Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει (Alice Munro) κριτική

Written by

Διηγήματα ενός μικρόκοσμου με μια παρατηρητικότητα ευαίσθητου συλλέκτη,διηγήσεις πρισματικές πολλών πτυχών μιας ζωής, ο κόσμος των βιβλίων και των αναδιηγήσεων, διάλογοι μιας εποχής, εκρήξεις, ανατροπές, αναμνήσεις.Στα εννέα διηγήματα του βιβλίου, η Καναδή συγγραφέας Άλις Μονρό, περιγράφει με μια λεπτομερή πολυπλοκότητα πρόσωπα και καταστάσεις μιας άλλης  εποχής και με μια βιωματική πληρότητα μας εισάγει σε ένα σύμπαν ανθρωπίνων συμβάντων με μιαν άλω μελαγχολικής συγκαταβατικότητας.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με πρωτοπρόσωπη εξομολογητική διάθεση και αποκαλύπτει πτυχές της ανθρώπινης πραγματικότητας που- αν και άλλης εποχής-  εξακολουθεί να συγκινεί γιατί οι  θεματικοί άξονες  παραμένουν  ίδιοι ως προσδοκίες, όνειρα,φόβοι ανθρώπων  και οριοθετούν το κύμα της ζωής και το βηματισμό του θανάτου αιώνες και αιώνες.

Η συγγραφέας αγαπάει τους ήρωές της και ακουμπά τις ζωές τους με κατανόηση και συμπόνια. Στέκεται στη σκιά που απλώνουν τα βιβλία στο διαμεσολαβητικό πλέγμα της ανθρώπινης ύπαρξης  και με χαμόγελο λεπτής και καλαίσθητης ειρωνείας,  για ό, τι υπερβαίνει πολλές φορές το μυθιστορηματικό προσωπείο, εφευρίσκει ξανά την ουσία του καθημερινού και σκοτεινού οικείου των ακυρώσεων και των ανατροπών της ζωής μας.

monroΟι ήρωές της είναι γυναίκες τόσο νεαρής όσο και  -κυρίως- μεγαλύτερης ηλικίας που συγκλίνουν σε μια ανέμελη αίσθηση που δίνει είτε η ομορφιά της ανευθυνότητας είτε η ώριμη ελευθερία που τραυματίζει η ασθένεια που,  πολλές φορές,  δεν  υπόσχεται μέλλον.Ακόμη στον κόσμο αυτών των γυναικών,  συναντάει κανείς άνδρες ως συμπληρωματική εικονογραφία και συνδυαστική συμπεριφορά. Άνδρες που αγαπούν και ρισκάρουν για να δώσουν ευτυχία στο τέλος μιας ζωής που δεν εμπεριέχει τους ίδιους στο δίπολο του έρωτα και κερδίζουν αναπάντεχα την επιστροφή της μνήμης της αγαπημένης τους. Όπως στο τελευταίο διήγημα «Πέρασε η αρκούδα το βουνό», η Φιόνα που βρίσκεται έγκλειστη –λόγω άνοιας-σε ίδρυμα την ύστατη στιγμή  αποκτά τη διαύγεια που τη φέρνει κοντά σ τον άνδρα της τον Γκραντ  την ώρα που εκείνος , απελπισμένος,  ύστερα από πολλές προσπάθειες να την κάνει να θυμηθεί, της φέρνει –ως δώρο με τίμημα μια απιστία- τον αγαπημένο της στην κοινή ιδρυματική τους ζωή Όμπρι,που από τη στιγμή που έφυγε από το ίδρυμα η Φιόνα είναι μελαγχολική και ανόρεχτη και ο ίδιος ένας ξένος . «-Χαίρομαι που σε βλέπω είπε τραβώντας του τους λοβούς των αυτιών.- Μπορούσες απλώς να σηκωθείς και να φύγεις του είπε.-  Να σηκωθείς και να φύγεις εντελώς ανέμελα και να με εγκαταλείπεις. Να με εγκατέλειπες. Να με εγκαταλείψεις. Εκείνος κράτησε το πρόσωπό του κολλημένο στα άσπρα της μαλλιά, στο ρόδινο δέρμα του κεφαλιού της, στο γλυκά σχηματισμένο κρανίο της. -Με τίποτα, της είπε».

