Καζούο Ισιγκούρο: Πέντε ιστορίες της μουσικής και της νύχτας *κριτική

Written by

Νυχτερινά,  διηγήματα με φόντο μουσικές και μουσικούς. Από την πλατεία Σαν Μάρκο της Βενετίας, την Αγγλική εξοχή, την πόλη του Λονδίνου, το Χόλιγουντ, στην αρχική πλατεία της Βενετίας. Ένας κύκλος προσώπων και μουσικής που φωτίζει για λίγο με κάποιο χιούμορ η φαντασία της επινοημένης γραφής και καταπίνει η νύχτα. Πέντε διηγήματα με ήρωες μουσικούς, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, με μια λιτότητα έκφρασης, σε τόνο ήσυχο και εξομολογητικό, με κάποια θεατρικότητα , με τη μελαγχολική κομψότητα μουσικών υποδείξεων του συγγραφέα, σε υπογράμμιση της συνέχειας της ζωής όταν ο χρόνος, ο έρωτας, η ελπίδα, συρρικνώνονται στον αλλοτινό εαυτό των άσημων προσώπων.

Μουσική σε όλα τα διηγήματα, λεπταίσθητες μελαγχολικές παρατηρήσεις, μια ανάλαφρη αύρα μη παρέμβασης, αγώνας επανάκτησης της μαγείας στο νήμα της ζωής που κυλάει  στον  χρόνο με απώλειες όπως ο έρωτας, η δόξα και η φήμη, σ’ ένα εκλεπτυσμένο μουσικό τοπίο ποικίλων μουσικών αναφορών.

Στο πρώτο διήγημα- Ο τροβαδούρος της αγάπης, ο Γιάνεκ,Πολωνός κιθαρίστας, παίζει μουσική στις ορχήστρες των υπαίθριων καφέ της πιάτσας Σαν Μάρκο, όταν παρατηρεί μέσα στο πλήθος τον Τόνι Γκάρντνερ, αγαπημένο τραγουδιστή της μητέρας του. Αυτή η εικόνα του ειδώλου μιας εποχής, θα ανασύρει στην επιφάνεια  προσωπικές αναμνήσεις της νεότητας του ήρωα. Όταν πλησιάζει ευγενικά  το ίνδαλμα της μητέρας του, γνωρίζει και  τη γυναίκα του Λίντι. Από τη σύντομη συνομιλία τους, προκύπτει το αίτημα της συνοδείας σε μια καντάδα του τραγουδιστή προς τη γυναίκα του , μέσα από μία γόνδολα και κάτω από το παράθυρό της. Στο ρομαντικό αυτό αίτημα ο κιθαρίστας θα απαντήσει καταφατικά μέχρι που ο  Αμερικανός τραγουδιστής του αποκαλύπτει τον πραγματικό λόγο αυτής της νυχτερινής εξόρμησης. Το ζευγάρι πρόκειται να χωρίσει μετά τις διακοπές στη Βενετία για λόγους επαγγελματικούς. Η καλλιτεχνική επιστροφή απαιτεί θυσίες και αλλαγές ακόμη και των προσώπων που αγαπάει κανείς και αυτούς τους κανόνες τους αποδέχονται τα δύο πρόσωπα, προς μεγάλη έκπληξη του νεαρού μουσικού.

«Ξεκινήσαμε εκείνο το τραγούδι, που μιλούσε για το ταξίδι και τον αποχαιρετισμό. Ένας Αμερικανός εγκαταλείπει τη γυναίκα του. Τη σκέφτεται συνέχεια καθώς διασχίζει μία προς μία, στίχο το στίχο, τις πολιτείες του Φοίνιξ, του Αλμπουκέρκι, της Οκλαχόμα, διανύοντας ένα μακρύ δρόμο που η μητέρα μου δεν έμελλε ποτέ να ταξιδέψει. Μακάρι να μπορούσαμε να αφήνουμε έτσι πίσω μας τα πράγματα- υποθέτω ότι αυτή θα ήταν η σκέψη της μητέρας μου. Μακάρι να ήταν έτσι το ταξίδι της θλίψης».

«Η καλλιτεχνική επιστροφή , όμως δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πρέπει να είναι κανείς προετοιμασμένος για πολλές αλλαγές, μερικές εκ των οποίων είναι ιδιαίτερα σκληρές.Αλλάζεις τα πάντα γύρω από σένα- αλλάζεις ακόμη και πράγματα που αγαπάς».

«Τότε ξανάρθε στη μνήμη μου εκείνη η βραδιά και η θύμησή της με πλημμύρισε με μια αδιόρατη θλίψη».

