Μια νέα πατρίδα έξω απ’ το παράθυρό μου, Θοδωρής Καλλιφατίδης

Written by

«Σε μια μικρή κωμόπολη στη Βόρεια Σουηδία βρήκα ένα πανέμορφο σπίτι των αρχών του περασμένου αιώνα, που όπως έμαθα έχτισε ο πρώτος γιατρός της περιοχής. Και πώς το βάφτισε; Σπάρτη.

Έτσι μεγαλώνει ο κόσμος.

Αυτό προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Να μεγαλώσω τον κόσμο μου αγκαλιάζοντας μια νέα χώρα, μια νέα γλώσσα. Κι υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι πιο γυμνός απ’ όταν γεννήθηκα- τότε είχα τουλάχιστον έναν αφαλό.

Κι άλλοτε πάλι αισθάνομαι μια βαθιά γαλήνη ξέροντας ότι έξω από το παράθυρό μου απλώνεται μια νέα πατρίδα».

Μ’ αυτές τις σκέψεις τελειώνει το βιβλίο «Μια νέα πατρίδα έξω απ’το παράθυρό μου». Ένα βιβλίο  που με τρόπο βιωματικό και με διάθεση στοχαστική ανιχνεύει το ζήτημα του ξένου, της φυγής, της ταυτότητας, της έκφρασης, με νοσταλγία, συγκριτική αναφορά και ρεαλιστική ματιά.

 Ίσως τώρα να είναι νωρίς,

αλλά αύριο σίγουρα είναι αργά.

SIMONE DE BEAUVOIR

«Η βροχή έπεφτε αργά σα να περνούσε από σουρωτήρι, οι σταγόνες ήταν μεγάλες κι αραιές. Πήγαινα στο γραφείο μου».

Με μια σκηνή ρατσιστικής λεκτικής βίας ξεκινάει η εξιστόρηση.Μια βροχερή μέρα όταν ο συγγραφέας- αφηγητής,  πηγαίνοντας στο γραφείο του,  συναντιέται με έναν περιθωριακό Σουηδό ο οποίος τον αποκαλεί «κωλότουρκο», ενοχλημένος από το βήξιμό του. «Γεγονός είναι πάντως ότι εκείνο το επεισόδιο ήταν μια σκληρή υπενθύμιση της κατάστασής  μου».

Το βιβλίο το διατρέχει ένας ιστός σκέψεων που επιστρέφουν,  με αφορμή το τώρα της πραγματικότητας σε μία ξένη μακρινή χώρα, στο παρελθόν,  στην εστία της μικρής γης  του προσωπικού μύθου, των αναμνήσεων, της καταγωγής,  στον πυρήνα ενός μικρόκοσμου μιας νεανικής και  παιδικής ηλικίας, μιας χώρας. Διάθεση εξομολογητική, προσπάθεια ερμηνευτικής εξήγησης και καταγραφή  με ψυχογραφικούς όρους, των αντιφατικών συναισθημάτων της διαπίστωσης ότι από ένα σημείο και μετά,  παρά το δρόμο που έχεις διανύσει  από τη μία ως την άλλη πολιτισμική ακτίνα,  είσαι ξένος  και για τους ίδιους λόγους  και από τις δύο όψεις  κάτι υπολείπεται στο θέμα της ταυτότητας. Ο συγγραφέας  εξομολογείται: «Μετά από τριάντα βιβλία στα σουηδικά είμαι ακόμη μετανάστης συγγραφέας, ξένος, με ιδιαίτερα κριτήρια και προσδοκίες». Αυτή η εσωτερική απομόνωση που ανιχνεύεται στον πυρήνα του προβλήματος του δημιουργού ανάμεσα σε δύο γλώσσες, δύο πατρίδες, δύο διαφορετικές πραγματικότητες,  προσεγγίζεται με λογικούς προβληματισμούς και στο υπόβαθρο αναμνήσεων μιας καταγωγής όπου οικογένεια, κοινωνικό, μορφωτικό περιβάλλον, έχουν  πολιτική αναγωγή. Ο γιος του δάσκαλου με την αριστερή σκέψη, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο το δικό του ταξίδι αναζήτησης, σε ένα βιωματικό πλαίσιο όπου μια χώρα, μια εποχή, μια γενεά,οδηγείται στους άξονες της μετανάστευσης, εσωτερικής και εξωτερικής. «…Η μητέρα μου σκούπισε τα δάκρυά της και μου είπε πιάνοντάς μου το χέρι: θα ζήσουμε κι εδώ».

