιγράφεται με λεπτές πινελιές φαντασίας, δίνοντας,  ως σύνολο,  ένα αδρό σχήμα.

«…Έχω αλλάξει γλώσσα γραφής, αλλά προσπάθησα πάντα να δώσω στα διηγήματά μου μια θέση στο ποιητικό πνεύμα της όμορφης, παλιάς γλώσσας μας».

«Δεν θα πεθάνετε. Θα μείνετε μέχρι να φύγουν όλοι και μέχρι να έρθουν όλοι». Σελ.424

«Παλιότερα, όταν γεννιόταν ένα παιδί στο σπίτι, ο Αγάς Τζαν διάβαζε ένα απόσπασμα μιας μελωδικής σούρας στο αυτί του μωρού, γιατί μια παροιμία του Μωάμεθ έλεγε: «Τα πρώτα λόγια που ακούει το παιδί μένουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη του, όπως μια φράση λαξεμένη σε βράχο». Ο Σαχμπάλ πήγε στη βιβλιοθήκη…Άνοιξε το Κοράνι κι έψαξε μια μελωδική σούρα, αλλά άλλαξε γνώμη κι άφησε το βιβλίο σε μια εσοχή.Έσκυψε μπροστά και ψιθύρησε απ’ το μυαλό του ένα ποίημα του γνωστού σύγχρονου Πέρση ποιητή Αχμέτ Σαμλό στο αυτί του νεογέννητου:

Μπαρ ζαμινέγιε  σορμπίε σοχ

σακέτ

σαβαράν μπαρ ασμπ

εν μπασντ μπαρ τζαλχάγιε σαν.

Κατά τη μολυβένια αυγή

ασάλευτος

ο έφιππος καβαλάρης

στριφογυρίζει ανάμεσα στους άντρες.

Θεέ,

οι καβαλάρηδες δεν πρέπει να μένουν ακίνητοι

όταν ο κίνδυνος έρχεται καταπάνω τους.

Το μωρό άνοιξε τα μάτια του». Σελ.223

«Πόσα χρόνια πέρασαν; Πόσοι μήνες παρήλθαν;

Ποιος είχε φύγει; Ποιος είχε έρθει;

…Ίσως αργότερα αυτή η θλίψη να έφτανε πραγματικά στο τέλος της.Και τότε πια ο χρόνος θα έμπαινε πάλι σε κίνηση. Και θα βλέπαμε πόσα χρόνια είχαν περάσει από εκείνους που ήρθαν κι εκείνους που έφυγαν». Σελ.394-395

«Γιατί έχεις τόσο θλιμμένο βλέμμα;» «Είναι μέρος της θλίψης κάποιου φίλου μου», είπε αυτός. Εκείνη δεν ρώτησε τίποτε άλλο…». Σελ.420-421

«Σε λίγο η σελήνη θα εξαφανιζόταν και θα έδινε τη θέση της στον ήλιο.Ένα σμήνος πουλιών της ερήμου θα έβλεπε το πτώμα της Ζινάτ Χανούμ στη λίμνη, θα πετούσαν με θόρυβο από πάνω της. Κάποιος ταξιδιώτης πάνω σε καμήλα θα πλησίαζε στη λίμνη για να δει τι συμβαίνει.

Θα κατέβαινε απ’ την καμήλα, θα πλησίαζε το πτώμα, θα γονάτιζε και θα διάβαζε το σημείωμα». Σελ.384

«Ξαφνικά κάποιος φώναξε: «Τα τανκς! Έρχονται τα τανκς!…». Σελ.337

«Η πόλη ξύπνησε τρομαγμένη. Γονείς των οποίων ο γιος ή η κόρη είχαν συλληφθεί έτρεξαν στη φυλακή για να δουν τη λίστα  με τους εκτελεσμένους.

Τα πτώματα παραδόθηκαν στις οικογένειες αλλά  σύμφωνα με τη σαρία ήταν όλα τους μολυσμένα, κι ένα μολυσμένο πτώμα δεν επιτρεπόταν να ταφεί μαζί με τους υπόλοιπους νεκρούς». Σελ. 338

«Μεγάλες απεργίες στον πετρελαϊκό τομέα έφεραν τη χώρα σε βαθιά κρίση. Οι εργάτες εγκατέλειπαν τα μηχανήματά τους, οι φοιτητές δεν πήγαιναν πια στις παραδόσεις. Οι μαθητές παρατούσαν τα σχολεία κι έβγαιναν στους δρόμους». Σελ. 284

«Δεν ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά που θα πήγαινε εκεί με μαύρα μαλλιά. Την επόμενη φορά τα μαλλιά του θα είχαν γκριζάρει και το πρόσωπό του θα είχε αλλάξει τόσο που  δεν θα τον αναγνώριζε κανείς  στο σπίτι». Σελ.290

«Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε και λίγο αργότερα άνοιξε η πόρτα , ο Χομεϊνί εμφανίστηκε πρώτος στη σκάλα του. Χαιρετούσε συγκρατημένα. «Σαλάμ μπαρ, Χομεϊνί!» Ζητωκραύγαζε το πλήθος.

Ο Αγάς Τζαν βγήκε έξω. Στο σοκάκι συνάντησε τον Αχμέτ. Δεν κατάλαβε το γιατί, αλλά τον πήρε στην αγκαλιά του και τον κράτησε σφιχτά. Κανένας απ’ τους δύο δεν μπορούσε να ξέρει τι τους περίμενε». Σελ. 297

«Πυρ!» φώναξε ο Χαλχάλ. Ακούστηκαν πυροβολισμοί…Ο τζαβάντ δεν ένιωσε τίποτε από τους πυροβολισμούς στο κορμί του. Για μια στιγμή σκέφτηκε: βλέπεις, ήθελαν μονάχα να με φοβίσουν.

Παραπάτησε. Έπεσε. Ακούμπησε το κεφάλι του στο έδαφος κι έκλεισε τα μάτια». Σελ.354

«Στο φως του φαναριού ο Σαχμπάλ διάβασε στα μάτια του αυτό που ήδη φοβόταν. Η ιστορία του ήταν γνωστή: Ένα πτώμα, ένας πατέρας και πουθενά τάφος». Σελ. 356

«ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΟ της άνοιξης μπαίνει  κι ο καινούργιος περσικός χρόνος, ο Νορούζ». Σελ. 32

 

«Αλλά εσείς δεν θα πεθάνετε», δήλωσε η Χότσι . «Εσείς θα ζήσετε μέχρι να φύγουν όλοι και μέχρι να έρθουν όλοι». Σελ.385

Καντέρ Αμπντολάχ

Το Σπίτι Του Τεμένους

Μυθιστόρημα

Μετάφραση από τα Ολλανδικά: Γιάννης Ιωαννίδης

Εκδόσεις Καστανιώτη