“Μένγκελε” *κριτική c

Written by

Το έργο του Θανάση Τριαρίδη “Μένγκελε” υπό τη σκηνοθετική σκοπιά του Κώστα Φιλίππογλου παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αυλαία, όπου παρουσιάζεται μετά την περσινή του “απρόσμενη” (όπως δηλώνει το δελτίο τύπου) επιτυχία. Πρόκειται για ένα έργο που φέρνει στη σκηνή δύο συνηθισμένους ανθρώπους της σύγχρονης εποχής, οι οποίοι μετά από ένα πολύ ενδιαφέρον και διασκεδαστικότατο παιχνίδι ρόλων – ένα πραγματικά ωραίο δραματουργικό εύρημα- αναδύουν μνήμες από το παρελθόν, και το παιχνίδι αρχίζει να γίνεται βασανιστικό…

Η αλήθεια είναι πως από τα έργα του Θανάση Τριαρίδη – ο οποίος για απροσδιόριστους σε μένα λόγους- είναι ιδιαίτερα αγαπητός ή μάλλον προωθείται ιδιαιτέρως (δεν ξέρω αν αυτό συμβαίνει ελλείψει άλλων δημιουργών)- η μόνη ιδέα που είχα σχηματίσει μέχρι σήμερα διαβάζοντάς τα ήταν πως δεν έχουν να μου πούνε τίποτα, ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν με αφορούν, κυρίως γιατί νιώθω πως είναι γραμμένο είτε με παλιό τρόπο, είτε με τρόπο που θέλει να εντυπωσιάσει, που δεν βγαίνει φυσικά.Σίγουρα είναι πολύ καλή ιδέα αυτή η επαναληπτικότητα και το παιχνίδι μέσα στ0 παιχνίδι μ’ ενθουσίασε (αν και δεν ήταν και πολύ ξεκάθαρα τα όρια, και μάλλον το κοινό χρειαζόταν αυτά τα όρια), όμως αν άκουγα άλλη μια φορά την λέξη “αγάπη” στο τέλος, τόσο κενή νοήματος που κατήντησε, μάλλον δεν θα άντεχα να την ακούσα σ’ όλην μου τη ζωή. Ο τελευταίος μονόλογος ήταν περιττός κι αποδυνάμωσε το τελικό αποτέλεσμα.

Η σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου είχε μερικά ενδιαφέροντα σημεία. Μου άρεσε ως αισθητική επιλογή η χρήση του βίντεο (της Όλγας Μπρούμα), αν και μέρος του κοινού εξέφρασε και την αντίθετη γνώμη, με ενθουσίασαν τα μοτίβα-χειρονομίες του Γεωργακόπουλου, καθώς και κάποιες μικρές πινελιές όπως το ότι έτρωγε την καραμέλα. Ωστόσο, θεωρώ πως έπρεπε να δουλέψει διαφορετικά όσον αφορά την υποκριτική των ηθοποιών (Μυρτώ Αλικάκη, Λάζαρος Γεωργακόπουλος) γιατί ο τρόπος που “ζωντάνεψαν” οι ρόλοι μάς θύμισαν έντονα την εποχή του “Θεάτρου της Δευτέρας” με τις ψεύτικες, “θεατρικές” ερμηνείες όλο στόμφο. Όχι ότι δεν υπήρχαν καλές στιγμές, αλλά ξεχώριζαν – ας μου επιτραπεί η έκφραση- σαν τη μύγα μες στο γάλα.Η σκηνική και εικαστική ευθύνη της παράστασης βάρυνε την  Όλγα Μπρούμα, η οποία κινήθηκε σε λιτούς και λειτουργικούς τόνους και τρόπους, με επιτυχημένες όσο και ασφαλείς επιλογές.

Αυτό που αντιλήφθηκα από το κοινό, μετά το τέλος της παράστασης, είναι ότι θα προτιμούσε να είναι πιο σύντομη. Η μιάμιση ώρα μάς κούρασε όλους. Πάντως, δεν πρόκειται για μια κακή παράσταση, αν συνηθίσεις δηλαδή τον τρόπο που παίζουν και μερικές ατάκες που μοιάζουν με αναρτήσεις στο facebook. Αν ξεπεράσεις αυτούς τους σκοπέλους, τότε γιατί όχι; Αν μη τι άλλο, θα μάθεις και λίγα πράγματα για τον Μένγκελε και θα βρεθείς αντιμέτωπος και μ’ έναν διαφορετικό τρόπο αφήγησης. Κι ίσως στο τέλος αναρωτηθείς, τελικά ο έρωτας είναι ελαφρυντικό;