Μαργαριτάρια: Τα δάκρυα των θεών

Written by

Κανένας λίθος μέσα στους αιώνες, δεν έχει γοητεύσει τους ανθρώπους και έχει αιχμαλωτίσει το θαυμασμό τους, όπως τα μαργαριτάρια.


Οι Έλληνες γνώρισαν τα μαργαριτάρια στην Περσία κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ονομασία «μαργαρίτης» που επινόησαν προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «μαρμαίρω» που σημαίνει λάμπω ή κατά άλλους από την περσική λέξη marvarit. Η περσική λέξη πιθανό να προέρχεται από την αρχαία ινδική λέξη manjari που σημαίνει κάλυκας άνθους και συνδέεται με την λατινική λέξη margaris που σημαίνει τα άνθη της μαργαρίτας.


Σύμφωνα με το μύθο, το μαργαριτάρι γεννιέται από ένα κογχύλι, το οποίο έχει γονιμοποιηθεί από τη Σελήνη, από μια αχτίδα είτε από μια δροσοσταλίδα, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την ουράνια καταγωγή του και συμβολίζοντας την ουσία της θηλυκής δημιουργικότητας, που αντιπροσωπεύεται από τον παράλληλο μύθο της γέννησης της Αφροδίτης, θεάς της ομορφιάς και του έρωτα.


Τα μαργαριτάρια για τους αρχαίους Έλληνες συμβόλιζαν τα δάκρυα των θεών. Οι Χριστιανοί πίστευαν πως είχαν δημιουργηθεί από τα δάκρυα των αγγέλων. Οι άνθρωποι της Παλαιάς Διαθήκης πως δημιουργήθηκαν από τα δάκρυα του Αδάμ και της Εύας μετά την δολοφονία του γιού τους Άβελ από τον Κάιν. Τα δάκρυα της Εύας έγιναν λευκορόδινα μαργαριτάρια ενώ του Αδάμ μαύρα, σαν την νύχτα. Για τους αρχαίους Αιγύπτιους αποτελούσαν τους ιερούς λίθους της θεάς Ίσιδας, θεά της θεραπείας και της ζωής. Στην αρχαία Ρώμη, τα μαργαριτάρια θεωρούνταν τόσο πολύτιμα ώστε μόνο μέλη της ανώτερης τάξης επιτρεπόταν να τα φοράνε. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, φυσιοδίφης και φιλόσοφος του πρώτου αιώνα, εγκωμίασε τα μαργαριτάρια ως «το εξοχότερο αγαθό σε όλο τον κόσμο».


Για τον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο τα μαργαριτάρια συμβόλιζαν την διαύγεια στο “σκοτάδι”, τη σοφία, την ευτυχία, την αγάπη, τον έρωτα και το καλό που κρύβεται μέσα σε κάθε άνθρωπο. Προσέφεραν γαλήνη, ηρεμία, ειλικρίνεια, αγνότητα, αισιοδοξία, ζωτικότητα, ευεξία, υγεία, μακροζωία και δύναμη.


Τα μαργαριτάρια είναι αποτέλεσμα ενός παιχνιδιού της φύσης. Στην κυριολεξία, το μαργαριτάρι γεννιέται συμπτωματικά, ως υποπροϊόν του αμυντικού συστήματος των εν ζωή στρειδιών, τόσο του αλμυρού όσο και του γλυκού νερού, εφόσον οι οργανισμοί προσβάλλονται από κάποιον εξωγενή παράγοντα. Παρόλο που στη φύση υπάρχουν χιλιάδες διαφορετικά είδη τέτοιων στρειδιών, μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό εξ αυτών καταφέρνει να μας χαρίσει το πανέμορφο αυτό κόσμημα, που αιώνες τώρα μαγεύει τόσο με την απλότητα όσο και με την διακριτική του λάμψη. Μια λάμψη στην οποία ούτε οι βασιλείς είχαν τη δύναμη να αντισταθούν.

