“Λίκνο” του Τριαντάφυλλου Σιδερίδη *κριτική

Written by

“Λίκνο” είναι η παιδική  κούνια, αλλά και μεταφορικά, ο τόπος γέννησης ενός επιτεύγματος ή ενός νεωτερισμού.  “Λίκνο” είναι κι η ονομασία της παράστασης/περφόρμανς που παρουσίασαν στις 3 και 4 Απριλίου η θεατρική ομάδα Theatre Reactor στον χώρο του Blackbox. Πώς άραγε να προέκυψε ο τίτλος αυτός; ΄Ισως από την φράση: “Κόψε τα βυζιά σου και άφησέ τα δίπλα στην αραχνιασμένη κούνια”, που όμως δεν της δόθηκε η δέουσα προσοχή. Αλλά καλύτερα να τα πάρω απ’ ην αρχή.
Περί τίνος πρόκειται: Είναι η πρώτη σκηνοθετική δουλειά της Μπρικένα Γκίστο πάνω σε υπό έκδοση και εν μέρει βραβευμένα ποιητικά κείμενα του Τριαντάφυλλου Σιδερίδη (επίσης μέλους της ομάδας Theatre Reactor) που όπως μας πληροφορεί το δελτίο τύπου σχετίζονται με τη βία: τι την προκαλεί, πώς θεραπεύεται, ποιο είναι το αντίθετό της κλπ.
Ξεκινώντας από το κείμενο, ασφαλώς κι είναι ένα ιδιαίτερο δύσκολο εγχείρημα το να περάσεις στο κοινό ένα ποιητικό κείμενο με θεατρικό τρόπο. Ειδικά όταν τα ποιήματα δεν έχουν κάποιον δυνατό – στενό συνδετικό ιστό. Ωστόσο, τα κείμενα ως κείμενα είχαν πολλές αρετές και φράσεις που μάλλον θα “ακουμπούσαν” στις ζωές των σύγχρονων ανθρώπων.
Και χρησιμοποιώ παρατατικό γιατί δυστυχώς, με μόνη εξαίρεση την ιστορία με τον ύπνο, το κείμενο δεν περνούσε προς τα κάτω. Εκείνο που έπρεπε να αναδειχθεί, κρύφτηκε. Ιδιαίτερα η φωνή (που ανήκε στον ίδιο τον ποιητή), αλλά και το κείμενο στο βίντεο παραήταν γρήγορο και απανωτό, μη αφήνοντας το παραμικρό περιθώριο επεξεργασίας. Κατανοώ ότι μπορεί οι δημιουργοί της παράστασης να ήθελαν να προβάλλουν το κείμενο “γυμνό”, μακριά από συναισθηματισμούς και εύκολες φορτίσεις. Ωστόσο, θεωρώ πως κατάφεραν να φτάσουν στο άλλο άκρο. Επιπλέον, το κρεσέντο στην ταχυλογία της Φωνής, θεωρώ πως έπρεπε να χτιστεί λίγο περισσότερο, ν’ απλώσει σε χρόνο.
Η πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια της Μπρικένα Γκίστο ξεκίνησε ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, τόσο με τις σιωπηλές δράσεις (που προσωπικά δεν θα κουραζόμουν να τις βλέπω να επαναλαμβάνονται επ’ άπειρον), όσο και με το συνοδευτικό ηχητικό των στάσεων των λεωφορείων (που ωστόσο, δεν έκανε ξεκάθαρη τη σχέση του με τα ποιήματα). Και η καρδιά-μικρόφωνο λειτούργησε επίσης εξαιρετικά, όπως και το φως μπροστά από την Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου, η οποία έκανε τη διερμηνεία στη νοηματική γλώσσα. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να ειπωθεί, πως το γεγονός της διερμηνείας έδωσε μια τελείως άλλη διάσταση στην παράσταση, και θα είχε ενδιαφέρον να δούμε την νοηματική απόδοση και άλλων έργων γιατί πολύ πιθανό να είχε περισσότερο ενδιαφέρον από κάποιες παραστάσεις αυτές καθ’αυτές. Ανοίγει ένας άλλος κόσμος.
Η Μπρικένα Γκίστο στήριξε το εγχείρημα και υποκριτικά με όλο της το είναι και είχε κάποιες πολύ καλές στιγμές κυρίως στις σιωπηλές δράσεις της, αλλά και στην τελευταία αφήγηση. Δυστυχώς, το σκηνικό (εναέριο) περιβάλλον δεν ήταν τελικώς τόσο καλά εκμεταλλεύσιμο λόγω ελλιπούς φωτισμού, ούτε και ήταν καθαρός ο λόγος ύπαρξής του. Πρωτότυπη μουσική συνέθεσε αλλά και έπαιξε ζωντανά ο Δημήτρης Κανίογλου χρησιμοποιώντας “πειραγμένα” αλπό τον ίδιο μουσικά όργανα. Η ζωντανή μουσική πάντα δίνει μια άλλη ενέργεια στην παράσταση, ιδιαίτερως δε η συγκεκριμένη που αποτέλεσε αξεδιάλυτη ενότητα με το σώμα της παράστασης. Την – περίεργη κι ωστόσο τόσο φυσική- κίνηση επιμελήθηκε η Πόλυ Βόικου. Πολύ ενδιαφέρον είχαν και τα δύο πρώτα video art του Τζο Γεννάδιου με εικόνες οικείες και σοκαριστικές, όπως κι η βία. Ωστόσο το τρίτο βίντεο (λήψη βίντεο : Δημήτρης Βαβάτσης) αν και κάπως μεταβατικό ανάμεσα στο νεκρό/σιωπηλό και το ζωντανό/ ομιλών, ωστόσο κάπως σε πετούσε εκτός.
Εν κατακλείδι, θα θέλαμε η παράσταση να έχει λίγο μεγαλύτερη διάρκεια. Φύγαμε με μια αίσθηση ανολοκλήρωτου. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση ποιητικής περφόρμανς, που όμως θα έπρεπε να χειριστεί καλύτερα τα εκφραστικά της μέσα για την ανάδειξη του κειμένου – στοιχείου βαρύτητας του συγκεκριμένου πρότζεκτ.