Νησιά που γίνονται κουκκίδες πίσω σου

Written by

Όταν γίνουν κουκκίδες πίσω σου κι ανακαλείς εικόνες στον διεσταλμένο χρόνο, σου παίρνει ο αέρας το καπέλο και τότε βλέπεις τα δελφίνια, γκρι  στιλπνές ράχες,  σε παιχνιδιάρικες βουτιές. Το σκίρτημα δεν αποτυπώνεται στη μηχανή αλλά το νιώθεις μέσα σου σαν να βουτάς το χέρι σε κελαρυστό ρυάκι με κρύο νερό όσο να μουδιάσουν τα δάχτυλα.

Ακούς ξανά τη φωνή του Λεμονή και βλέπεις τα μάτια της Βασιλικής, μυρίζεις τη μυρωδιά της υγρής μαστίχας, αγγίζεις τα μαύρα βότσαλα, γεύεσαι τα φιλιά της νύχτας.

Πέφτουν τα φεγγάρια στα νερά  κι αυτά λάμπουν ως τα μαύρα βάθη, ως τις σπηλιές που ιριδίζει το νερό στο πρωινό φως,  μια έκπληξη.

Φραγκοσυκιές σου τρυπούν  λίγο το χέρι, φράχτης ενός τόπου γλαυκού όπου τα βουνά γίνονται ένας αχνός γαλάζιας σκόνης στο απογευματινό φως και η θάλασσα σμαραγδί πετράδι με αιχμηρές γωνίες. Ξυπόλητος περπατάς στην άμμο σαν να είσαι μόνος,  πηγαίνοντας να συναντήσεις το άγνωστο πεπρωμένο ανάμεσα σε κοχύλια, φύκια, βράχους, κρωξίματα γλάρων. Μελίσσια βουΐζουν  στ’ αυτιά σου, αέρηδες φυσούν. Κλείνεις τα μάτια και σε προσπερνούν μουσικοί, παλιές κομπανίες με λαούτα και βιολιά και ακούς τραγούδια από τα πανηγύρια των καφενείων που γειτονεύουν με την εκκλησιά, στη μικρή πλατεία με τα σημαιάκια και τα χρωματιστά φώτα.

Αέρηδες φυσούν  κι η θάλασσα ανασηκώνει τις γάζες, όπως στον πίνακα του Νταλί, για να φανούν οι γκρεμοί και οι χωμάτινοι δρόμοι μιας παιδικής ηλικίας που είχε στα κατάστιχά της το οκτάεδρο των ανέμων ως γεωμετρία.

Μυρωδιές βρεγμένου χόρτου, μπουγάδες στον ήλιο, κάτω από τα δέντρα των ευκαλύπτων ψίθυροι, τριζόνια, πυγολαμπίδες, αστερισμοί που ήταν παραμύθια μέσα στη νύχτα, κουρτινάκια που φέρνουν το φως της μέρας στα ψηλοτάβανα δωμάτια, ένας απόηχος του σφριγηλού κόσμου που λοξοδρομεί και σου δείχνει νύφες να περνούν τις επτά πύλες, φωνές ανθρώπων που τραγουδούν και δάκρυα χωρισμού στην εποχή των κινητών,  στο ανελέητο φως και στο σφύριγμα των καραβιών. Καρβουνάκια και θυμίαμα στο θυμιατό με τα κουδουνάκια, στο δοξάρι της λύρας κουδουνάκια, κοπαδιών βελάσματα, αγωγιάτες με μουλάρια στις κορυφογραμμές, ζωγραφισμένες γοργόνες, πράσινες πόρτες, μπλε παράθυρα. Στο έξω νησί τα μάτια των ψαριών που σπαρταρούν σε κασόνια και στην απάνω μεριά τζιτζίκια, σαύρες, φιδοπουκάμισα.

Άσπρη ψιλή άμμος στα παπούτσια και στις τσέπες, κοχύλια, μυρωδιά αλμύρας και μια νωθρότητα ευτυχισμένης απραξίας  στο σκηνικό που αλλάζει καθώς γυρίζεις το βλέμμα. Πρωτόγονες λέξεις που τις λες μια φορά και καρποί της γης στο τραχύ του ασβέστη πέλμα,  ελαφρόπετρες. Ρίγος του μεσημεριού στο Αυγώνυμα, καλαθούνες και τσεμπέρια, παλιές μηχανές, ανεμόμυλοι, θυμάρι, ακατάληπτα λόγια του πυρετού που ανεβαίνει σαν έξαψη μέσα στο αίμα.

Φυσούν άνεμοι και μας πάνε αλλού, βοριάδες και στο μουράγιο ανεβαίνει η θάλασσα και άμμος σου μαστιγώνει το δέρμα, νυχτώνει στα νησιά κι εσύ ταξιδεύεις γι’ αλλού, με το σφίξιμο της νοσταλγίας, ακούς τις γριές να χαχανίζουν και τους παραμυθάδες να ιστορούν  του παλιού κόσμου τα πάθη και τα μάτια που έκλαψαν πολύ, σου λένε λέξεις που πέφτουν πάνω σου σαν χάδια και σαν πεφταστέρια, σ’ αγγίζουν κι ύστερα ξημερώνει για λίγο στο όνειρο και βλέπεις τις λάντζες, ακούς το σφύριγμα του Σκοπελίτη στην άγονη γραμμή, ιστορίες μικρές  στον αέρα του καλοκαιριού, φωνές των ανθρώπων που υπήρξαν νέοι για τόσο λίγο. Ύστερα όλα ησυχάζουν, βλέπεις το φέγγος της αστραπής στη νύχτα που νανουρίζεται με σκέψεις, καημούς, όνειρα,  στη χειμερία νάρκη που συμπυκνώνει το χρόνο σε μια στιγμή, μια στιγμή στο χρόνο όλων των χρόνων, μια στιγμή του χρόνου στο όνειρο που ακουμπά το όνειρό σου .

γράφει η Άγγελα Μάντζιου