Λεωφορείο ο πόθος (Σινεμά και Ψυχανάλυση)

Written by

Η λέξη πόθος έρχεται να μεταφράσει την λέξη desire στον αρχικό τίτλο της ταινίας.

Θα μπορούσε να τεθεί ένας προβληματισμός σε σχέση με την μετάφραση. Γιατί πόθος και όχι επιθυμία; Δεδομένου ότι πάντα στην μετάφραση υπάρχει κάτι το μη μεταφράσιμο, ένα βήμα, μια επιλογή  που κάνει ο μεταφραστής. Την απάντηση μας την δίνει η ίδια η ταινία και τον δικαιώνει. Πράγματι πρόκειται για τον πόθο και όχι για την επιθυμία όπως αυτή ορίζεται ως η αναπόφευκτη συνέπεια του ότι το ανθρώπινο όν μιλάει, και αναγκαστικά οι ανάγκες του θα πρέπει να περάσουν μέσα από τον μετασχηματιστή της γλώσσας, για να αλλάξει η φύση τους άπαξ δια παντός.

Η ταινία επιλέγει να φωτίσει την άλλη πλευρά της επιθυμίας , την σκοτεινή, τον πόθο ,πιο κοντά στο σώμα,  πιο κοντά στο αντικείμενο που την στηρίζει, που την μπλοκάρει αλλά και την αγκυροβολεί, η στην οδυνηρή συνέπεια του μη σχηματισμού της επιθυμίας όπου το πάθος είναι έρεβος γεμάτο σκιές ανείπωτες και θορύβους από το πουθενά.

Δεν εστιάζεται τόσο στην ιστορία των ηρώων , στα λόγια, τις στιγμές που από τους γονείς  τους σημάδεψαν, σε αυτό που τους εμπνέει.

Ξέρουμε μόνο ότι  η μια πρωταγωνίστρια, η Στέλλα, φεύγει από το σπίτι της και από ένα άρρωστο περιβάλλον όπως φαίνεται, όπου τα μέλη είναι ανίκανα να δημιουργήσουν,  να παράγουν και το μόνο που κάνουν είναι να σπαταλούν.

Η Μπλάνς δεν αναφέρεται παρά μόνο στον θάνατο που μένει σε αυτό το σπίτι τελικά, στο Μπέλ Ρεβ. .  Τα μέλη της οικογένειας χαρακτηρίζονται  από την έλλειψη κάθε δημιουργικής πνοής που ακολουθεί κάθε ζώσα επιθυμία, δεν ανταλλάσουν παρά μόνο αλληλοκατηγορίες ο ένας στον άλλο, και κανείς δεν αναλαμβάνει τίποτε τελικά σε μια πορεία αυτοκαταστροφής . Μπορούμε όχι και τόσο αυθαίρετα να συμπεράνουμε ότι κάτι άρρωστο ψυχικά υπάρχει στην οικογένεια αυτή.  Έτσι η μία αδερφή φεύγει  για να επιβιώσει, η άλλη μένει γιατί δεν μπορεί να σταθεί εκτός πλαισίου οικογενείας, δεν μπορεί να μείνει μόνη.

Όσο για τον ήρωα είναι ένας  μετανάστης που δεν έχει καμιά οικογενειακή αναφορά, κανένα στοιχείο της προσωπικής του ιστορίας δεν αναφέρεται, την οποία και αποποιείται καθώς προτιμά να είναι «Αμερικανός». Κανένα ιδιαίτερο στοιχείο της διάπλασης της επιθυμίας  στον κάθε πρωταγωνιστή λοιπόν.

Και ας εξετάσουμε την πορεία του καθένα .

Η άφιξη της Μπλάνς ευθύς εξαρχής εισάγεται με φόντο μια αντίθεση ζωής που σκηνοθετεί και την αφορμή της κατάρρευσής της.

Στον σταθμό μια άφιξη προσώπου, αδιάφορο ποιο αλλά προφανώς διάσημο και αυτό μετράει, αφού το περιμένουν κόσμος πολύς με φώτα και λουλούδια , χαίρει τον σεβασμό και την αναγνώριση, ανήκει στην καλή κοινωνία.

