Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω…Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος

Written by

Μερα Μαγιου

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια

Και μου `λεγες πως όλ’ αυτά
τα ωραία θα `ν’ δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας

 

Video με την Ξανθίππη να ερμηνεύει το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες»

 

Θεσσαλονίκη 1936

Το 1936, στη Θεσσαλονίκη, έγινε μια μαζική απεργία. Μια από τις διάσπαρτες συγκεντρώσεις τους ήταν στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, όταν αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν. Ο απολογισμός ήταν 12 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Κατόπιν, οι απεργοί αντέδρασαν και αυτό που ακολούθησε ήταν απερίγραπτο. Την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης, δημοσίευσε στο εξώφυλλο του μια φωτογραφία, που απεικόνιζε μια γυναίκα να κλαίει πάνω από το νεκρό παιδί της.

 

Η μάνα του δολοφονημένου καπνεργάτη Τάσου Τούση, θρηνεί πάνω απ’ το άψυχο σώμα του παιδιού της, Ριζοσπάστης  10 Μαΐου 1936

Ο Ρίτσος, βλέποντας αυτή τη σκληρή εικόνα, εμπνεύστηκε το ποίημα «Επιτάφιος».

 

Το χειρόγραφο του Γ. Ρίτσου, 1936

Το ποίημα είναι γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με επιρροές από μανιάτικο μοιρολόι. Το μοτίβο που χρησιμοποιεί ο ποιητής «Θάνατος-Ανάσταση» είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του σταυρωθέντος και αναστηθέντος Ιησού, όπως επίσης και από αρχαιότερους θνήσκοντες και εγειρομένους θεούς της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Αιγύπτου (Ζευς, Διόνυσος, Άδωνις, Όσιρις).

Ακολουθώντας, ο ποιητής, τη χριστιανική παράδοση, καταφέρνει με έναν εκπληκτικό τρόπο γραφής, να αποδώσει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις μιας λαϊκής γυναίκας, που οδύρεται και θρηνεί, πάνω από το νεκρό σώμα του αδικοσκοτωμένου γιου της. Το γενικότερο ύφος του ποιήματος είναι γνήσιο λαϊκό. Το δημοτικό τραγούδι εισβάλλει, σε αυτό το ποίημα για πρώτη φορά στα έργα του ποιητή. Αν και ο Ρίτσος χρησιμοποίησε παραδοσιακό τρόπο γραφής, το ποίημα είναι σύγχρονο και καινοτόμο.

Ο «Επιτάφιος» θεωρείται το πρώτο ποίημα που μελοποιήθηκε, (Μίκης Θεοδωράκης) ανοίγοντας τον δρόμο για τη μελοποίηση και άλλων μεγάλων ποιητών, δημιουργώντας μια επαφή αυτών των ποιημάτων με τον λαό.

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
 μέρα Μαγιού σε χάνω

Ο πρόλογος του Ρίτσου

Ο ίδιος ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να προλογίσει το ποίημά του: «Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της»

I. Ο Θάνατος

Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός:

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.

II. Η Απόγνωση

Η μάνα σε αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της,

για το νεκρό παιδί της:

Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,
ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.

Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,
τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.

Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,
πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω
κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.

III. Το Νεκρό Σώμα

Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού του γιου της, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό:

Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,

Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,

Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,

Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;

ΙV. Η Μοίρα

Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται:

Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;

Πουρνὸ – πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.

Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ – πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.

Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.

Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα

Μιὰ – μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.

Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.

V. Η Απουσία

Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο:

Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.

Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.

Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.

Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν

Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.

Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.

Μέρη VI, VII, VIII. Ο Θρήνος

Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου:

«Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω, ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω»

[…]

«Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι; Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει»

[…]

«Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου. Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.»

[…]

«Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα; Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.»

[…]

«Ποῦ πέταξε τ’ ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ’ ἀφήνει; Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.»

[…]

«Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ’ ἄσπρο μικρούλι σπίτι, νὰ σ’ ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ’ ἔχω σάν σπουργίτι.»