Άνδρες που εμφανίζονται ξαφνικά διψασμένοι για το ρομαντικό παραμύθι του έρωτα  της μιας φοράς στον άγνωστο χάρτη της τυχαίας συνάντησης που θα  αποτελεί σημείο στήριξης της υπόλοιπης ζωής για τη γυναικεία ανάμνηση όπως στο διήγημα «Αυτό που μένει» για την ηρωίδα Μέριελ και τη συνάντηση με τον Άσερ στο έβδομο διήγημα. «Τον έβλεπε τώρα με μια συνηθισμένη αμηχανία σαν να είχε υπάρξει σύζυγός της. Αναρωτήθηκε αν θα τον άφηνε έτσι ή αν είχε κάποιο καινούργιο ρόλο γι’ αυτόν, κάποια  χρήση ακόμα να του αναθέσει στο μυαλό της για τα χρόνια τα μελλοντικά».

Άνδρες που εισέρχονται στον εσωτερικό ιστό της λεπταίσθητης γυναικείας ευαισθησίας αγγίζοντας τον πυρήνα της επιθυμίας μέσα στην αστροφώτιστη νύχτα των βάλτων όπως στο δεύτερο  διήγημα «Πλωτή γέφυρα»,ο Ρίκι  και  η άρρωστη Τζίνι, δοκιμάζουν την εμπειρία ενός φιλιού, ενός  γεγονότος  που έχει τη γεύση της πρώτης φοράς για τον νεαρό και της τελευταίας ίσως για την πονεμένη Τζίνι . « Αυτό που ένιωσε ήταν μια ανέμελη συμπόνια, κάτι σαν γέλιο.Ένα αεράκι γλυκιάς ευθυμίας που έπαιρνε τους χειρότερους πόνους και τα κενά της, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή».

 

Γυναίκες και άνδρες που αναγνωρίζονται ύστερα από χρόνια σε σπίτια φίλων σε συμπτωματικές συναντήσεις και όπου η εκδοχή του έρωτα –παρούσα και ζωντανή-αγγίζει το σώμα ως ανάμνηση και εξομολογητικός πόνος τραγικών συμβάντων- σε άλλους οικογενειακούς συνδυασμούς- όπως στην περίπτωση του Μάικ Μακάλουμ  στο διήγημα «Τσουκνίδες»και της ηρωίδας που σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ξεδιπλώνει μια νοσταλγική στιγμή μιας θύελλας στο πέμπτο διήγημα. « Τέλος πάντων. Μια από τα ίδια θα γινόταν, αν συναντιόμασταν ποτέ ξανά. Αλλά και αν δεν συναντιόμασταν. Ένας έρωτας που δεν ήταν για χρήση, που ήξερε τη θέση του».

Ένας κόσμος κοριτσιών που συγκλίνει και αλλάζει κατεύθυνση όπως στο όγδοο διήγημα «Κουίνι» η Κουίνι –κόρη της Μπετ –εγκαταλείπει το πατρικό της ακολουθώντας τον ηλικιωμένο γείτονα στο Τορόντο και η Κρίσι- που ο πατέρας της ζει με την Μπετ-ακολουθεί για να τη φέρει πίσω. Ως αφηγήτρια μιλάει για το χρόνο, το γάμο, την ανάμνηση και τις επιλογές ενός τρόπου ζωής που ανατρέπει ο έρωτας που ωθεί την Κουίνι να εγκαταλείψει τον δυνάστη σύζυγο και την αφηγήτρια σε ήρεμη οικογενειακή ζωή και αναπόληση. «Βρέθηκα ν’ ακολουθώ μια κατεύθυνση, ύστερα μια άλλη …κοιτάζοντας τον κόσμο κατευθείαν στα μάτια και προφανώς τρομάζοντάς τον, γιατί σιωπηλά τους εκλιπαρούσα να μου πουν πού μπορούσα να βρω την Κουίνι.Μέχρι που ήρθα στα λογικά μου και πείστηκα πως δεν ήταν δυνατόν και πως, όποια κι αν ήταν ή δεν ήταν, η Κουίνι με άφησε πίσω της».

Ένας  κόσμος γεγονότων στη ζωή της Νίνας και του Λιούις που τελειώνει οριστικά όταν εκείνη πετάει τη στάχτη του μέσα στην παγωμένη φεγγαρόφωτη  νύχτα συνειδητοποιώντας την αφοσίωση της επιβίωσης στο τέταρτο διήγημα με τον τίτλο «Παρηγοριά». «-Εσύ πιστεύεις πως υπάρχουν ψυχές; Σηκώθηκε όρθιος κι ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι της κουζίνας της. Αναστέναξε, κούνησε το κεφάλι και είπε: -Ναι».

