«Κάποιος Λούκας», Χούλιο Κορτάσαρ – βιβλιοκριτική

Written by

«Κάποιος Λούκας» του Χούλιο Κορτάσαρ(Julio Florencio Cortázar), Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδόσεις OPERA, Αθήνα 2018.

Σπιρτόζικο, ζωηρό ύφος, γρήγορος ρυθμός αφήγησης, σκέψεις με παράξενους συνδυασμούς, πολλαπλή εστίαση, μεγάλες φράσεις. Γραμμένο σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο,  με  ιδιότυπο ανατρεπτικό  χιούμορ και εναλλαγές  ποιητικών αναλαμπών, αναφέρεται  στη μεγάλη λογοτεχνική παράδοση με χειρονομίες μεγάλων διασκελισμών.

Η δομή  του βιβλίου με αρίθμηση Ένα, Δύο, Τρία, περιλαμβάνει  σύντομα κεφάλαια και  μικρές ιστορίες από διάφορες οπτικές αναφοράς στον Λούκας. Στο τέλος παρατίθενται οι σημειώσεις του μεταφραστή. Αυτές περιλαμβάνουν το «Εγκυκλοπαιδικό λεξικό ελληνικών και εξελληνισμένων- μη εξελληνισμένων  ονομάτων, όρων, τοπωνυμίων, τίτλων έργων»,  την «Απόδοση λέξεων, φράσεων και στίχων που στο πρωτότυπο και στο μετάφρασμα παρατίθενται στη γλώσσα τους» καθώς και «Γλωσσάριο».

Ο Αργεντίνος συγγραφέας Julio Florencio Cortázar, στην πληθωρική καταγραφή του αντίχτυπου, της επιρροής  και της απήχησης των έργων τέχνης και της σκέψης των δημιουργών τους, εξετάζει στο πρίσμα της λογοτεχνίας,  μια εκδοχή αναγνώσεων της πραγματικότητας με στοιχεία αυτοβιογραφικά  και  ανορθόδοξη, σαρκαστική και λαϊκότροπη έκφραση.

Το βιβλίο, Κάποιος Λούκας, με το υπαινικτικό του υπόβαθρο ακουμπά πολυπρισματικά και με ανορθόλογο τρόπο στην πραγματικότητα, στη  φανταστική και ρεαλιστική  ανασύνθεση των  εικόνων της, ανακινώντας σκέψεις και συναισθήματα στις τροχιές  της καλλιτεχνικής δημιουργίας και στο πνεύμα της τέχνης. 

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

«Το θέμα δεν είναι να γράφεις για τους άλλους αλλά για τον εαυτό σου, όμως ο εαυτός σου πρέπει να είναι και οι άλλοι· τόσο elementary,  my dear Watson, ώστε να κινδυνεύεις να οδηγηθείς στη δυσπιστία, ν’ αναρωτιέσαι μήπως υπάρχει κάποια υποσυνείδητη δημαγωγία σ’ αυτή τη συνεργία μεταξύ αποστολέα, μηνύματος και παραλήπτη», σελ. 24 (ο Λούκας και οι επικοινωνίες του).

«ΜΕΤΑ ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΜΑΣ, αρχίζουμε να πεθαίνουμε λίγο λίγο σε άλλους θανάτους. Οι  σπουδαίοι μάγοι, οι σαμάνοι της νιότης μας, φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον. Σε πολλές περιπτώσεις, δεν τους σκεφτόμασταν καν, είχαν μείνει πίσω στην Ιστορία· other voices, other rooms * μας καλούσαν. Κατά κάποιο τρόπο ήταν πάντα εκεί, αλλά κάπως σαν τους πίνακες ζωγραφικής που δεν τους κοιτάζεις όπως στις αρχές, σαν τα ποιήματα που απλώς αρωματίζουν ανάλαφρα τη μνήμη.»,  σελ.93 (Πλάκα πλάκα, πάνε κι άλλοι έξι).

«Μια μάχη, λοιπόν, το συνηθισμένο μακελειό που κατακλύζει αισθήσεις και χρονικά του μέλλοντος. Πόσοι αντίκρυσαν τον ήρωα στην πιο  υψηλή στιγμή του, κυκλωμένο από πορφυρούς εχθρούς; Μηχανή ανεπίληπτη του αοιδού ή του βάρδου: αργά αργά, διαλέγεις και αφηγείσαι. Το ίδιο κι αυτός που ακούει ή αυτός που διαβάζει: μοναδικός σκοπός του, ο υποπολλαπλασιασμός του ιλίγγου», σελ. 103 (Η κατεύθυνση του βλέμματος).

«Την ώρα του θανάτου του, αν διαθέτει χρόνο και διαύγεια, ο Λούκας θα ζητήσει ν’ ακούσει δύο πράγματα: το τελευταίο κουιντέτο του Μότσαρτ και κάποιο σόλο πιάνο πάνω στο θέμα του “ I Ain’t Got Nobody”. Αν αισθανθεί ότι δεν του φτάνει ο χρόνος, θα ζητήσει μόνο το δίσκο με το πιάνο. Μακρύς  είναι ο κατάλογος, αλλά εκείνος έχει ήδη διαλέξει.  Απ’ τα βάθη του χρόνου, θα τον συνοδέψει ο Ερλ  Χάινς», σελ. 147 (Ο Λούκας και οι πιανίστες του).

«ΚΙ ΑΦΟΥ ΚΑΝΟΥΝ ΟΛΑ όσα κάνουν,  σηκώνονται, πλένονται, πουδράρονται, παρφουμάρονται, χτενίζονται, ντύνονται, κι έτσι, σιγά σιγά, ξαναγίνονται αυτό που δεν είναι», σελ. 85 (Έρωτας 77).

«…χαρτιά όπου ήταν ζωγραφισμένες αποβάσεις σε χώρες

 εκτός τόπου  και χρόνου, σαν μια παρέλαση

κινέζικης στρατιωτικής φιλαρμονικής

ανάμεσα στην αιωνιότητα και το χάος.

Χοσέ Λεσάμα  Λίμα, Παράδεισος, σελ. 47 (Δύο)