Και στην ακριβώς άλλη όχθη η Μπλάνς άσημη, κανείς δικός της δεν την περιμένει, χαμένη σε καπνούς και αγνώστους, που από την ευγένεια ενός νεαρού άντρα καταφέρνει να προσανατολιστεί και να πάρει τον δρόμο της, όπως άλλωστε ως τώρα στην ζωή της.

Την περιμένει το σοκ της συνοικίας που μένει η αδερφή της. Μια γειτονιά παρακμιακή, μια γειτονιά απόλυτα  λαϊκή χωρίς όμως τίποτε από τα τιμητικά εμβλήματα της φτώχειας να την συνοδεύουν από ότι και στην πορεία θα φανεί. Τίποτε δεν προβάλετε ως αντάξιο να είναι οι κάτοικοι της περήφανοι για αυτό. Αντιθέτως εθισμός, αλκοόλ και χαρτοπαίγνια, βρωμιά και ακαταστασία, πάθη κυρίως αντρών καμία νύξη για ποίηση, τέχνη, κάτι το πνευματικό. Η θέση των γυναικών είναι να είναι  αντικείμενα απόλαυσης, κανένας σεβασμός.

Τα πράγματα διακινούνται σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο κυρίως. Αυτό των σωμάτων, των ενορμήσεων, του καθρέπτη του μικρού άλλου, το σημείο της αρχικής μας αλλοτρίωσης και η έδρα, η μήτρα των παθών μας.

Ο έρωτας, με το όνομα του  πόθου σε αυτό  το εικονοφαντασιακό πλαίσιο είναι που στηρίζεται.  Στον άλλο ως αντικείμενο που επενδύονται ναρκισσιστικά ως μέρος του εαυτού, καλυμμένος με το ένδυμα μιας εικόνας . Και αυτή είναι μια πλευρά του πολύ σημαντική, πολύ δυνατή του έρωτα. Το στήριγμα της απόλαυσής μας. Άλλωστε δεν υπάρχει απόλαυση χωρίς σώμα.

Στηρίζεται αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. Για να μπορέσει ο καθένας να τον ανακαλύψει «σαν πρώτη φορά αυτός να τον ανακάλυψε» χρειάζεται να έχει στην διάθεση του την συνθήκη της επιθυμίας, να έχει δεχτεί τις λέξεις στην θέση των αντικειμένων, να είναι ενταγμένη η απόλαυση του στην αρχή της ηδονής .

Η Στέλλα ,είναι μια γυναίκα που ως την στιγμή που θα εμφανιστεί η αδερφή της είναι τοποθετημένη από την πλευρά της ελλειμματικής γυναίκας που την προστατεύει ο άνδρας, και  που όταν λείπει φοβάται και δεν κοιμάται. Γνωρίζει όμως πολύ καλά τι άνδρα έχει. Γνωρίζει πολύ καλά πως πρόκειται για έναν κάθε άλλο παρά εκλεπτυσμένο πλάσμα. Όμως ο πόθος της για αυτόν, μια καθαρά εικονοφαντασιακή έλξη όπως φαίνεται και από τον τρόπο που τον κοιτάζει , την έκαναν να προσαρμόζεται και να αποδέχεται συνειδητά τους τρόπους του και το ότι είναι παρακατιανός. Αποτελεί το αντικείμενο της απόλαυσης της. Θέλει όμως να χαίρει της εκτίμησης της αδερφής της, της περιγράφει τον τόπο που ζει πιο ωραίο από ότι είναι.

Συγχρόνως είναι που αυτός ο άνδρας της προσφέρει ότι πιο πολύτιμο δεν έχει, την αγάπη του . Γονατίζει μπροστά της και κλαίει, προσφέροντας της ταπεινωμένος  το σημείο της έλλειψης του και του ανθρωπισμού του, αυτός που σε όλα τα άλλα είναι τόσο κτηνώδης. Είναι η βασίλισσα που τον εξουσιάζει.  Και αυτό ως φαίνεται, αυτή η νευρωτική κυριαρχία της υστερικής πάνω στον άλλο, να είναι το αίτιο της επιθυμίας και της αγάπης του, της ζωής του καθώς φτάνει σε σημεία πανικού ο Στάνλευ όταν ανακαλύπτει ότι την χτύπησε και έχει φύγει, η παραδοχή πως χωρίς αυτήν δεν υπάρχει, αυτή η νευρωτική ικανοποίηση  είναι αρκετή για να του συγχωρεί κάθε βιαιότητα.

