“Μορφές από το έργο του Βιζυηνού” *κριτική

Written by

Την παράσταση “Μορφές από το έργο του Βιζυηνού” παρακολουθήσαμε την περασμένη Δευτέρα στο θέατρο Αυλαία. Πρόκειται για μια παράσταση που αφηγείται επί σκηνής, μέσα από την μοναδική ηθοποιό της παράστασης, την Άννα Κοκκίνου, τα διηγήματα του Γεώργιου Βιζυηνού “Το μόνον της ζωής του Ταξείδιον”, “Το αμάρτημα της μητρός μου”, “Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως”, “Αι Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας” , “Μοσκώβ Σελήμ” και “Πρωτομαγιά”.

Η αλήθεια είναι πως πήγαμε στην παράσταση αυτή με προσμονή και καλή προαίρεση, γνωρίζοντας ότι είναι μια παράσταση που παίζεται επί 21 συναπτά έτη και έχει παρουσιαστεί μπροστά σε χιλιάδες θεατές τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες χώρες. Το αποτέλεσμα της παράστασης δεν απογοήτευσε τις προσδοκίες μου αλλά δεν τις ικανοποίησε και πλήρως.

Δύο είναι τα βασικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει κάποιος όταν καταπιάνεται με διηγήματα, θέλοντας να τα μεταφέρει στη σκηνή. Το πρώτο είναι η μεταξύ τους σύνδεση. Για ποιο λόγο διαλέγει τα συγκεκριμένα. Το δευτερο πρόβλημα είναι το πώς θα τα μεταφέρει καθώς ένα διήγημα εξ ορισμού έχει άλλες λειτουργίες, άλλη φόρμα και άλλους τρόπους αφήγησης από τους θεατρικούς. Ο τρόπος που αντιμετώπισε ο Δημήτρης Αβδελιώδης το πρώτο πρόβλημα οδήγησε μερικές φορές το κοινό σε στάση αμηχανίας όπου δεν καταλάβαινε τι γινόταν και τι αφηγούνταν, ενώ στο δεύτερο πρόβλημα ο σκόπελος φάνηκε να υπερσκελίστηκε σχετικά εύκολα. Παρ’ όλα αυτά, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση πως ένα πολύ δυνατό διήγημα όπως “Το Αμάρτημα της Μητρός μου” δεν ήταν τόσο δυνατό στην σκηνική του παρουσία, ενώ με το διήγημα “Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως” συνέβη ακριβώς το αντίθετο.

Το πιο δυνατό διήγημα – από κάθε άποψη- ήταν το “Μόνον της ζωής του ταξείδιον” , το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί και από μόνο του παράσταση. Σίγουρα, οι δύο ώρες που διήρκησε η παράσταση κούρασαν. Αν ήταν λιγότερα τα διηγήματα ή ένα και μοναδικό θα κέρδιζε κατά πολύ. Πιστεύω πως το τρίλεπτο ασταμάτητο χειροκρότημα από σύσσωμο το κοινό στο τέλος της παράστασης, είχε να κάνει κυρίως με το πολύ δυνατό υποκριτικά τέλος της παράστασης – κι ίσως όχι τόσο πολύ με το σύνολο της.

Σε ελάχιστα σημεία του έργου υπήρχαν και κάποιες ενδείξεις μουσικής, του Δημήτρη Παπαδημητρίου, που μ’ έκαναν να “διψάω” για λίγη περισσότερη μουσική. Από τα highlights της παράστασης ήταν οι φωτισμοί, που άλλοτε παραμόρφωναν, έκρυβαν, δημιουργούσαν σκιές και ατμόσφαιρες. Εξαιρετική δουλειά. Το δελτίο τύπου δεν αναφέρει ποιος επιμελήθηκε τα φώτα, θα υποθέσω πως είναι δουλειά του σκηνοθέτη.

Εν κατακλείδι, είναι μια καλή παράσταση που θα μπορούσε να φτάσει σε απίστευτα μεγέθη γιατί έχει όλα τα εχέγγυα να το κάνει, έχει μια ηθοποιό που είναι πολύ δοσμένη σ’ αυτό που κάνει και πάνω απ’ όλα έχει το κοινό με το μέρος της όλα αυτά τα χρόνια. Προσωπικά, θεωρώ πως το δυνατότερο σημείο της παράστασης είναι το χιούμορ. Το χιούμορ που κρύβεται μέσα στο τραγικό, και που αναδεικνύεται σαν να το αφαιρούμε με χειρουργικό νυστέρι από το σώμα του κειμένου.