 

Στο  δεύτερο διήγημα με τον τίτλο –Με ήλιο ή με βροχή, ο ήρωας αναλαμβάνει με έναν κωμικοτραγικό τρόπο να σώσει το γάμο δύο φίλων του από το πανεπιστήμιο,  της Έμιλι και του Τσάρλι. Ο ήρωας του διηγήματος  καθηγητής Αγγλικών,  ζει στην Ισπανία και οι παλιοί του φίλοι στο Λονδίνο. Τους επισκέπτεται σε μία ανάπαυλα της ζωής του. Με την Έμιλι τον συνδέουν κοινές μουσικές επιλογές, στις αναμνήσεις του παρελθόντος,  όταν άκουγαν μαζί μουσικές στο πικάπ της, την εποχή που εκείνη ήταν οικότροφος στο κολλέγιο.Στο αίτημα του Τσάρλι, ενώ αυτός θα απουσιάζει, να του κάνει τη χάρη να μεσολαβήσει,  ως παράδειγμα προς αποφυγήν και ως μέτρο σύγκρισης, προκειμένου να σωθεί ο γάμος τους, ο Ρέιμοντ μπλέκεται σε μια ιστορία που θα καταλήξει σε έναν  χορό κάτω από τα αστέρια με την Έμιλι και το αναστατωμένο διαμέρισμα στο βάθος, σε διφορούμενη εξέλιξη.

«Μας άρεσε πολύ να παίζουμε διαφορετικές εκδοχές του ίδιου κομματιού κι ύστερα να συζητάμε για τους στίχους και τις διαφορετικές ερμηνείες.Έπρεπε πράγματι να αποδοθεί με τόσο σαρκασμό ο τάδε στίχος; Ήταν σωστότερο να τραγουδιέται το GeorgiaOnMyMind σαν να ήταν η Τζόρτζια κάποια κοπέλα ή η πολιτεία της Αμερικής; Νιώθαμε ιδιαίτερη ευχαρίστηση όταν ανακαλύπταμε μια ηχογράφηση –όπως, για παράδειγμα, αυτή του Ρέι Τσαρλς να τραγουδάει το ComeRainorComeShine- στην οποία, ενώ τα ίδια τα λόγια ήταν χαρούμενα, ο τρόπος που το τραγουδούσε ο ερμηνευτής σου σπάραζε την καρδιά».

«Ακουμπήσαμε τα ποτήρια μας πάνω στο πέτρινο τραπέζι κι αρχίσαμε να χορεύουμε. Δεν χορεύαμε ιδιαίτερα καλά-συγκρούονταν κάθε τόσο τα γόνατά μας-αλλά έσφιγγα την Έμιλι πάνω μου και όλες μου οι αισθήσεις κατέγραφαν την υφή των ρούχων της, τα μαλλιά, την επιδερμίδα της. Κρατώντας την έτσι στην αγκαλιά μου διαπίστωσα για άλλη μια φορά πόσο είχε παχύνει».

 

Το τρίτο διήγημα- Μάλβερν Χιλς,  αναφέρεται  στη συνάντηση ενός άσημου μουσικού που παίζει κιθάρα και ονειρεύεται να δημιουργήσει ένα δικό του συγκρότημα, με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι Ελβετών μουσικών που παίζουν διασκευές τραγουδιών  στη χώρα τους και σε άλλες πόλεις. Η συνάντησή τους στην Αγγλική εξοχή, όπου ο Τάιλο και η Σόνια κάνουν διακοπές και  όπου ο ήρωας περνάει ένα διάστημα της ζωής του,στο σπίτι και  στην καφετέρια της αδελφής του που διευθύνει με τον άντρα της, θα αναδείξει τις άμεσες και έμμεσες  μεταπτώσεις των ανθρώπων  και τις βασανιστικές αναμνήσεις του ήρωα ο οποίος θέλει να εκδικηθεί μια πτυχή του παρελθόντος του,  που πια δεν έχει τη σημασία που νόμιζε,  κάτι που συνειδητοποιεί ενώ συνθέτει ένα τραγούδι.

«Εσείς,  λοιπόν, τι είδους μουσική παίζετε;

…Αντλούμε την έμπνευσή μας από κορυφαίους συνθέτες που επέλεξαν παρόμοια μονοπάτια. Όπως τον Γιάνατσεκ, παραδείγματος χάρη – ή τον δικό σας τον Βον Γουίλιαμς…στην αληθινή ζωή είμαστε τις περισσότερες φορές υποχρεωμένοι να παίζουμε ό,τι θέλει το κοινό».

«Αν έπαυα να πιστεύω στη μουσική μου, θα σταματούσα αμέσως να παίζω, είπα, για να προσθέσω ευθύς: Θα ήθελα πολύ να ασχοληθώ επαγγελματικά. Πρέπει να είναι ωραία η ζωή του καλλιτέχνη».