leoforeio o pothos 2

Δεν πρόκειται λοιπόν για καμιά γνήσια μαζοχιστική συμπεριφορά. Είναι η ταύτιση της υστερικής με την έλλειψη και με τα συνώνυμα της π.χ. κατώτερη, χαζή, ανίκανη, που ενσαρκώνει η υστερική κατοικώντας την έλλειψη του έχειν που χαρακτηρίζει ανατομικά το γυναικείο φύλλο αλλά και πιο ουσιαστικά, εκεί που παίζεται το παιχνίδι, την έλλειψη στην οποία είναι εγγεγραμμένη από την πλευρά του φαλλού.

Στις δυο αυτές γυναίκες λοιπόν βλέπουμε δύο διαφορετικά καθεστώτα της επιθυμίας και τις ανατρεπτικές συνέπειες που είχε αυτό στην ζωή τους.

Σε σχέση με την διάπλαση της επιθυμίας, το υποκείμενο  με το όνομα Μπλάνς όπως είναι φανερό σταμάτησε στην δημιουργία ενός κατοπτρικού  εγώ, εικόνα του ομοίου με την υποστήριξη ενός ιδανικού του εγώ,  μιας εικόνας  που αποτέλεσε το τελευταίο οχυρό του εγώ, πριν την κατάρρευση του κόσμου της.  Ο λόγος δεν λειτούργησε ομαλά για να διαγράψει το αντικείμενο από την απόλυτη παρουσία,  να το παράγει ως κενή θέση, λειτουργία, και να δοθεί δίοδος προς την επιθυμία.  Το αντικείμενο του πόθου αποκομμένο από την ίδια δεν παράχθηκε, η επιθυμία δεν υποστηρίζει την ζωή της.

Μέλος μιας οικογένειας καθώς πρέπει με Γαλλική ευγενή καταγωγή,  με περιουσία  και καλή ανατροφή, με τρόπους, savoir vivre και μόρφωση, έχει το ιδανικό της γυναίκας της καλής οικογένειας  με όμορφο παρουσιαστικό, νεαρή , ελκυστική και εύθραυστη που την στηρίζει. Η εικόνα της πρέπει να είναι αυτή , είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Κρύβεται πίσω από σκιές , κρέμεται από τα καλά λόγια των άλλων για την εμφάνισή της,  προσπαθεί εναγώνια να μην αλλάξει τίποτε πάνω της. Αλλά εις μάτην προσπαθεί απεγνωσμένα να πιστέψει σε μια αλήθεια, δηλ  τον πλούτο της τον πνευματικό και του χαρακτήρα της, ούτε τον εαυτό της πείθει. Η εικόνα της και το πόσο κοντά είναι σε αυτό το ιδανικό είναι που την καθορίζει.

Η έκλυση της ψύχωσης είναι από τα 16 της όπως και λέει. Η αγάπη που την βρίσκει είναι παράφορη, ολοκληρωτική, καταστροφική. Και βέβαια πρόκειται για ένα αγόρι που είναι άρρωστο, θα τολμούσαμε να υποθέσουμε από μελαγχολία, κλαίει συνεχώς, δεν μπορεί να εργαστεί, και τελικά αυτοκτονεί όταν τα λόγια της τον σκοτώνουν όπως σωστά λέει  κατανοώντας το άρρωστο του πράγματος, αφού τον ανάγουν σε αντικείμενο περιφρόνησης , σε καθαρό αντικείμενο, σκουπίδι.

Από τότε ο κόσμος καταρρέει, το φως σβήνει. Η μουσική και αμέσως μετά ο πυροβολισμός, τα γεγονότα του θανάτου του νεαρού, παίρνουν το καθεστώς ακουστικών ψευδαισθήσεων, στοιχειώνουν την πραγματικότητά της, καθώς δεν γίνεται να μεταβολιστούν στο συμβολικό, να πενθήσει και να προχωρήσει στη ζωή.

