Νησιά σαν αρχαίοι φρουροί, κοιτάζουν κατά ‘κει που φυσούν οι άνεμοι

Written by

Μόλις πιάσεις στεριά και πατήσεις στη γη μ’ ένα αίσθημα ναυτίας  ακόμα στα σπλάχνα και στο κεφάλι τη βουή των ανέμων, βλέπεις τους παλιούς μύλους. Σαν αρχαίοι φρουροί κοιτάζουν μακρυά ως την άκρη του ορίζοντα, κατά  ‘κει που φυσούν οι άνεμοι. Ύστερα βλέπεις τα σκαλιά. Ασβεστωμένα βγάζουν ψηλά σε εκκλησάκια που μυρίζουν καμμένο λάδι στις κόχες που μαύρισαν το χρυσό των εικόνων, ύστερα από αιώνες προσευχών και ταμάτων.

Τα σπίτια,  παλιά,  πάνω σε βράχο, κρατούν τις σκουριασμένες άγκυρες των καραβιών, με ανοιχτά παράθυρα. Μια υγρασία που στεγνώνει ο ήλιος στον αέρα της μέρας κι όταν νυχτώνει, η σελήνη σταλάζει πάλι αργά στα πρόσωπα, στους τοίχους, στα παλιά εικονίσματα που φέγγει ένα χρυσό φως. Μια μικρή φλόγα η ψυχή των νεκρών στα ψυχοσάββατα που στάζει τις χοές στη γη αξημέρωτα. Όταν λαλήσουν οι πετεινοί βλέπεις τις λεμονιές στα περιβόλια. Δροσερό νερό στάζουν τα φύλλα, νοτισμένα μάτια τα κοιτούν ώρα πολύ κι ύστερα βγάζουν το χρησμό της μέρας στο φως. Σαν άνθος.

Καμπάνες χτυπούν κι οι γριές τυλίγουν τα πρόσφορα σε άσπρες λινές πετσέτες. Αν τις δεις από μακρυά,  τα ρούχα τα ανεμίζουν άνεμοι που βουΐζουν , ένα μελισσομάνι που αλλάζει σχήματα. Αλλού  μοιάζουν μαύρες κουκίδες κι αλλού τέρατα αρχαία, σκιάχτρα με εκείνα τα παλιά ξεφτίδια. Ύστερα δίνουν τα πρόσφορα, λύνουν τα τσεμπέρια και φαίνονται τα άσπρα μαλλιά. Γελούν με γέλιο κοριτσίστικο και για λίγο χάνεις την αίσθηση. Πού είσαι;

Τα παλιά σκοινιά που συγκρατούν  τις καμπάνες κι αυτά που δένουν τα καράβια, νιώθεις λίγο να σε τραβούν αλλού για να δεις μέσα στο πρώτο φως στους φαγωμένους ιστούς, τα μαύρα έντομα πιασμένα αιώνες να σου κόβουν το δρόμο ξαφνικά και να νιώθεις το ίχνος τους στο δέρμα σου. Κελύφη μικρών σαλιγκαριών κολλημένα στα δέντρα, φύλλα ευκαλύπτων, κυπαρίσσια, σταφύλια. Σταφύλια στα πανέρια, πάνω σε λυγαριές με το διάφανο μωβ, το ροζ, το άσπρο, σε μικρά τσαμπιά. Αγουρωπή γεύση του χυμού που θα σταλάξει στα μάγουλα το νέκταρ. Υπέρ υγείας. Ευχές μουρμουριστές  που ακούγονται ως τις σπηλιές. Αντίλαλος νερού που σταλάζει αργά κι απομεινάρια φωτιάς στους βράχους.  Κουφάρια ζώων, μυρμηγκοφωλιές και σφήκες. Μια λινή γάζα περιβάλλει το ορατό και το αόρατο το βλέπεις καθαρά στις κορυφογραμμές και στα παλιά μονοπάτια. Άγγελοι κατεβαίνουν αλαφρά ως τα σπίτια, ακουμπούν στο λίκνο της νέας ζωής δίνοντας καινούργιο όνομα και παίρνουν τις ψυχές τις κουρασμένες,  γεμάτες νερό κι αλάτι της συγχώρεσης κατά την άλλη μεριά του κόσμου.

Όταν θα φύγεις από τον τόπο αυτό που δεν είναι ένα τοπίο, δεν θα ξέρεις να πεις αν τα είδες  αυτά ή τα ονειρεύτηκες. Αλλά τα είδες σαν σε όνειρο. Όπως το στάρι στα μικρά αλώνια και τα άλογα σ’ έναν στροβιλισμό σκόνης των κόκκων που θα θρέψουν τη ζωή στα άγονα μονοπάτια των νησιών που τα λένε της ερημίας και νησιά της εξορίας. Που τα κατοίκησε ο άνθρωπος και υπάκουσε το αδύνατο των στοιχείων στο μάτι και στο χέρι που έφτιαξε έναν επίγειο κόσμο δαιμονικού παραδείσου στο άσπρο του ασβέστη πέλμα.

γράφει η Άγγελα Μάντζιου