«Ο μετανάστης πρέπει να δει την πορεία του σαν αποτέλεσμα τριών μυθολογιών εκείνης που κληρονόμησε, εκείνης που έφτιαξε κι εκείνης που συνάντησε στη νέα χώρα.

Απ’ αυτή την άποψη στάθηκα τυχερός. Το χωριό μου με είχε κάνει μετανάστη, εγώ συμπλήρωσα ό, τι έλειπε κι η μυθολογία της Σουηδίας παντρεύτηκε τις δικές μου.

…Τι είδα στη Σουηδία;

Ας πάρω την ιστορία από την αρχή.Έφυγα το 1963, όταν η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν αρκετά ασταθής. Στην Αθήνα είχαμε διαδηλώσεις κάθε μέρα, σε μερικές έλαβα μέρος χωρίς να είμαι ιδιαίτερα ενθουσιώδης γιατί φοβόμουν το ξύλο από τους αστυνομικούς. Μια φορά για να ξεφύγω  χώθηκα στον κινηματογράφο Άστυ. Δεν ήξερα ποια ταινία παιζόταν, πάντως η γλώσσα ήταν παράξενη αλλά όμορφη. Σε λίγο είδα μια από τις πιο δυνατές σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ένας μεσήλικας που του βίασαν την κόρη και τη σκότωσαν, ξεριζώνει από την οργή του μια μικρή λεύκα. Είδα την ταινία ξανά και ξανά. Ήταν  Η πηγή της παρθένου του Μπέργκμαν και συνταράχτηκα, ήταν η πρώτη μου επαφή με τη δουλειά του, αλλά ακόμη περισσότερο με συγκίνησαν τα σουηδικά σα γλώσσα, η μουσικότητά της με τους διπλούς τόνους και τα κλειστά κι ανοιχτά φωνήεντα. Επιπλέον η απλότητα του διαλόγου, κάθε λέξη σήμαινε κάτι,  σε αντίθεση με τη ζωή μας τότε, όταν όλα ήταν για πούλημα κι η δημόσια συζήτηση ήταν μια υπαίθρια αγορά για ψέματα και αθετημένες υποσχέσεις.

Ποθούσα να αλλάξω ζωή. Στην Ελλάδα πνιγόμουν, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι πριν από μένα και μετά από μένα.

Δανείστηκα ένα δίσκο Λιγκουαφόν κι άκουσα μερικά μαθήματα παρέα με μια φίλη που μου είπε: Σ’ αυτή τη γλώσσα μπορεί κανείς να γράψει παραμύθια».

Το βιβλίο με την αξία μιας προσωπικής μαρτυρίας, προσεγγίζει τα επίκαιρα θέματα της εποχής μας που περιστρέφονται,  με αφορμή τη μετανάστευση, γύρω από τις έννοιες ξενιτιά, ένταξη,  ταυτότητα, δημιουργία, αποδοχή μιας κατάστασης, ελευθερία και ευτυχία.

 Η γλώσσα ως πεδίο έκφρασης και ως αναφορικό πλέγμα προσδιορισμού, απασχολεί τη σκέψη του συγγραφέα με ιδιαίτερο τρόπο τόσο ως συγκρητικός –συγκριτικός προβληματισμός, όσο και ως επιλογή γραφής και αποδοχή ταυτότητας.

«Για μένα, ως συγγραφέα , η μόνη εθνικότητα που έχει σημασία είναι η γλώσσα που γράφω».

«Υπάρχουν πολλές διαφορές ανάμεσα στην ελληνική και στη σουηδική γλώσσα. Εκείνες όμως που καθορίζουν έναν πολιτισμό είναι μόνο δύο: η οντολογία και η λογική.

Πώς είναι ο κόσμος στην κάθε γλώσσα;Αυτό είναι το οντολογικό ερώτημα.

Πώς είναι οργανωμένος ο κόσμος στην κάθε γλώσσα;Αυτό είναι το λογικό ερώτημα.

…Ο ελληνικός ήλιος είναι ένα αρσενικό με κοντά, κατσαρά μαλλιά.

Ο σουηδικός ήλιος είναι ένα θηλυκό με μακριά, ίσια μαλλιά.

…Με το φεγγάρι συμβαίνει το αντίθετο. Για τους Έλληνες μια όμορφη θεά, για τους Σουηδούς ένας κουρασμένος γέροντας.

…Η αισθητική κι η ηθική είναι παιδιά της οντολογίας της γλώσσας. Η ελληνική οντολογία είναι συχνά σαφής και συγκεκριμένη.Δε συμβαίνει το ίδιο με τη σουηδική.