Έχει χάσει alter ego της εκεί που στηριζόταν ως γυναίκα, δηλ εκεί που δεν χρειαζόταν να θέσει το ερώτημα της γυναίκας. Συγχρόνως στην αγάπη του νεαρού έβρισκε καταφύγιο από την σκληρότητα του Άλλου που τόσο την καταδίωκε και την σκλήρυνε όπως λέει η αδερφή της. Ήταν αυτός που μπορούσε στην απόλυτη αγάπη του να ανασαίνει ελεύθερα, και χάθηκε με τόσο ακραίο τόπο.

Ο μόνος τρόπος παρηγοριάς είναι οι συναντήσεις με αγνώστους, η επανάληψη ουσιαστικά του ζεύγους άνδρας γυναίκας όπως έγινε αρχικά, η αρχική σκηνή, η στήριξή της ως γυναίκα στην συνάντηση της με έναν άλλο που, ωραία καθώς είναι, την αναζητά, αλλά το μαρτύριό της είναι πως αδυνατεί να παίξει το παιχνίδι της επιθυμίας.  Η αγάπη ως το ενδιαίτημα της καλής προαίρεσης από τον άλλο δεν έρχεται ξανά. Μόνο απεγνωσμένες συναντήσεις που απελπισμένα επιδιώκει σε ένα χορό με τον θάνατο, καθώς από αυτές προσπαθεί να κρατηθεί στην ζωή. Στα μάτια του άλλου που την επιθυμεί έστω για λίγο υπάρχει ως αντικείμενο που αξίζει, που το θέλει ο άλλος αλλά καταλήγει έτσι  πλήρως αφημένη στις ορέξεις αντρών, χωρίς τα κριτήρια τις προϋποθέσεις που απαιτεί η επιθυμία για να λειτουργήσει όταν υπάρχει. Γίνεται πια η τρελή της πόλης, η επικίνδυνη και ηθικά ακατάλληλη εκπαιδευτικός που αδυνατεί να αντισταθεί στην εικόνα ενός νεαρού άντρα που την κυριεύει, αιχμαλωτίζει αυτή η εικόνα όλη της την ύπαρξη, την οδηγεί σε επιλήψιμες πράξεις. Αλλά και που είναι αυτή που της δίνει ζωή, ξυπνά τον πόθο.

Οι νεαροί την εγκαταλείπουν. Είναι η γυναίκα αράχνη που αναζητώντας να στηριχτεί στο βλέμμα ενός άντρα πιάνεται  η ίδια στον ιστό της. Γνωρίζει πολλά για το παιχνίδι μεταξύ άνδρα και γυναίκα, αλλά η γνώση δεν βοηθά, είναι αβοήθητη τελείως εκεί που για κανέναν δεν υπάρχει μια γενική γνώση να στηριχτεί, και που το προσποιητό του Φαλλού μας καθοδηγεί στην νεύρωση . Η καλή της ανατροφή της έχει μάθει πως συμπεριφέρεται ένας κύριος και πως μια κυρία, πως φλερτάρουν, τι ατάκες λέει η μια και τι η άλλη μαριονέτα. Γνωρίζει αλλά τίποτε δεν την συνεπαίρνει. Το θέλεις τον Μιτς, ρωτάει η Στέλλα, αλλά αυτό που θέλει είναι να ανασάνει ελεύθερα μακριά από την καταδίωξη του Στάνλευ, κοντά στην ευγένεια και την καλοσύνη, τις καλές κουβέντες του Μιτς.   Είναι και αυτός λαϊκός αλλά όχι αναίσθητος. Νοιάζεται για τον άλλο, η θλίψη και η επικείμενη μοναξιά τον κάνουν να αναζητά την ευγένεια και την ευαισθησία. Ο Μιτς είναι η τελευταία της ελπίδα για διέξοδο από τον θάνατο.

Αρνείται σε όλη την συμβίωση της με το παντρεμένο ζευγάρι την πραγματική της κατάσταση. Κάνει σαν να είναι σε αυτή την θέση της κυρίας του καλού κόσμου. Η άρνηση της πραγματικότητας, αυτό που τόσο εξοργίζει τον Στάνλευ, είναι μια άμυνα του εγώ που αποδεικνύει πως η πραγματικότητά μας κάθε άλλο παρά αντικειμενική είναι εξ ορισμού , και ότι η λειτουργία του εγώ δεν είναι τόσο κοντά στην παραδοχή μιας αντικειμενικότητας του κόσμου.

