Νίκος Παναγιωτόπουλος, Τίποτα *κριτική

Written by

«Το χρώμα της θάλασσας, τα χρώματα των λουλουδιών, ο ίλιγγος του έρωτα, όλα τα έντονα φυσικά φαινόμενα, όπως η βροχή, ο αέρας, τα φουρτουνιασμένα κύματα, όλη η κινητικότητα της βλάστησης, οι ηρωισμοί και οι προδοσίες, όλο αυτό το αέναο παιχνίδι του κόσμου θα παίζεται από δω και μπρος ερήμην του ή μάλλον με τον ίδιο καλά προφυλαγμένο πίσω από τις τζαμένιες μπαλκονόπορτες, μόνο να κοιτάζει, σαν να είναι θεατής στον κινηματογράφο».

«Είχε δει μια συγκλονιστική γιαπωνέζικη ταινία όπου το έθιμο ήθελε τα παιδιά να κουβαλούν στην πλάτη τους γέρους γονείς τους και να τους εγκαταλείπουν, με τη συναίνεσή τους, στην κορυφή ενός βουνού». (Η μπαλάντα του  Ναραγιάμα, του Σοχέι Ιμαμούρα).

«Τίποτα»,  ένα εξομολογητικό-συνειρμικό αφήγημα, ενός ηλικιωμένου ζωγράφου μπροστά στο κατώφλι των γηρατειών και του επικείμενου θανάτου, στον  χρονικό κύκλο μιας   μουντής, ανοιξιάτικης  μέρας . Ύστερα από μια άγρυπνη νύχτα, ένα  ξημέρωμα Σαββάτου στο τέλος του Απρίλη, ένας εβδομηντάχρονος καλλιτέχνης,  περιφέρεται στο εσωτερικό του αστικού σπιτιού του, παρατηρώντας το πυκνό πλέγμα των σύννεφων μέχρι το ξέσπασμα της  καταιγίδας.Παράλληλα καταδύεται στον εσώτερο χάρτη της ύπαρξης,  με μια διάθεση αυτοπροσδιοριστική τόσο καλλιτεχνικά όσο και υπαρξιακά.Τριτοπρόσωπη αφήγηση,  στην εκδοχή ενός σεναρίου μυθιστορήματος, μια ιστορία με βασανιστικές σκέψεις θανάτου ως την ενστικτώδικη κατάφαση της ζωής. Από το παρελθόν  στο παρόν, άθροισμα  χρόνου ζωής, μελαγχολικές σκέψεις,  που περιστρέφονται γύρω από το τέλος της ύπαρξης, τον αυτοκτονικό  θάνατο ως επίμονη  εικόνα,  ως σκηνοθετημένη εκδοχή ατυχήματος,ως την  παραδοχή εν τέλει της ζωής,  στο ξερό  έστω κέλυφος μιας μεταμόρφωσης, στην επιστροφή στο τίποτα των γηρατειών.

Ο ήρωας του βιβλίου ο Ζ., ξετυλίγει τις σπειροειδείς του σκέψεις,  ως παρατηρητής και παρατηρούμενος,  στο πλαίσιο της μυθοπλασίας,  με αφετηρία εκκίνησης μια λευκή νύχτα, που εκτείνεται στο φως μιας μέρας και στο συμβολικό ξέσπασμα μιας καταιγίδας, έως τον ύπνο που συναντά τελικά την σκέψη και το σώμα, στο όνειρο της συνειδητότητας  και  του αναπάντητου ερωτήματος του θανάτου. Αθήνα,  εποχή της κρίσης, στη διάρκεια μιας μέρας.  Από το αστικό διαμέρισμα παρατήρηση του έσω τοπίου και του εξωτερικού τοπίου  της φύσης,  στην εικόνα των λουλουδιών στο μπαλκόνι, σε μια εσωστρεφή αναδίπλωση,υπαγορευμένη από μια λογικά εκφρασμένη ειρωνεία  στη συνειδητοποίηση της σωματικής αδυναμίας.Ο ήρωας του βιβλίου αποκαλύπτει πτυχές της προηγούμενης ζωής του, αποτυπώνει  την προσωπική κοσμοθεωρία στις κρίσεις  για τους δύο γάμους του  , τις σχέσεις με τους γονείς, την απόφαση να μην κάνει παιδιά, την ενασχόληση με την τέχνη, τη θέση του  στον κόσμο,  στη ροή των γεγονότων.

«Πώς πάει το σύμπαν;» τον ρώτησε με χιούμορ, ελπίζοντας ότι εκεί τουλάχιστον υπάρχει ένα σταθερό σημείο αναφοράς.

«Γίνεται της πουτάνας», του απάντησε. «Πριν από έναν  μήνα εξερράγη ένα άστρο γίγας, μεγαλύτερο από τα  σουπερνόβα , και οι κοσμικές θύελλες πάνε κι έρχονται. Κόλαση».

«Θυμήθηκε ευτυχισμένες στιγμές από ταξίδια, καταπράσινα δάση και καταμπλέ θάλασσες, πόσο όμορφος μπορεί να είναι αυτός ο πλανήτης».

«Δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα. Ούτε η πλήξη της επανάληψης του ίδιου λάθους  που έχει το ίδιο αποτέλεσμα ούτε η ομοιόμορφη μοίρα  θα κάνουν τους ανθρώπους να επαναστατήσουν  εναντίον του πεπρωμένου τους.

Μερικές μονάδες μόνο θα υψώνονται πάνω από το είδος, διεκδικώντας τα δικαιώματα του Θεού, σε μια μάταιη θυσία».

Γραφή ως απολογισμός ζωής με μια διάθεση αποκάλυψης, με  μια   αίσθηση ματαιότητας, ένα βλέμμα  φιλοσοφικού στοχασμού,  από το επί μέρους παράδειγμα  στο όλον της ύπαρξης. Ηλικιακές φάσεις, όνειρα και φιλοδοξίες, ταξίδια και αναζητήσεις, σπουδές και δραστηριότητες, πρόσωπα, παρέες και συζητήσεις, αναμνήσεις και απώλειες, κατακτήσεις και παραδοχές, σε μια συμπυκνωμένη  εκδοχή της αδυναμίας που συνεπάγονται τα γηρατειά και οι απαισιόδοξες  σκέψεις  για το επικείμενο τέλος.

Τέχνη και ζωή, προσωπικές επιλογές, μνήμη και αναμνήσεις προσώπων, στοιχειώνουν το συμπέρασμα  του τέλους ως δράση εσωτερικών σκέψεων. Παράλληλα συγκεκριμένες αναφορές σε έργα τέχνης, πίνακες ζωγραφικής, ποιητές και στίχους, σκηνοθέτες και φράσεις από ταινίες, μουσική, δίνουν το στίγμα του αφηγήματος αυτού,  που- αν και επαναλαμβανόμενο  και  χωρίς μεγάλη εμβάθυνση-έχει  το προσωπικό ύφος και την κρίση  μιας μαρτυρίας. Λογοτεχνικά  απλή έκφραση,  χωρίς ιδιαιτερότητες,  με έναν τόνο προφορικότητας  καταγράφει τη βιωματική κατάσταση της εισόδου στην τρίτη ηλικία με τους αντίστοιχους φόβους που υπαγορεύει η σωματική αδυναμία.

«Πόσες φορές είχε φτάσει στα όρια της απελπισίας γεγονότα που σήμερα του φαίνονται  εντελώς ασήμαντα ως και γελοία. Ερωτικές απογοητεύσεις, επαγγελματικά προβλήματα, καλλιτεχνικές αποτυχίες…Ποιος θα το φανταζόταν ότι η πραγματική απελπισία έχει άλλο πρόσωπο, σχεδόν ήρεμο, και τώρα βρίσκεται ακριβώς μπροστά του. Συνομιλεί μαζί του, αλλά είναι αδιάλλακτη. Κανείς δεν ξέρει τι κρύβει η άλλη στιγμή. Μπορεί και το τίποτα».

«Του ξαναήρθε η ιδέα του τίποτα. Φαντάστηκε έναν κόσμο μόνο από ανόργανη ύλη, που καμμιά συνείδηση δεν θα υπάρχει για να τον αντιληφθεί ή για να εκστασιαστεί έντρομη μπροστά στα κοσμικά φαινόμενα, τις ηλιακές καταιγίδες, τις εκρήξεις στους γαλαξίες, τις μαύρες  τρύπες  να καταπίνουν την αντιύλη, τις λάβες των ηφαιστείων να δημιουργούν ποταμούς, τη βροχή των αστεροειδών, και σκέφτηκε ότι αυτός είναι ο πραγματικός τρόμος: η απουσία συνείδησης. Δηλαδή το τίποτα».

«Οι γέροι ξαναγίνονται παιδιά,  αλλά το τραγικό είναι ότι δεν ξέρουν κανένα παιχνίδι».

«Πιο διεστραμμένο  συναίσθημα από το να παρατηρείς τον εαυτό σου σαν να είναι ένας άγνωστος δεν υπάρχει».

«Όλα αρχίζουν μια μέρα εντελώς ξαφνικά».

«Τέλος εποχής σημαίνει το τέλος ενός τρόπου να βλέπει κανείς τα πράγματα. Ίσως να είναι αυτό. Να έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα. Καινούριες οπτικές γωνίες είναι τώρα κυρίαρχες και δεν του αφήνουν χώρο να κοιτάξει κι αυτός  από τη δικιά του.Ποιος νοιάζεται για την οπτική γωνία κάποιου που εγκαταλείπει το παιχνίδι γιατί κανείς δεν τον παίζει. Αυτός έπαιξε αρκετά. Καιρός να παίξουν κι άλλοι  τη δικιά τους μουσική. Αυτός είναι ο νόμος».

«Αν ξαναγεννιόταν δεν θα γινόταν ζωγράφος. Δεν θα γινόταν τίποτα. Μόνο θα κοίταζε. Επάγγελμα:παρατηρητής».

Νίκος Παναγιωτόπουλος

Τίποτα

Σενάριο Μυθιστορήματος

Εκδόσεις Τόπος