ΙΧ. Η Ύβρις

Στο ένατο μέρος η μάνα —δεύτερο κύριο σημείο του έργου— απευθύνεται στο Θεό:

Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.

Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.

Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.

Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:

Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.

Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.

Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.

Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;

Μέρη X, XI, XII, XIII: Το Μοιρολόι

Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι:

«Καὶ κεῖ ποὺ σὲ καμάρωνα, πλατάνι, παλληκάρι, ἔτρεμα μή πνοή ἀγεριοῦ στὸν οὐρανό σὲ πάρει.»

[…]

«Ἔτσι ἄχαρη με ὠμόρφαινες κ’ ἔτσι ἄμαθη – γιά κοίτα – μές στὴ ματιά σου διάβαζα τῆς ζωῆς τὴν ἀλφαβῆτα.»

[…]

«Καὶ πάλι ἡ ἔρμη ντρέπουμαι, γιόκα μου, ἐσύ νὰ λείπεις κι ἀκόμα ἐγώ νἀχω φωνή – ξόμπλι φτηνό της λύπης.»

Μέρη XIV, XV, XVI, XVII: Ο Μετασχηματισμός

Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν την Αντίσταση:

«Καὶ σύναζα ὅλα σου βουβά, σάν τὰ πουλιὰ μιά κλώσσα – καὶ τώρα πού μοῦ μίσεψές μοῦ λύθηκεν ἡ γλῶσσα»

[…]

«…Καὶ τὸ καράβι βούλιαξε κι ἔσπασε τὸ τιμόνι καὶ στοῦ πελάγου τὸ βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.»

[…]

«Κι ἀκόμα μήτε νὰ πνιγῶ, μήτε ν’ ἀνέβω πάνω – κάνω ἀπὸ κάπου νὰ πιαστῶ καὶ φύκι μόνο πιάνω»

[…]

«Λίγο ψωμάκι ζήτησες καὶ σοὔδωκαν μαχαίρι, τὸν ἵδρωτά σου ζήτησες καὶ σοὔκοψαν τὸ χέρι.»

[…]

«Καὶ στὸ αἷμα τους τὴ φοῦστα μου κόκκινη νὰν τὴ βάψω, καὶ νὰ χορέψω… Ἄχ, γιόκα μου, δέν πάει μου νὰ σὲ κλάψω.»

[…]

«Κόσμος περνᾶ καὶ μὲ σκουντᾶ, στρατός καὶ μὲ πατάει κ’ ἐμέ τὸ μάτι οὐδέ γυρνᾶ κι οὐδέ σὲ παρατάει.»

[…]

«Καὶ δές, μ’ ἀνασηκώνουνε… χιλιάδες γιούς ξανοίγω, μά, γιόκα μου, ἀπ’ τὸ πλάγι σου δέ δύνουμαι νὰ φύγω.»

Μέρη XVIII, XIX, XX: Η Ανάσταση

Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους συντρόφους του:

«Κι ἂν δέ λυγάω σὲ προσευχή, τὰ χέρια κι ἄν δέν πλέκω, γιέ μου, τὸ ξέρεις, πιο ἀπὸ πρίν τώρα κοντά σου στέκω.»

[…]

«Νἆχα τ’ἀθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νἆχα νὰ σοὔδινα, νὰ ξύπναγες γιὰ μιά στιγμή μονάχα»

«Νὰ δεῖς, νὰ πεῖς, νὰ τὸ χαρεῖς ἀκέριο τ’ὄνειρό σου νὰ στέκεται ὁλοζώντανο κοντά σου, στὸ πλευρό σου.»

[…]

«Κ’ οἱ λύκοι ἀποτραβήχτηκαν καὶ κρύφθηκαν στὴν τρούπα – μαμούνια ποὺ τὰ σάρωσε βαρειά τοῦ ἐργάτη ἡ σκοῦπα –»

[…]

«Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου, σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.»

cityculture.gr / γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης*

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 

Video με τον Γιάννη Ρίτσο να απαγγέλλει τον «Επιτάφιο»: Μέρα Μαγιού μου μίσεψες…