Είναι ανίκανη ακόμα να καταλάβει την απόλαυση την σεξουαλική όταν αντιβαίνει τόσο στις νόρμες που έχει. Δεν χωράει στο μυαλό της πως μπορεί η αδερφή της να απολαμβάνει τον έρωτα με τον άντρα της όταν ο άντρας της την χτυπάει, πως μπορεί να μην φοβάται, να τρέμει απέναντι στον άλλο που είναι βίαιος, σημάδι της κακής του βούλησης.

Η αποκάλυψη της ιστορίας της από τον Στάνλεϋ είναι η αρχή της απόλυτης κατάρρευσής της. Το πέπλο της καλής κυρίας σχίζεται με βία. Δεν σκεπάζει πια την συμβολική γύμνια του υποκειμένου. Η εικόνα που είχε για τον εαυτό της και πρόβαλε στους άλλους, η εικόνα που την στήριζε και ρύθμιζε τις δοσοληψίες της καταστρέφεται.

Η κακία και το μίσος του γαμπρού της, μια και είναι αυτή η σνομπ που την έχει ακούσει να αμφισβητεί κάθε του αξία και να απειλεί τον γάμο του, ανατρέπουν κάθε ελπίδα σωτηρίας. Και πια δεν έχει κανένα φραγμό δήθεν ευγένειας απέναντι της . Γίνεται βίαιος και κακοποιητής. Είναι το παράδειγμα της κακίας του κακόβουλου Άλλου που την καταδιώκει.

Ακολουθούν απελπισμένα μηνύματα απόγνωσης σε έναν Άλλο χωρίς πρόσωπο, χωρίς καμία ενσάρκωση, ίσως στον οικουμενικό Άλλο του πολιτισμού και της αρωγής.

Ο θάνατος είναι εκεί, είναι η ίδια που είναι στο κατώφλι του.

Και ο καθρέφτης σπάει. Πια η καταστροφή έχει ολοκληρωθεί. Το υποκείμενο, λεία στα χέρια του άλλου χάνει κάθε στήριγμα σεβασμού και αξίας.

Η Μπλάνς παραληρεί πια ανοιχτά. Ένα παραλήρημα φυγής από εκεί που δεν την θέλουν. Η αδερφή αναγκάζεται να την κλείσει σε κλινική. Και από την άλλη έχει μάθει από την ίδια για το μέγεθος της κακίας και του ηθικού κενού του άντρα της.

Έρχονται να την πάρουν. Η Μπλάνς συνειδητοποιεί ότι δεν πρόκειται να πάει διακοπές. Όμως η ευγένεια του γιατρού την αποκαθιστά ανθρώπινο όν και την γεμίζει εμπιστοσύνη. Μαγνητισμένη από το βλέμμα του θα αφεθεί στο θέλημα του.

Ο Στάλνευ ακόμη και μπροστά σε αυτό το θέαμα δεν μπορεί να συγκρατήσει το μίσος του και περιπαίζει με την αδυναμία της πετώντας στα μούτρα της την ψεύτικη πραγματικότητα, την μαγεία στην οποία προσπαθούσε να κρατηθεί.

Όμως αυτή είναι η καταδίκη του. Η Στέλλα, το αστέρι στην ζωή της Μπλάνς , θα κάνει την επανάσταση της. Από την μια η πάλη της αδερφής της, η κατάρρευση και ο πόνος της, και από την άλλη η απανθρωπιά του άντρα της χωρίς όριο, θα την οδηγήσει να κάνει το υποκειμενικό βήμα, αρνούμενη να είναι πια η ελλειμματική και υποταγμένη στα πάθη της . Ποτέ πια. Η επιθυμία της ξεμπλοκάρεται.

Έτσι ο κύκλος έχει ολοκληρωθεί.

Από τον πόθο περνούν και οι δυο αδερφές, η μία στον ψυχικό θάνατο και στην ηρεμία, την θεραπεία του παραληρήματος, και η άλλη στον θάψιμο μιας πλευράς της απόλαυσης της, σε μια άλλη ζωή προς την επιθυμία.

Η διαδρομή ολοκληρώνεται: πόθος, νεκροταφεία, Ηλύσια πεδία.

γράφει η Νούλη Απαζίδου, Ψυχίατρος – Ψυχαναλύτρια