“Μαζί με τ’ άπλυτα” στο θέατρο Αυλαία *κριτική

Written by

Το έργο του Κρίστοφερ Ντουράνγκ “Μαζί με τ’ άπλυτα” αποφάσισε να ανεβάσει η νέα ομάδα της πόλης, η Push your Art theatre group στο θέατρο Αυλαία.

Πρόκειται για ένα έργο όπου εμφανίζεται επί σκηνής κάθε καρυδιάς καρύδι. Δύο ανώριμοι γονείς, μια αυταρχική περίερφη νταντά, μια γυναίκα που της έφαγε ο πεινασμένος σκύλος το μωρό, δύο κυρίες πολύ καθωσπρέπει μέχρι αποδείξεως του εναντίου, μια διευθύντρια που μοιάζει να ξεπήδησε από το σχολείο του Harry Potter, μια δασκάλα – πρόσκοπος, ένας πολύ επαγγελματίας ψυχολόγος, κι ένας απροσδιόριστος βουβός τύπος με καλσόν στο κεφάλι. Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται πολύ ενδιαφέροντα και να μας δημιουργούν στο μυαλό την εικόνα ενός σουρεαλιστικού τοπίου αλλά η πραγματικότητα είναι πως το έργο μόνο αυτήν την εντύπωση δεν μας έδωσε. Αντιθέτως, είχα έντονα την αίσθηση ότι επρόκειτο απλώς για μια συρραφή κειμένων με παρόμοιο θέμα κι όχι για ενιαίο έργο. Θα μπορούσε ακόμη ο Ντουράνγκ να είχε σκεφτεί μερικές ωραίες ιδέες και να τις είχε αραδιάσει την μία μετά την άλλη. Πάντως συνοχή αυτό το κείμενο δεν είχε. Επιπλέον, πιστεύω πως θα ήταν καλό η ομάδα να έκοβε κάποια σημεία ώστε το έργο να γίνει περισσότερο συμπαγές και να μην διαρκεί και τόσο πολύ, γιατί αυτό ήταν κάτι που στ’ αλήθεια κούρασε το κοινό. Επιπλέον, πολλές φορές αισθάνθηκα ότι το κείμενο είτε αναμασά τα ίδια και τα ίδια, είτε προβαίνει σε επεξηγήσεις εξόφθαλμων καταστάσεων λες και το κοινό χρειαζόταν κάτι τέτοιο. Όσο για τον χαρακτηρισμό “μαύρη κωμωδία”, απείχε παρασάγγας από αυτόν.

Η σκηνοθεσία της Κικής Στρατάκη ήταν, θα λέγαμε, τηλεοπτική και όχι θεατρική. Υστερίες και μούτες σε ένα κείμενο που είναι ήδη παραφορτωμένο. Άλλο γκροτέσκο κι άλλο παρωδία. Δεδομένου ότι οι υποκριτικές ακολουθήσαν όλες έναν κοινό δρόμο, φαντάζομαι πως σωστά οι ηθοποιοί ακολούθησαν πιστά τις οδηγίες της σκηνοθέτιδός τους, μόνο που αυτές οι οδηγίες ήταν κατά το πλείστο, κουραστικές για τον θεατή. Δεν μπορεί να ζωντανεύει τόσο κοντά σου η τηλεόραση, κάτι πάει λάθος. Όσον αφορά τώρα τη χρήση του σκηνικού, η αλήθεια είναι πως μερικά από τα πράγματα που είδαμε τα έχουμε δει ξανά και ξανά (πχ το να κοιμάσαι και μετά να γράφεις κιόλας στο ίδιο ταμπλώ). Έξυπνη η χρήση των πολλών διαφορετικών επιπέδων – περισσότερο λειτουργική όμως στο πάρκο και στα δώρα παρά σε ο,τιδήποτε άλλο. Προβληματική, κατά την άποψη μου, η μετάβαση από συνεδία σε συνεδρία. Δεν υπήρχε ροή.

Το σκηνικό της Ειρήνης Ατματζίδου το βρήκα αν μη τι άλλο χωρίς ταυτότητα, ίσως και ακαλαίσθητο. Φαντάζομαι πως θα ήθελε κάτι ουδέτερο για να μεταπαπλάθεται, ενώ ταυτόχρονα θα έρχεται σε αντίθεση με τα έντονα χρώματα των κοστουμιών, παρόλα αυτά η συγκεκριμένη σκηνογράφος μας έχει συνηθίσει και σε καλύτερες δουλειές. Τα κοστούμια του Πέτρου Φραγκόπουλου ήταν μια ευχάριστη νότα στην παράσταση, κυρίως όσον αφορά τους κεντρικούς χαρακτήρες. Την μουσική του Στέλιου Ντάρα την βρήκα εκτός κλίματος, διέλυσε την όποια ατμόσφαιρα είχε δημιουργηθεί έστω και λίγο από την τελευταία σκηνή. Την κίνηση επιμελήθηκε η Ιωάννα Μήτσικα.

Όσον αφορά τώρα τους ηθοποιούς της παράστασης (Σέβη Δονσούζη, Πρόδρομο Κιρκινεζιάδη, Ματίνα Κουλουριώτη, Σοφία Σακελλαρίου και Πέτρο Φραγκόπουλο) κανείς δεν παρουσίασε κάτι το εξαιρετικά ξεχωριστό. Όπως προαναφέρθηκε η υποκριτική γραμμή ήταν ενιαία και ακολουθήθηκε πιστά. Θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τη σκηνή στο πάρκο και για τις τρεις ηθοποιούς, και την στιγμή του κλόουν για τη Σέβη Δονσούζη. Ο πολύ νεαρός Πρόδρομος Κιρκινεζιάδης κάποιες στιγμές ήταν πολύ αληθινός και ξέφυγε από την υπόλοιπη  υποκριτική γραμμή που δεν έπειθε.

Εν κατακλείδι, θεωρώ πως το πρόβλημα της παράστασης ξεκίνησε από την πρώτη πρώτη επιλογή: την επιλογή του έργου. Από εκεί κι έπειτα η ομάδα συνάντησε πολλούς δρόμους στην πορεία της κι έκανε τις επιλογές της. Το κοινό κάνει επίσης τις επιλογές του και έτσι τα πράγματα προχωρούν  με το να είμαστε συνεχώς σε διαδικασία κρίσης κι εκλογής.Εν τέλει, όλα τα πράγματα έχουν ένα κοινό που απευθύνονται.