«Με λένε Άγκνες Γιονσντότιρ, είπε. Και είμαι φυλακισμένη»- Έθιμα Ταφής *κριτική

Written by

Από την Αυστραλία η συγγραφέας Hannah Kent, μας ταξιδεύει  στην Ισλανδία του 19ου αιώνα αφηγούμενη την ιστορία της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, μιας γυναίκας που καταδικάζεται σε θάνατο κατηγορούμενη,  μαζί με άλλα δύο πρόσωπα,  για το φόνο δύο ανδρών. Βόρεια Ισλανδία 1829.

«Για τις γυναίκες άνοιξε δρόμους.

Έγραψε ποιήματα.

Του Μάγκνους το αίμα στις φλέβες της  έχει.

Όνειρα είδε-και κύματα».

Ανώνυμος , 1825 περίπου

Η αφήγηση ξεκινάει με μία προκήρυξη δημοπρασίας και  με την παράθεση υπηρεσιακών επιστολών του νομαρχιακού επιτρόπου Μπγιορν Μπλόνταλ προς δύο ιερωμένους. Από τις επιστολές αυτές  ο αναγνώστης πληροφορείται για τον φόνο δύο ανδρών του Νάταν Κέτιλσον και του Πέτουρ Γιόνσον. Ο φόνος  σε ένα απομονωμένο  αγρόκτημα στα βόρεια,  λαμβάνει χώρα τη νύχτα της 13ης και 14ης Μαρτίου του 1828. Για τη δολοφονία και την πυρπόληση στη συνέχεια του αγροκτήματος στο  Ιλουγκάσταντιρ στη χερσόνησο  Βάτνσνες, κατηγορούνται τρεις άνθρωποι ένας άνδρας και δύο γυναίκες. Ο Φρίντρικ  Σίγκουρντσον  αγρότης και οι παραδουλεύτρες Σιγκρίντουρ Γκούντμουντσντότιρ με την Άγκνες  Μάγκνουσντότιρ. Οι καταδικασμένοι σε θάνατο κρατούνται προσωρινά στο Στόρα Μποργκ, υπό την πνευματική επιτήρηση ιερωμένων που έχουν αναλάβει την προετοιμασία και τη μετάνοια πριν την εκτέλεσή τους. Από μία επιστολή του νομαρχιακού επιτρόπου  προς τον ιεροδιάκονο Θόρβαρδουρ Γιόνσον (Τότι), προκύπτει ότι η κατάδικη πρόκειται να μετακινηθεί σε ένα αγρόκτημα  στο Κορνσάου,   σε μια οικογένεια ενός νομαρχιακού υπαλλήλου.  Παράλληλα πληροφορείται ο αναγνώστης  ότι  η Άγκνες  ζητά να αλλάξει ιερέα, κάνοντας χρήση ενός δικαιώματος που της παρέχει ο νόμος. Ζητά να την αναλάβει ο νεαρός ιεροδιάκονος προς τον οποίον απευθύνει την υπηρεσιακή επιστολή ο Μπλόνταλ. Έτσι αρχίζει η αφήγηση της  ιστορίας μιας γυναίκας που πρόκειται να αποκεφαλιστεί. Γύρω της ένα πλήθος ανθρώπων οχυρώνεται σε ένα τείχος σιωπής, καχυποψίας, φημών, σε ένα περιβάλλον  εχθρικό,  φτωχικό και  στερημένο όπου ο μόχθος της επιβίωσης είναι καθημερινή υπόθεση. Η παραμονή στην οικογένεια θα της δώσει την ευκαιρία να αναδιηγηθεί τη ζωή της στον ιεροδιάκονο και παράλληλα θα φέρει  σταδιακά τα μέλη της οικογένειας κοντά της,  κάνοντας το τείχος του φόβου να υποχωρήσει ως τη μέρα του αναπότρεπτου γεγονότος  του θανάτου το έτος 1830 στις 12 Ιανουαρίου.

