Κνουτ Χάμσουν «Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να περιγράψω την περίεργη ζωή του νου..» Η πείνα *κριτική

Written by

Ειρωνικό, βιωματικό, με ένα λοξό βλέμμα στις συνθήκες της ζωής ενός φτωχού, ανώνυμου  νέου στη Χριστιανία (Όσλο) του 19ου αιώνα και  της προσπάθειας ικανοποίησης της  ζωτικής ανάγκης της πείνας δια της γραφής, σε αντίξοο περιβάλλον. Με μια νότα αισιόδοξης τροπής όταν όλα φτάνουν στο όριο και η ελπίδα υπόσχεται πάλι επιστροφή στη ζωή και μέλλον-έστω και αν δεν μπορεί να προβλεφθεί η διάρκειά του-ο συγγραφέας Κνουτ Χάμσουν αφηγείται, σε τέσσερα κεφάλαια, τον αγώνα κατανίκησης της φθαρτότητας και του θανάτου μέσα από τις απόπειρες επιβίωσης ενός συγγραφέα. Γράφει άρθρα για να ζήσει, περιφερόμενος σε διάφορα σημεία της πόλης και σε φτωχικά δωμάτια στα οποία επιστρέφει πεινασμένος, κατάκοπος, απελπισμένος, με τη δυνατή και πεισματική επιθυμία να τα καταφέρει. Με όπλο τη φαντασία και την αθωότητα του αυτοσαρκασμού .

«Το βιβλίο μου είναι μια προσπάθεια να περιγράψω την περίεργη ζωή του νου, τα μυστήρια της ψυχής σε ένα κορμί που πεινάει».

Επίκαιρο με μία αλληγορική έννοια, προφητικό και μοντέρνο για την εποχή του, το βιβλίο αυτό περιγράφει με άμεσο και ρεαλιστικό τρόπο μια κατάσταση που αγγίζει τα όρια του παραλόγου –κυρίως ως προς τις αντιδράσεις του ήρωα απέναντι στα χρήματα, στις έννοιες ηθική και τιμιότητα- και παράλληλα ισορροπεί στην κόψη ενός ανυπότακτου χιούμορ.

Κοφτή γραφή αφήγησης με γρήγορη ροή, ζωηρή φαντασία, με ωραίες αναλογίες, με μια έξυπνη συνδυαστική και κριτική αναφορά σε συγγραφείς και βιβλία, αποκαλύπτει έναν ευφυή και δυνατό συγγραφέα. Ο ανώνυμος ήρωάς του και τα πρόσωπα που τον περιβάλλουν ( με ονόματα παραθέσεων, επιθετικών προσδιορισμών «αφεντικό», «παρθένος», «ψαλίδης»  και μιας ρομαντικής, ασαφούς ονοματοθεσίας «Υλαγιάλη»), κινούνται στο θόρυβο των δρόμων και των μνημείων μιας πόλης, συναντιούνται και συνεχίζουν τη ζωή τους μ’ έναν τρόπο θεατρικό, σχεδόν χωρίς νόημα.

Λεπτομερής  καταγραφή και λογοτεχνική εκφραστική δεινότητα, ύφος στυλιζαρισμένο και ανεπιτήδευτο, επινοήσεις, κωμική τραγικότητα, θεατρικότητα, ειρωνεία, αποκαλύπτουν έναν συγγραφέα πιο μπροστά από την εποχή του.

«…αποφάσισα να γράψω μια πραγματτεία με τρία μέρη για τη φιλοσοφική γνώση. Φυσικά, θα είχα την ευκαιρία να καταφέρω ένα συντριπτικό χτύπημα σε κάποιες από τις σοφιστείες αυτού του Καντ…».

«Όνομα; Ρώτησε ο αξιωματικός υπηρεσίας.

Τάνγκεν. Αντρέας Τάνγκεν.

Επάγγελμα;

Τώρα με είχε στριμώξει. Χμ! Στην αρχή σκέφτηκα να πω γανωτής, αλλά δεν τόλμησα. Είχα δώσει στον εαυτό μου ένα όνομα που δεν ήταν όνομα γανωτή και επιπλέον φορούσα γυαλιά. Αποφάσισα να το παίξω παράτολμος. Έκανα ένα βήμα μπροστά και δήλωσα με σοβαρό και επίσημο ύφος : Δημοσιογράφος».