La Pellegrina

Μέσα από όλο το μοναδικό βασίλειο των μαργαριταριών και των ανθρώπων που τα λάτρεψαν, ένα και μόνο μαργαριτάρι κατάφερε να αποσπάσει τον τίτλο του μυθικού και μέσα από την μοναδική του ιστορία ίντριγκας και δράματος, αποτέλεσε αντικείμενο απαράμιλλου θαυμασμού για όλους εκείνους που το απέκτησαν έστω και για λίγο, αλλά και για όλους εκείνους που απλώς έγιναν κοινωνοί της σπάνιας ύπαρξης του μέσα από ιστορικές διηγήσεις. Το όνομα και μόνο του θρυλικού αυτού μαργαριταριού προδίδει αρκετά από τον μύθο που το περικλείει «La Pellegrina», όπως έχει μείνει στην ιστορία, καθώς και ως «The Wanderen» δηλ. «Η Περιπλανώμενη».


Η ιστορία του μοναδικού αυτού μαργαριταριού ξεκινάει, είτε στα νερά της Βενεζουέλας, είτε στα χέρια κάποιου σκλάβου στις ακτές του Παναμά, κατά τη διάρκεια της Ελισαβετιανής περιόδου. Ανεξάρτητα ωστόσο, από το ποιος ήρθε πρώτος σε επαφή με αυτό το μαργαριτάρι, το «La Pellegrina» δεν άργησε να περιέλθει στην κατοχή βασιλικών χεριών. Η ιστορία θέλει τον εξερευνητή Don Diego de Temes να παραδίδει το 1554 το Pellegrina στον τότε Φίλλιπο ΙΙ της Ισπανίας. Το εξωπραγματικό για την εποχή εκείνη βάρος του μαργαριταριού, σχεδόν 11.5 γραμμαρίων, το κατέστησε εξ αρχής μοναδικό και η αξία του είχε εκτιμηθεί στην εποχή εκείνη στην υψηλότατη τιμή των 100.000 δουκάτων. Το ίδιο σφράγισε τον γάμο του βασιλέα Φιλλίπου ΙΙ με την Mary Tudor (που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Bloody Mary) και ήταν το μοναδικό κόσμημα που εκείνη φόρεσε ως νύφη.

Αργότερα το Pellegrina εθεάθη, με το υπέροχο σχήμα σαν δάκρυ, στο λαιμό της βασίλισσας Μαργαρίτας της Ισπανίας κατά τη διάρκεια της υπογραφής εκεχειρίας ανάμεσα στην Ισπανία και την Αγγλία το 1605. Με τελευταίο ισπανό κάτοχό του το βασιλιά Φίλιππο IV, το Pellegrina πέρασε στα χέρια των Γάλλων όταν το 1812 ο τότε πρίγκιπας Ναπολέων ανέλαβε το αξίωμα. Η εξαθλίωση που έπληξε τον Ναπολέοντα τα επόμενα χρόνια τον ανάγκασε να πουλήσει το ήδη διάσημο μαργαριτάρι στον φίλο του Μαρκήσιο του Abercom στο Λονδίνο.


Πολλά χρόνια χρειάστηκε να μεσολαβήσουν για να ξαναβρεθεί το θρυλικό μαργαριτάρι στο προσκήνιο και μάλιστα σε ένα ανέλπιστο περιβάλλον και με πολλούς διεκδικητές. Το 1969 το Pellegrina βρέθηκε να δημοπρατείται εκ μέρους του διάσημου οίκου Sotheby’s και πολλοί ήταν εκείνοι που εκ μέρους της Ισπανικής εξουσίας εμφανίστηκαν ως νόμιμοι κάτοχοι και απαίτησαν να διακοπεί η δημοπρασία αμέσως.


Η ιστορία αυτή που δημοσιοποιήθηκε ιντρίγκαρε τον εκλεκτικό και απαιτητικό Richard Burton, ο οποίος κατάφερε τελικά να αποκτήσει το μαργαριτάρι, με την προσφορά των $370.000 με απώτερο σκοπό να το δωρίσει στην τότε σύζυγο του Elizabeth Taylor ως δώρο για την ημέρα του Αγ. Βαλεντίνου.

