“Μηδέν” – στο θέατρο Κολοσσαίον *κριτική

Written by

“ΑΝ έπρεπε να επιλέξετε μια και μόνο ανάμνηση από τη ζωή σας με την οποία θα περνούσατε στην αιωνιότητα;
ΑΝ παράλληλα όλες οι άλλες σας αναμνήσεις  χανόντουσαν;
ΑΝ ο χρόνος που είχατε για να επιλέξετε ήταν περιορισμένος;”

Το παραπάνω είναι ένα απόσπασμα από το δελτίο τύπου και το ζουμί της παράστασης. Τέσσερις άνθρωποι πεθαίνουν και στο στάδιο μεταξύ ζωής και αιωνιότητας υποχρεούνται να διαλέξουν μια ανάμνησή από τη ζωή τους.

Το κείμενο της παράστασης δεν είναι από τα κείμενα που προτιμώ, διότι μου φαίνεται ταυτοχρόνως αρκετά γλυκανάλατο και διδακτικό. Απωθητικός, για μένα, συνδυασμός. Κλισέ φράσεις και το ότι σώνει και καλά πρέπει να πεισθούμε ότι η επαγγελματική επιτυχία δεν είναι το παν ή δεν ξέρω τι άλλο αποδεικνύουν τον συλλογισμό μου. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να παραβλέψω ότι σαν ιδέα είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα και ότι υπήρχαν και μερικές καλές ατάκες που όμως δεν “φωτίστηκαν”. Δυστυχώς, το δελτίο τύπου δεν αναφέρει το συγγραφέα του έργου.

Η σκηνοθεσία του Βασίλη Ισσόπουλου ήταν ευρηματική, αν μη τι άλλο. Στόχευε μάλλον στον εντυπωσιασμό του κοινού, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Δημιουργούσε ωραίες εικόνες από αισθητική άποψη, αλλά δεν δημιουργούσε ατμόσφαιρα. Δεν υπήρχε ρυθμός. Βοηθός σκηνοθέτη η Μαίρη Ανδρέου (η οποία επιμελήθηκε και το μακιγιάζ). Η κίνηση που επιμελήθηκε η Έφη Δρόσου ήταν από τα καλύτερα σημεία της παράστασης, με δεδομένο και το γεγονός ότι τα σκοινιά ήταν ένα πάρα πολύ καλό βοηθητικό εργαλείο. Νομίζω πως “αρμονία” είναι η λέξη που ταιριάζει στις κινησιολογικές επιλογές / αν και μερικές φορές και ιδιαίτερα στην αρχή, ομολογώ πως η κίνηση μου φάνηκε κάπως άγαρμπη.

Η μουσική του Δημήτρη Κανίογλου ήταν πραγματικά δεμένη με τις αναμνήσεις κι αυτό σημαίνει πως κάποια από τα μουσικά κομμάτια (αυτά που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει ως πιο συναισθηματικά) ήταν τετριμμένα. Από την άλλη, ατμόσφιαρα δημιουργούσαν τα πιο ρυθμικά σημεία π.χ. στις αφηγήσεις του Κετού. Η ενδυματολόγος Ελένη Σπενταμίδου με ξάφνιασε με την επιλογή να ντύσει τους πρωταγωνιστές σαν να γεννιούνται κι όχι σαν να πεθαίνουν. Εννοώ ότι θα περίμενα να φοράνε τα ρούχα που είχαν όταν πέθαναν, αλλά μάλλον ακόμη δεν έχω διαχωρίσει στο μυαλό μου το σώμα από την ψυχή. Μ’ άρεσε η ενδυματολογική επιλογή για τον οδηγό.

Τους πέντε ήρωες της παράστασης υποδύονται ο Τάσος Μπαρνιαδάκης, Αγγέλα Βαγιωνά, ο Γιάννης Τσότσος,η Μαρία Σπαθοπούλου και ο Σταύρος Μπίλλιος. Όσον αφορά τις υποκριτικές, νομίζω πως ήταν πληγή στην παράσταση και γι΄αυτό φταίει ο σκηνοθέτης που ναι μεν είναι καλός στο στήσιμο κι έχει ωραίες ιδέες αλλά μάλλον δεν φροντίζει πολύ για την υποκριτική των ηθοποιών του. Νομίζω πως ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι και, κατά κάποιον τρόπο, personal trainer. Κυρίως λόγω του αβανταδόρικου ρόλου του θα μπορούσα να ξεχωρίσω τον Τάσο Μπαρνιαδάκη.

Εν κατακλείδι, δεν μπορώ να πω ότι χάνει κανείς και την ώρα του παρακολουθώντας την συγκεκριμένη παράσταση, αλλά η αλήθεια είναι ότι το ισοζύγιο οδηγεί στη μετριότητα. Η αλήθεια είναι πως η προηγούμενη δουλειά της ομάδας, Ο Ύπνος του Δικαίου, ήταν καλύτερη – αν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει με τέτοιους αξιολογικούς όρους.