«Σκέφτηκα πως ό,τι είχα γράψει ήταν για πέταμα, μάλιστα πως όλη η ιδέα ήταν μια ανοησία. Κανείς δεν μιλούσε για συνείδηση τον Μεσαίωνα, η συνείδηση ανακαλύφθηκε από εκείνο το χοροδιδάσκαλο, τον Σαίξπηρ, και συνεπώς όλη η αγόρευσή μου ήταν λάθος».

«Βρίσκομαι λοιπόν τώρα σε ένα πολύ σημαντικό σημείο της αλληγορίας, εκείνο της πυρκαγιάς σε ένα βιβλιοπωλείο…Ήθελα ακριβώς να εκφράσω με βαθυστόχαστο τρόπο την ιδέα πως δεν ήταν βιβλία αυτά που καίγονταν αλλά ήταν μυαλά, ανθρώπινα μυαλά, και ήθελα να περιγράψω μια πραγματική Νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου με αυτό το κάψιμο των μυαλών».

Ο συγγραφέας με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, με πλάγιους διαλόγους, με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και ποικιλόμορφο στυλ (παραμύθι, προσευχή, δικαστική γλώσσα κά.) εστιάζει σε έναν ήρωα που τον σφυροκοπούν ιδέες εσωτερικές και τον πολιορκεί η πείνα. Οι αντιδράσεις των άλλων, άλλοτε εχθρικές κι άλλες φορές ανθρώπινες και φιλικές, οδηγούν σε ανεπαίσθητες εξελίξεις την ασήμαντη ιστορία του ανωνύμου προσώπου, που στο τέλος κάθε κεφαλαίου, ανακαλύπτει με έκπληξη ότι μπορεί να τα καταφέρει για λίγο ακόμη μέχρι που αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του σαλπάροντας με το καράβι «Κοπέγκορο» κι αφήνει πίσω του την πόλη της Χριστιανίας. Αποχαιρετώντας συμβολικά έναν αιώνα, συνδέοντάς τον- με τα νήματα της γραφής- με τους συγγραφείς  του 20ου αιώνα.

«Ένιωθα κι εγώ σαν ζωύφιο σε επιθανάτια αγωνία, μέσα στην καταστροφή αυτού του κόσμου που όδευε προς τον βαθύ ύπνο».

«Το γέλιο μου ήταν σιωπηλό και υστερικό, ένα  βαθύ γέλιο σαν λυγμός…».

«Συνείδηση, είπες;όχι βλακείες τώρα.είσαι πολύ φτωχός για να έχεις συνείδηση».

«Τα ζώα αντιλαμβάνονται πως στέκονται και τα κοιτάζουν. Νιώθουν αυτές τις εκατοντάδες περίεργα βλέμματα πάνω τους και επηρεάζονται».

«Ξαφνικά μου λέει η υπηρέτρια: Μου φάνηκε πως σας είδα πριν από λίγο καιρό να βγαίνετε από το παλάτι. Σας είχαν τραπέζι; Και λιγώθηκε στα γέλια με το αστείο της».

«Κάθομαι εκεί και κοιτάζω το Κοπέγκορο, το μπάρκο με τη ρωσική σημαία…Όταν ανοιχτήκαμε στο φιορδ, ίσιωσα το κορμί μου, μουσκεμένος από τον πυρετό και την εξάντληση, κοίταξα προς τη στεριά και αποχαιρέτησα την πόλη, τη Χριστιανία, όπου τα παράθυρα έφεγγαν ολόφωτα σε κάθε σπίτι».

«Ήταν τότε που βολόδερνα πεινασμένος στη Χριστιανία, αυτή τη θαυμαστή πόλη που δεν εγκαταλείπεις χωρίς να έχει αφήσει τα σημάδια της πάνω σου».

Κνουτ Χάμσουν (1859-1952). Νορβηγός συγγραφέας. Τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1920.

ΚΝΟΥΤ ΧΑΜΣΟΥΝ Η ΠΕΙΝΑ

Εισαγωγή: PaulAuster

Μετάφραση- Επίμετρο :Δ. Παπαγρηγοράκης

Μεταίχμιο

γράφει η Άγγελα Μάντζιου