…Η λογική οργάνωση έχει άλλες συνέπειες. Η πιο σημαντική είναι ότι στη μια γλώσσα μπορείς να κάνεις πράγματα που δεν μπορείς να τα κάνεις στην άλλη. Ο Σουηδός παραδείγματος χάρη βγαίνει στη θάλασσα, ο Έλληνας μπαίνει. Ο Σουηδός μπαίνει στη στεριά, ο Έλληνας βγαίνει.

…Το ενδιαφέρον φαινόμενο είναι ότι αυτές τις διαφορές μπορείς μεν να τις μάθεις, αλλά σπάνια μπορείς να τις ζήσεις, σα να μη χωράνε στο μυαλό σου. Κι όντως αυτό συμβαίνει.Το μυαλό μου είναι ελληνικής κατασκευής. Ό, τι μαθαίνει το μαθαίνει με τις ελληνικές προδιαγραφές του, που σημαίνει ότι θα μπορούσα να κάνω ή να γίνω χιλιάδες πράγματα εκτός από ένα: να πάψω να είμαι Έλληνας.

Με τα παιδιά μου συμβαίνει το ίδιο πράγμα…Ο κόσμος που τα περίμενε όταν άνοιξαν τα μάτια τους ήταν ο σουηδικός…Εγώ  είμαι Έλληνας τα παιδιά μου είναι Σουηδοί».

Θοδωρής Καλλιφατίδης, ένας συγγραφέας που κοιτάζει  στα προσωπικά ίχνη τα μονοπάτια μιας οικογένειας , την ιστορία μιας χώρας  στο μέλλον μιας άλλης. Σκέπτεται το αντίστροφο πρόβλημα και για τη χώρα υποδοχής και το μέλλον της στο χάρτη των μετατοπίσεων και της Ιστορίας. Η σκέψη του έχει λογική οργάνωση, σύγχρονη οπτική, έναν αέρα φιλοσοφικής πρακτικής και έναν πυρήνα μιας ελληνικότητας του Βορρά,  στο πρίσμα μιας νοσταλγίας που συνδέεται με τη μητρική γλώσσα στις γραμμές και στα κύματα της τεχνολογικής επικοινωνίας . Το βιβλίο του έχει αναφορές σε μύθους, αξίες, επιλογές ζωής, έναν προσανατολισμό σκέψης στη συνειδητότητα της προσαρμογής και της διατήρησης της ιδιαιτερότητας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που αλλάζει πρόσωπο.

«Είναι τόσα πολλά που δεν ξέρεις όταν φεύγεις από τη χώρα σου. Αγνοείς ότι μέσα σου φέρνεις τα χνάρια που σε κάνουν ξένο στη νέα χώρα κι όταν τελικά δεν είσαι ξένος εκεί γίνεσαι ξένος στον εαυτό σου, οπότε είσαι ξένος παντού».

«Η αμηχανία της ξενιτιάς, που στην αρχή είναι ένα εμπόδιο και πρέπει να το ξεπεράσεις, γίνεται με τα χρόνια το αποτέλεσμα της ζωής σου. Τότε είναι που περισσότερο από ποτέ έχεις ανάγκη της προσωπικής σου μυθολογίας. Μόνο με τη βοήθειά της μπορείς να αντιμετωπίσεις τη μοναξιά που υφαίνεται γύρω σου με σχετική διακριτικότητα».

«Η μητέρα μου πότε πότε αναφέρεται σε μένα σαν το γιο που ζει σε μια ξένη χώρα.Υπάρχει ένα παράπονο σ’ αυτά τα λόγια, και μια πίκρα. Δεν είναι ίσως κι ο γιος τώρα μια ξένη χώρα;»

«…Θυμάμαι ακριβώς τη μέρα και τη στιγμή  που το σκέφτηκα για πρώτη φορά. Ήταν ένα βροχερό απόγευμα στη φθινοπωρινή Αθήνα κι είχα καταφύγει στην είσοδο του κινηματογράφου Κοτοπούλη. Εκεί, περιμένοντας τη βροχή να κοπάσει, σκέφτηκα ότι κάποτε έπρεπε να γράψω το βιβλίο που έγραψα δεκαέξι χρόνια αργότερα σε μιαν άλλη χώρα και σε μιαν άλλη γλώσσα».

«Είμαι μετανάστης, είμαι Έλληνας, είμαι ξένος».

«Την Ελλάδα την αφήνεις όταν βάλεις μια θάλασσα ανάμεσα σε σένα και σε κείνη. Προσωπικά πήρα το τρένο, αλλά το υποσυνείδητό μου δε θέλει να το παραδεχτεί».

«Ο καλύτερος τρόπος να δεχτείς αυτό που έγινες είναι να θυμάσαι αυτό που ήσουν».

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗΣ
ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΞΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