Ένας κόσμος κοριτσιών που κάνουν μια  φάρσα που θα αλλάξει τη ζωή μιας ηλικιωμένης οικονόμου της Τζοάνας και του πατέρα της νεαρής Σάμπιθα που παρέα με τηφίλη της Ίντιθ γράφουν ερωτικά γράμματα αντιστρέφοντας  προδιαγραμμένες ζωές στο τι θα γινόταν αν…Έτσι ο Κεν Μπουντρό βρίσκει την ευτυχία στο γάμο με τη Τζοάνα Πάρι στο πρώτο διήγημα «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει» και η Σάμπιθα ενηλικιώνεται σε μια πραγματικότητα που της ξεφεύγει. « Σκέψεις αναγέννησης άρχιζαν. Είναι η αλλαγή που χρειάζομαι. Το είχε πει και παλιότερα, αλλά σίγουρα αυτή  ήταν η πρώτη φορά που θα έλεγε την αλήθεια. Οι ήπιοι χειμώνες, η μυρωδιά των αειθαλών δασών και τα γινωμένα μήλα.Ό, τι μας χρειάζεται για να στήσουμε ένα σπιτικό».

Ακυρωμένοι έρωτες στο έκτο διήγημα «Ποστ εντ Μπιμ» ο Λάιονελ, ο Μπρένταν και η Λόρνα, η ξαδέλφη της Πόλι ,σπίτια , πρόσωπα,πόλεις που αλλάζουν , ποιήματα μιας επικοινωνίας δειλής, ενστικτώδικης, με παράλληλες αναμνήσεις ζωών  ως τη συνειδητή εικόνα του γέρικου ζευγαριού  και το ρόλο του συμβόλου μιας θυσίας. «Όλα αυτά συνέβησαν χρόνια πριν .Στο βόρειο Βανκούβερ, όταν ζούσαν στο σπίτι σε στιλ ‘Ποστ εντ Μπιμ’. Όταν ήταν εικοσιτεσσάρων χρονών και πρωτάρα στα παζάρια».

Στο διήγημα «Οικογενειακά έπιπλα» ,το τρίτο της σειράς, η Αλφρίντα είναι η κεντρική ηρωίδα και η αφηγήτρια- που θέλει να γίνει συγγραφέας- ανακαλύπτει μετά το θάνατο του πατέρα της ένα μυστικό που ενώνει την ανάμνηση της Αλφρίντας  και τις ιστορίες της λήξης του Α΄παγκοσμίου πολέμου, τις αναμνήσεις της ζωής της και της ζωής άλλων προσώπων,  στην αναδρομική πρωτοπρόσωπη αφήγηση. «Και, τη στιγμή που το άκουσα, κάτι συνέβη. Ήταν λες και έκλεισε μια παγίδα και τα λόγια αυτά έμειναν για πάντα μέσα μου. Δεν καταλάβαινα πώς ακριβώς θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω. Το μόνο που ήξερα ήταν πως με ξάφνιασαν και με άφησαν μονομιάς ελεύθερη να ανασάνω έναν άλλο αέρα, διαθέσιμο μόνο σε μένα».

Το βιβλίο της Μονρό «Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει» μιλάει για τις ζωές των ανθρώπων με μια ειλικρίνεια και μια αμεσότητα που συγκινεί με την ποικιλομορφία,  την πολυπλοκότητα και το απλό σχήμα της εξιστόρησης. Ένας κόσμος στο μεταίχμιο αλλαγών, οι πόλεις,η εξοχή, τα τρένα, η τεχνολογία. Συναντήσεις και γεγονότα, πρόσωπα και αναμνήσεις, βιβλία και ταινίες, το ανέμελο της νιότης και η ώριμη αποδοχή, αυτό που φαίνεται ως εκδοχή αλλαγής και προσπερνά τις ζωές των ηρώων της, αφήνοντας μια επίγευση πίκρας, γνώσης, δύναμης και αισιοδοξίας. Μια συγγραφέας που κερδίζει το χαμόγελο της συμπάθειας για το αληθοφανές των προσωπείων της και το διεισδυτικό της βλέμμα στη ζωή που ανασαίνει με τόσες εκδοχές θαύματος δίπλα μας.

« Αυτό που ένιωσε ήταν μια ανέμελη συμπόνια, κάτι σαν γέλιο.Ένα αεράκι γλυκιάς ευθυμίας που έπαιρνε τους χειρότερους πόνους και τα κενά της, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή».

Μ’ ΑΓΑΠΑΕΙ ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΕΙ

ALICE MUNRO:  Hateship, Friendship, Courtship, Loveship, Marriage

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΥΛΙΚΑΡΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