Τιμώντας το όνομα που του είχε δοθεί, το Pellegrina χάρισε κάποιες επιπλέον στιγμές αγωνίας στους νέους κατόχους του λίγο πριν ο Burton το παραδώσει στον Cartier προκειμένου το τεράστιο μαργαριτάρι να γίνει ένα πανέμορφο και εντυπωσιακό κόσμημα. Όταν ο υπεύθυνος του οίκου Sotheby’s της Νέας Υόρκης, Ward Landrigan, επισκέφτηκε το ζεύγος Burton στην εξωπραγματική σουίτα του στο Ceasars Palace, δεν μπορούσε να φανταστεί πως ύστερα από μια σεβαστή ποσότητα σαμπάνιας που του πρόσφεραν, θα κατέληγαν όλοι μαζί να ψάχνουν απελπισμένα ανάμεσα στα χαλιά της σουίτας για το Pellegrina το οποίο είχε εξαφανιστεί.


Ποιος το περίμενε άλλωστε πως το θρυλικό αυτό μαργαριτάρι που είχε επιβιώσει από πολέμους, κατοχές και πλημμύρες θα κινδύνευε να αφανιστεί μόλις 15 λεπτά από την παράδοση του στον νέο του κάτοχο και που τελικά βρέθηκε στο στόμα ενός εκ των σκυλιών της Elizabeth Taylor που είχε εκλάβει το μαργαριτάρι ως παιχνίδι. Λίγα χρόνια αργότερα η σύζυγος του Landrigan κατάφερε να βρει το πορτρέτο της Mary Tudor (χρονολογημένο το 1554), στο οποίο η τότε βασίλισσα φορούσε το θρυλικό μαργαριτάρι. Ο Burton, φυσικά, έσπευσε να το αποκτήσει και μάλιστα το δώρισε το 1972 στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Όσον αφορά, ωστόσο, το μέλλον του Pellegrina, πολλές είναι οι φήμες που θέλουν την Elizabeth Taylor να το είχε πουλήσει σε άγνωστο αγοραστή το 1995.
Και έτσι η ιστορία του μύθου συνεχίζεται …

Ποικιλίες μαργαριταριών

Φυσικά Μαργαριτάρια ή μαργαριτάρια Genuine
Δημιουργούνται τυχαία μέσα σ’ ένα μαργαριτοφόρο όστρακο. Ο άνθρωπος δεν συμμετέχει στη φάση της δημιουργίας του, αλλά όταν το μαργαριτάρι έχει ένα ικανοποιητικό μέγεθος, τότε το συλλέγει. Άρα το φυσικό μαργαριτάρι, έχει τυχαίο σχήμα και χρώμα.

Καλλιεργημένα μαργαριτάρια
Οι καλλιεργητές, τοποθετούν μέσα στο όστρακο ένα πετραδάκι, ώστε αυτό να αρχίσει να εκκρίνει μάργαρο, και με τα χρόνια να δημιουργηθεί το μαργαριτάρι.

Akoya Pearls. Έτσι ονομάζεται το κλασσικό στρογγυλό καλλιεργημένο μαργαριτάρι. Καλλιεργείται σε αλμυρό νερό στην Ιαπωνία, αλλά τα τελευταία χρόνια και σε πολλές ακόμη χώρες. Η διάστασή του είναι από 3mm – 11mm.

Baroque Pearls. Ονομάζονται έτσι όσα μαργαριτάρια έχουν ακανόνιστο σχήμα. Αυτά που κυκλοφορούν στο εμπόριο με την ονομασία μπαρόκ, είναι καλλιεργημένα σε γλυκά νερά. Στην πορτογαλική γλώσσα, υπήρχε από παλιά η λέξη barroco, που σήμαινε το ακανόνιστο μαργαριτάρι. Η λέξη αυτή βάφτισε ένα ρεύμα της τέχνης, το μπαρόκ, που άνθισε τον 17ο αιώνα,. Τα έργα μπαρόκ, δεν ακολουθούσαν τις αυστηρές γεωμετρικές προδιαγραφές που είχαν ορίσει οι δάσκαλοι της αναγέννησης. Για τον λόγο αυτό, όταν πρωτοεμφανίστηκαν, οι κριτικοί τέχνης τα ονόμαζαν υποτιμητικά μπαρόκ, δηλαδή ασουλούπωτα, όπως τα μπαρόκ μαργαριτάρια.