Το μυθιστόρημα διαπραγματεύεται αυτό το πραγματικό γεγονός  της εκτέλεσης, τοποθετώντας το σε συγκεκριμένο  φυσικό και κοινωνικό  περιβάλλον όπου η μοίρα παιδιών νόθων όπως η ηρωίδα είναι σκληρή  και απρόβλεπτη.Η συγγραφέας με τεχνικές αφήγησης από πολλές οπτικές,  ξεδιπλώνει μια ιστορία που έχει σε πρώτο επίπεδο το χρονικό  μιας επικείμενης εκτέλεσης ως τιμωρία ενός διπλού φονικού από μία γυναίκα. Αναφέρεται στις οικογενειακές σχέσεις, σε μια ψυχογραφική ερμηνεία συμπεριφορών που αποκαλύπτουν κατά ένα τρόπο το κίνητρο του φόνου, ενός παράξενου προσώπου,   στον οποίο εμπλέκεται και η ηρωίδα. Στην αστυνομική πλοκή του φόνου του εραστή της Νάταν Κέτιλσον, μια γυναίκα έξυπνη και δυνατή, η Άγκνες και ένας περίγυρος ανθρώπων σε συμπεριφορές που καταγράφονται με αληθοφάνεια στους διαλόγους, στους εσωτερικούς μονολόγους,  στους πλάγιους διαλόγους. Η αγροτική ζωή, οι εργασίες, το φυσικό περιβάλλον- άξενο και σκληρό- οι σχέσεις, περιγράφονται με έναν γενικό τρόπο που αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του αναγνώστη να πλανηθεί στα μέρη που αναφέρει το βιβλίο και να δει τα πρόσωπα της ιστορίας. Τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη αφήγηση, χωρίς πολλά λογοτεχνικά στοιχεία αλλά με αναφορές στην ποίηση και στις Σάγκες,  αφήνοντας ανοιχτό το θέμα της αποκάλυψης των κινήτρων, δίνοντας μια διφορούμενη ερμηνεία  (στις πολλές που καταγράφηκαν όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας) του φόνου και αυτού του προσώπου που υπήρξε η τελευταία καταδικασμένη σε θάνατο που εκτελέστηκε στην Ισλανδία. Στο φόντο του διοικητικού-γραφειοκρατικού μηχανισμού και του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

«Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω. Είπαν ότι έκλεψα την ανάσα άλλων ανθρώπων και τώρα πρέπει κι αυτοί να κλέψουν τη δική μου. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως είμαστε όλοι φλόγες κεριών που φέγγουν θαμπά, τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι και στο φύσημα του αέρα, και μέσα στην ησυχία ακούω βήματα, βήματα τρομερά που έρχονται να με σβήσουν και να διώξουν τη ζωή μου μακριά από μένα σε μια γκρίζα τολύπα καπνού. Θα χαθώ, θα σκορπίσω στον αέρα και στη νύχτα. Θα μας σβήσουν όλους, τον έναν μετά τον άλλον, ώσπου να μείνει μόνο το δικό τους φως, και μ’ αυτό να βλέπουν τον εαυτό τους. Πού θα είμαι τότε εγώ;

Ώρες ώρες μου φαίνεται πως το ξαναβλέπω το αγρόκτημα να καίγεται μέσα στο σκοτάδι. Ώρες ώρες νιώθω τον πόνο του χειμώνα βαθιά στα πνευμόνια μου, μου φαίνεται πως βλέπω τις φλόγες να καθρεφτίζονται στον ωκεανό, τι παράξενο το νερό, πώς τρέμει στο φως. Υπήρχε μια στιγμή εκείνη τη νύχτα που γύρισα και κοίταξα πίσω. Κοίταξα πίσω και είδα τη φωτιά, κι αν γλείψω το δέρμα μου, γεύομαι ακόμα το αλάτι. Τον καπνό.

Δεν έκανε πάντα τόσο κρύο.

Ακούω βήματα».

«Τι σόι γυναίκα είναι αυτή που είχε σκοτώσει άντρες;

Οι μόνες φόνισσες που ήξερε η Μαργκρέτ ήταν οι γυναίκες των θρύλων. Αλλά κι αυτές δεν σκότωναν με τα χέρια τους. Σκότωναν με τα λόγια τους».

«Αντί να της μιλώ εγώ, την αφήνω να μιλάει εκείνη σε μένα. Προσπαθώ να γίνω ακροατής, ένας τελευταίος ακροατής στη μοναχική αφήγηση της ιστορίας της ζωής της».

«Σ’ αρέσει το διάβασμα; Ρώτησε τον Τότι.

Πάρα πολύ.

Κι εμένα, του είπε χαμηλώνοντας τη φωνή της. Καλύτερα απ’ όλα μ’ αρέσουν οι Σάγκες».

«Με λένε Άγκνες Γιονσντότιρ, είπε. Και είμαι φυλακισμένη».

Έθιμα Ταφής,  βιβλίο για τη μοίρα μιας γυναίκας σ’ ένα τοπίο ομίχλης, βροχής και χιονιού. Στο όνομα του νόμου και της θρησκευτικής συνείδησης. Στο πνεύμα  και στο γράμμα των καιρών, στη φαντασία της επινοημένης γραφής. Ανάμνηση του ονόματος ενός προσώπου. Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, Άγκνες  Γιονσντότιρ. Άγκνες κόρη του Μάγκνους ή του Γιον, μια φόνισσα.

Hannah Kent
Έθιμα Ταφής
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Ίκαρος

γράφει η Άγγελα Μάντζιου