«Δούλεψα μερικά λεπτά το τραγούδι μου, αλλά δεν ήμουν συγκεντρωμένος, κυρίως επειδή φανταζόμουν τη μούρη της Κάργιας Φρέιζερ την ώρα που η Σόνια θα της υπέβαλλε τα παράπονά της εκείνο το πρωί. Μετά αγνάντεψα τα σύννεφα, την απέραντη γη κάτω απ’ τα πόδια μου και πίεσα τον εαυτό μου να επιστρέψει στο τραγούδι και σ’ εκείνη τη γέφυρα που δεν μου έβγαινε».

Στο τέταρτο διήγημα με τον τίτλο-Νυχτερινό, ένας άσημος μουσικός της τζαζ, σαξοφωνίστας, πείθεται από τον ατζέντη του να κάνει πλαστική προσώπου τα έξοδα της οποίας αναλαμβάνει ο φίλος της γυναίκας του ως  αντισταθμιστική προσφορά στην εγκατάλειψή του. Αναρρώνει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο, όπου επίσης βρίσκεται η Λίντι Γκάρντνερ τηλεπερσόνα για την οποία ο Στηβ δεν έχει και τις καλλίτερες εντυπώσεις. Τα δύο αυτά πρόσωπα ωστόσο θα κάνουν παρέα παίζοντας σκάκι, ακούγοντας μουσική, κάνοντας βόλτες, μέχρι τον αποχαιρετισμό τους με ένα φιλί στα μπανταρισμένα τους μάγουλα σε αναμονή αποκάλυψης του καινούργιου τους προσώπου.

«Την  προηγούμενη βδομάδα ήμουν ένας μουσικός της τζαζ.Τώρα δεν ήμουν παρά ένας αξιοθρήνητος Κανένας που είχε υποβληθεί σε πλαστική  με την ελπίδα να αποκτήσει, μαζί με τις Λίντι Γκάρντνερ αυτού του κόσμου, μια διασημότητα χωρίς αντίκρισμα».

«Κι έπειτα τι; Ίσως να έχει δίκιο η Λίντι. Ίσως, όπως είπε, να πρέπει να κοιτάξω μακριά, ίσως η ζωή είναι, πράγματι, πολλά άλλα πράγματα εκτός από το να αγαπάς κάποιον. Ίσως αυτή να είναι μια στιγμή-σταθμός για μένα και να με περιμένει στη γωνία η διασημότητα. Ίσως η Λίντι να έχει δίκιο».

Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής- Βιολοντσελίστες, ο σαξοφωνίστας-αφηγητής, μιλάει για τον Τίμπορ έναν βιολοντσελίστα που βλέπει να κάθεται στην πλατεία την ώρα που αυτός και το συγκρότημά του παίζουν για τους τουρίστες της Βενετίας. Η αφήγηση γυρίζει επτά χρόνια πίσω, στη γνωριμία με τον Ούγγρο μουσικό Τίμπορ και στην ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσει με μία Αμερικανίδα που προσπαθεί να του διδάξει άλλον τρόπο προσέγγισης της μουσικής και του οργάνου, μέχρι που οι δρόμοι τους χωρίζουν,  εκείνος φεύγει για το Άμστερνταμ και η παρέα των μουσικών χάνει τα ίχνη του. Όταν ο αφηγητής -μουσικός αποφασίζει να του μιλήσει και μέχρι να τελειώσει το νούμερο της μπάντας, διαπιστώνει ότι  εκείνος έχει ήδη φύγειαπό την πλατεία.

«Κι ο τρόπος που κούνησε το δάχτυλό του καλώντας το σερβιτόρο είχε κάτι-μπορεί και να το φαντάστηκα- κάτι από την ανυπομονησία, την αδιαφορία που συνοδεύει ένα συγκεκριμένο είδος πικρίας. Μπορεί, όμως, και να είναι άδικη αυτή μου η κρίση. Εξάλλου, στιγμιαία τον είδα μόνο. Παρ’ όλα αυτά μου φάνηκε ότι είχε χάσει εκείνη τη νεανική του προθυμία να είναι ευχάριστος κι εκείνους τους ευγενικούς τρόπους που είχε τότε. Ίσως και καλύτερα, στον κόσμο που ζούμε».

«Κάτι τέτοια περιστατικά, λοιπόν, σε αναγκάζουν να θυμηθείς πόσο γρήγορα αλλάζουν τα πράγματα. Πώς οι σημερινοί καρδιακοί φίλοι μετατρέπονται αύριο σε αγνοούμενους ξένους, διασκορπισμένους σε όλη την Ευρώπη, όπου παίζουν το Νονό ή το Autumn Leavesσε πλατείες και καφετερίες που εσύ δεν θα γνωρίσεις ποτέ».

Καζούο Ισιγκούρο

Νυχτερινά

Πέντε ιστορίες της μουσικής και της νύχτας

Εκδόσεις Καστανιώτη

Μετάφραση από τα Αγγλικά : Τόνια Κοβαλένκο