Cortez Pearls. Πρόκειται για τα πολύχρωμα μαργαριτάρια με εξαιρετικά ασυνήθιστους χρωματισμούς και έντονο ιριδισμό, που καλλιεργούνται στον Κόλπο Cortez της Καλιφόρνιας. Παράγονται από τα όστρεα Pinctada mazatlanica και Pteria sterna. Τα χρώματα τους κυμαίνονται από τους ζεστούς και δροσερούς τόνους του λευκού, του ασημί-γκρι, του χάλκινου έως μαύρου, καθώς ακόμα και με αρκετούς τόνους του πράσινου, μπλε, χρυσού και μοβ.
Το όνομά τους το πήραν από τον Ισπανό κατακτητή Κορτέζ. Όταν το 1533 έφτασε στις ακτές του Μεξικού, άκουσε ποικίλες ιστορίες για μια μυθική θάλασσα γεμάτη με πανέμορφα μαργαριτάρια. Ο κόλπος πήρε το όνομά του «Vermillion Sea of Cortez» και τα μαργαριτάρια επίσης. Τα μαργαριτάρια αυτά έγιναν το σημαντικότερο προϊόν εξαγωγής της Νέας Ισπανίας, με τιμή τόσο υψηλή που η αξία τους ήταν πάνω από το διπλάσιο από εκείνη όλων των άλλων συνδυασμένων εξαγωγών στην παλαιά ήπειρο: χρυσό, ασήμι και μπαχαρικά. Τα πολύχρωμα μεξικάνικα μαργαριτάρια έγιναν γνωστά στην Ευρώπη ως «Βασίλισσα των πολύτιμων λίθων και στολίδι των Queens».

Mabe-Blister Pearls. Είναι τα μαργαριτάρια πού έχουν σχήμα ημισφαιρικό, περίπου το σχήμα ενός κουμπιού. Τα mabe είναι καλλιεργημένα, ενώ τα blister φυσικά. Συνήθως χρησιμοποιούνται, για σκουλαρίκια ή δαχτυλίδια, καθώς οι καλλιτέχνες εκμεταλλεύονται την επίπεδη επιφάνεια τους.

Majorica Pearls. Αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τα μαργαριτάρια. Είναι η εμπορική ονομασία κάποιας από τις πολλές απομιμήσεις, ένα προϊόν που παράγεται στο εργοστάσιο, από γυαλί, με μια ιριδίζουσα επικάλυψη, που μοιάζει όμως πολύ με το αληθινό μαργαριτάρι.

Tahitian Black Pearls. Παράγονται στις τροπικές θάλασσες του Ειρηνικού Ωκεανού, από το όστρακο Pinctada margaritifera. Το χρώμα οφείλεται στην τροφή του όστρακου. Το χρώμα δεν είναι πάντα μαύρο, αλλά μπορεί να είναι καφέ, ή πράσινο σκούρο. Συχνά γίνεται και τεχνητή ενίσχυση του χρώματος.

Golden South Sea Pearls. Το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι το μεγάλο μέγεθος, η λάμψη και ο φυσικός χρωματισμός τους. Τα μαργαριτάρια Golden South Sea προέρχονται από τα όστρακα Pinctada maxima, που παράγονται κυρίως στις θάλασσες της βόρειας Αυστραλίας. Το πιο γνωστό και ακριβό από όλα είναι το χρυσό.


πηγή cityculture.gr / Μαργαριτάρια: Τα δάκρυα των θεών / Παναγιώτης Καμπάνης*
* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης