Ντέιβιντ Μίτσελ Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπα ντε Ζουτ *κριτική Άγγελα Μάντζιου

Written by

«Οι Ιάπωνες διαβάζω», λέει ο Τάλμποτ, « δίνουν φανταχτερά ονόματα στο βασίλειό τους…»

«…“Η Χώρα των Χιλίων Φθινοπώρων”», ή « “Η Ρίζα του Ήλιου”».

«Τώρα που βλέπω την Ιαπωνία», λέει ο Τάλμποτ, αυτά τα ποιητικά ονόματα μοιάζουν ακριβή».Σελ. 415

«Η αλήθεια ενός μύθου, εντιμότατε δεν βρίσκεται στα λόγια του μα στις υποδείξεις του». Σελ.468

« “ Μαρίνους” » σημαίνει “θάλασσα”; Δηλαδή γιατρός είναι  “δρ Ωκεανός;”»

«Μπορείτε να το πείτε έτσι, ναι. Το  “Αϊμπαγκάβα ” σημαίνει κάτι;»

«Άϊμπα είναι “λουλακί”»….«Και γκάβα είναι “ποτάμι”».

«…Το πλήρες όνομά μου είναι Γιάκομπ ντε Ζουτ». «Μακάρι, σκέφτεται, οι μιλημένες λέξεις να πιάνονταν και να κλείνονταν σ’ ένα μενταγιόν».Σελ.153

 

Συνάντηση δύο κόσμων που συγκλίνουν και αποκλίνουν σε ευαίσθητα σημεία,  στη σφαίρα Ανατολής- Δύσης.Ολλανδία,  ένας αποικιακός σταθμός στο μάτι της Άπω Ανατολής, Ιαπωνία,  ένα χρυσάνθεμο στη χώρα των χιλίων φθινοπώρων,  όπως αυτά φθίνουν στη ζωή του υπαλλήλου Γιάκομπ ντε Ζουτ, που εργάζεται για λογαριασμό της  Ολλανδικής Ενωμένης ΕταιρείαςΑνατολικών Ινδιών, στη ρότα  του Ναγκασάκι. Μυθιστόρημα  οριακών κύκλων  που τείνουν σε προσεγγίσεις δύο πολιτισμών,σ’  έναν μετατοπισμό νοημάτων  που   οριοθετούν – και-οι γλωσσικοί περιορισμοί, ένας αγώνας κυριαρχίας, σύγκρουσης  και επιβολής, ένα παιχνίδι στρατηγικής στην κυριολεξία μιας μεταφοράς, ένας  ουτοπικός  μετεωρισμός στη  μυθιστορηματική ύλη της ρεαλιστικής καταγραφής   και  της επινοημένης σύλληψης.

Με μία δύσκολη γέννα,  που προοιωνίζει το θάνατο του βρέφους του άρχοντα Σιρογιάμα,  ξεκινάει η αφήγηση  του πολυπρόσωπου κύκλου αυτού του βιβλίου, που κλείνει τον αφηγηματικό  ιστό με έναν αξιοπρεπή  θάνατο,  του έντιμου, θρησκευόμενου υπαλλήλου,  Γιάκομπ ντε Ζουτ .Η μαία Αϊμπαγκάβα Ορίτο, επιβλέπει και καθοδηγεί, με τη βοήθεια ενός γιατρού που παρακολουθεί -λόγω της αυστηρής εθιμοτυπίας- πίσω από ένα παραβάν τη διαδικασία της  γέννας,  του βρέφουςτης Καβασέμι,  παλλακίδας  του  Ιάπωνα άρχοντα,  που όπως όλα δείχνουν είναι νεκρό, γιατί δεν έχει σφυγμό. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες της μαίας  να εμφυσήσει  ζωή στο βρέφος αποτυγχάνουν, ώσπου  η πτώση του εμβρυουλκού, ανατρέπει τα δεδομένα και το κλάμα,  του νεαρού ευγενή Ιάπωνα, ακούγεται δυνατό , ανοίγοντας τον κύκλο της ζωής του. Αυτός ο ίδιος  αφηγηματικός   κύκλος της  ιστορίας, θα  κλείσει με τον  θάνατο του κατώτερου υπαλλήλου  ντε Ζουτ, του ξένου,  τόσο στην Ιαπωνία –παρά την πολύχρονη παραμονή του- όσο και στην Ολλανδία,  με την επιστροφή στην πατρίδα του, που του επιφυλλάσσει καταξίωση, δόξα, φήμη,  χρήματα,  μοναξιά και αναμνήσεις, εξαιτίας  του γιου που άφησε πίσω του για πάντα και της παράξενης γυναίκας που ερωτεύτηκε.

1799

«…και ο τρεμάμενος νεογγένητος ροδαλός δεσπότης αφήνει το ουρλιαχτό του στη Ζωή».Σελ.18

1817

« Το εκκρεμές  του ρολογιού παγιδεύει το φως της φωτιάς, και  στον επιθανάτιο ρόγχο του Γιάκομπ ντε Ζουτ, κεχριμπαρένιες σκιές στην ακριανή γωνιά συμπυκνώνονται στη μορφή μιας γυναίκας. Γλυστρά ανάμεσα στους μεγαλύτερους, ψηλότερους θεατές, απαρατήρητη…

…και στρώνει τη μαντίλα της, για να κρύψει καλύτερα το έγκαυμά της. Βάζει τις δροσερές παλάμες της στο ιδρωμένο από τον πυρετό πρόσωπο του Γιάκομπ. Ο Γιάκομπ βλέπει τον εαυτό του, νέο, στα σχιστά της μάτια». Σελ.544

Τριτοπρόσωπη αφήγηση, νήματα ιστοριών που ακουμπούν το γεγονός της ζωής και του θανάτου, σ’ ένα πολυπρόσωπο περιβάλλον εμπορικών συναλλαγών, κυριαρχίας, εκμετάλλευσης  και ευκαιριών για πλούτο και δόξα. Εξουσία, οικονομική κυριαρχία, γραφειοκρατία, ιεραρχία, διπλωματία και πολιτική,  στον απόηχο της αποικιοκρατίας και των ισορροπιών  μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής, όπως  διαφαίνονται στον κύκλο του 18ουκαι 19ουαιώνα για το  έθνος των Ολλανδών και των Ιαπώνων. Διερμηνείς, υπάλληλοι, δούλοι ,  εμπορικοί κανόνες που αναδιατυπώνονται,  σε ένα περιβάλλον καχυποψίας, προδοσίας, προσωπικών φιλοδοξιών. Παράλληλα, θρησκευτικές  συνήθειες,  δοξασίες και δόγματα, δοκιμασίες και περιπέτειες στη συνάντηση των δύο κόσμων, που διαφέρουν στις εκφράσεις και στον προσανατολισμό. Τα πρόσωπα της ιστορίας κινούνται στο όριο των πραγμάτων, όριο προσωπικό, γλωσσικό,θρησκευτικό,  εθνικό, που δοκιμάζεται στο όνειρο της προσέγγισης και στον μαγνητισμό της έλξης-απώθησης  των δύο αυτών  κόσμων. Ο Ιαπωνικός κόσμος,  αινιγματικός και εσωστρεφής και ο Ευρωπαϊκός, κατακτητικός και δυνατός, στην όψη της Ολλανδικής ναυτικής επικυριαρχίας, συναντιούνται στην τεχνητή γη της Ντετζίμα, στο όριο του Μεσαιωνικού σκοταδισμού και της  εποχής  του Διαφωτισμού, που αναμετριέται  και συγκρούεται με δύναμη. Ίντριγκες και προδοσίες, υπερβατικές προσπάθειες χαρισματικών ανθρώπων και σκοταδισμός, δίνουν το στίγμα του έργου,  που εστιάζει σε μια μακρινή εποχή επιστήμης και προλήψεων, εθιμοτυπικών κανόνων, συνειδησιακής πάλης, στερήσεων, θρησκευτικότητας,  που εκφράζεται με μεγάλη ποικιλομορφία τόσο στα  ρεαλιστικά όσο και στα  μυθοπλαστικά στοιχεία.

Αφηγηματικά όχι πολύ ώριμη γραφή, ιστορίες σε  ρεαλιστικό υπόβαθρο και ανάδειξη  στοιχείων  που αφορούν την ουσία της ζωής πίσω από τη μάσκα της διπλωματίας και της διερμηνείας. Ο εμπορικός κόσμος, η ζωή του ναυτικού σε ιεραρχική κλίμακα, οι πόλεις, τα δόγματα, τα βιβλία, το παιχνίδι γκο, η μουσική, η μητρότητα και η θέση των γυναικών, οι ενδυμασίες και οι κώδικες της καθημερινής ζωής, της τιμής και της συνείδησης, στο υπόστρωμα των ιστοριών και των χαρακτήρων που περιγράφονται, δίνουν  βάθος στο πολυεπίπεδο  μοντέλο αφήγησης.Ζωηροί διάλογοι, συζητήσεις, αναμετρήσεις,  μια απόπειρα επικής αναπαράστασης και καταγραφής, κινηματογραφική οπτική, ιδιότυπη και λεπτομερής αφηγηματική τεχνική,  με λογοτεχνικές αναφορές σε υπόδειξη, δίνουν στο πολυπρόσωπο αυτό μυθιστόρημα,  μια αύρα εξωτισμού και  ποιητικότητας της Ιαπωνικής κουλτούρας, που ο συγγραφέας συλλαμβάνει σε μικρές εικόνες  με μιαν  λεπταίσθητη παρατηρητικότητα.

«Ακούει  την αρχαία σιωπή του χιονιού που πέφτει».Σελ. 214

«Η καρδιά του Σιρογιάμα σταματά να χτυπά. Ο σφυγμός της γης πάλλεται στο αυτί του».Σελ.526

«…η Ανατολή, δεν είναι παρά σήματα, ντε Ζουτ». Σελ.46

«Το ζωηρό φεγγάρι είναι φυλακισμένο στο μισο-ιαπωνικό , μισο-ολλανδικό παράθυρό του…

…τα γυάλινα τζάμια λιώνουν το φεγγαρόφωτο. τα χάρτινα το διηθίζουν  σε σκόνη κιμωλίας». Σελ.71

 

« “ Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, παιδί μου;” Λέω, “Όχι, κύριε”. Λέει, “Εγώ,  παιδί μου, είμαι η μελλοντική σου ευημερία”. Νόμισα εννοούσε θα με τάιζε άμα προσηλυτιζόμουνα στην Εκκλησία του, και ήμουνα τόσο λιμασμένος που θα γινόμουνα κι εβραίος για ένα πιάτο σούπα, μα όχι. “Την έχεις ακουστά την ευγενή και μεγαλοπρεπή  Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, παιδί μου, δεν την έχεις; ”, Λέω, “Και ποιος δεν την έχει, κύριε; ” Λέει,”Ώστε είσαι ενήμερος για τις λαμπρές προοπτικές που προσφέρει η εταιρεία σε τολμηρά και πρόθυμα παλικάρια στις κτήσεις της σε όλη την ασημογάλανη σφαίρα του Δημιουργού μας, ε; ” Λέω, πιάνοντας το νόημα επιτέλους,”Το ξέρω, κύριε, μάλιστα ”.Λέει, “ λοιπόν, είμαι ο πρώτος στρατολογητής  για το αρχηγείο του Άμστερνταμ και το όνομά μου είναι Ντιουκ βαν Άις. Τι θα έλεγες για μισό φιορίνι προκαταβολή απ’ τον μισθό σου, και διαμονή και διατροφή ωσότου ο επόμενος στολίσκος της εταιρείας ξεκινήσει τον ψαρόδρομο προς τη μυστηριώδη Ανατολή;” Και λέω, “Ντιουκ βαν Άις, είστε ο σωτήρας μου”. Κύριε ντε Ζ., δεν σ’ αρέσει το ρούμι;».Σελ.123

«Όταν είμαι στο νησί του μυαλού μου, είμαι ελεύθερος σαν τους Ολλανδούς…Και τότε ακούω, «Μ’ ακούς τεμπελόσκυλο;»

Και τότε ακούω, «Αν δεν σε κάνω εγώ να κουνηθείς, θα σε κάνει το μαστίγιό μου!» Κάθε φορά που επιστρέφω από το νησί του μυαλού μου, με ξαναπιάνουν οι δουλέμποροι». Σελ.369

«Τα ονόματά μου ως σκλάβος  αλλάζουν ανάλογα με τα καπρίτσια των αφεντάδων μου. Οι δουλέμποροι από την Άτζε που με έκλεψαν με ονόμασαν «Ίσια Δόντια». Ο Ολλανδός που με αγόρασε στο σκλαβοπάζαρο της Μπατάβια με ονόμασε «Ουάσινγκτον»…Το αληθινό μου όνομα δεν το λέω σε κανέναν, έτσι κανένας δεν μπορεί να κλέψει το όνομά μου». Σελ. 368

 

«Αν είχε πέσει για ύπνο ένας άνθρωπος δυο αιώνες πριν», εικάζει ο Μαρίνους, «και ξυπνούσε σήμερα το πρωΐ, θα αναγνώριζε τον κόσμο του απαράλλακτο, επί της ουσίας. Τα πλοία είναι ακόμα ξύλινα. η ασθένεια είναι ακόμα αχαλίνωτη. Ουδείς μπορεί να ταξιδέψει γρηγορότερα από τον καλπασμό του αλόγου, και ουδείς μπορεί να σκοτώσει τον άλλον αν δεν τον βλέπει. Αλλά αν ο ίδιος άνθρωπος αποκοιμηθεί απόψε και ο ύπνος του κρατήσει εκατό χρόνια, ή ογδόντα, ή ακόμα κι εξήντα, ξυπνώντας δεν θα αναγνωρίσει τον πλανήτη εξαιτίας των μετασχηματισμών που θα έχει επιφέρει η επιστήμη». Σελ.247

«Ποιος προφήτης του εμπορίου, ας πούμε στο έτος 1700, θα μπορούσε  να είχε προβλέψει έναν καιρό όπου οι λαϊκοί  καταναλώνουν τσάι με τον κουβά και ζάχαρη με το τσουβάλι; Ποιος υπήκοος του Γουλιέλμου και της Μαρίας θα μπορούσε να έχει προβλέψει την «ανάγκη» του  σημερινού πλήθους των μετρίων για βαμβακερά σεντόνια, καφέ και σοκολάτα; Τα αναγκαία για τον άνθρωπο είναι επιρρεπή στη μόδα. και, καθώς θορυβώδεις καινούργιες ανάγκες αντικαθιστούν τις παλιές, η ίδια η όψη του κόσμου αλλάζει…». Σελ.374

Τα πρόσωπα του έπους αυτού κινούνται στο όριο των επιθυμιών και καθυστερούν την λυτρωτική  υπέρβαση, ακυρώνοντας την ουσία της . Ο ντε Ζουτ, τίμιος και φιλομαθής,  θρησκευόμενος και πιστός  στην υπόσχεση και στην ανάμνηση της Άννας, διστάζει να ομολογήσει,  στον εαυτό του,  την έλξη  που ασκεί επάνω του η έξυπνη Ορίτο και η προσέγγισή τους μένει μετέωρη. Θα φύγει από την Ιαπωνία αφήνοντας πίσω του  έναν γιο .Θα επιστρέψει στη χώρα του, αλλά η Άννα θα έχει πεθάνει στη γέννα παντρεμένη με άλλον. Θα παντρευτεί  μια νέα γυναίκα και θ’ αποκτήσει  έναν γιο Ολλανδό. Θα πεθάνει με την ανάμνηση της Ορίτο.

Η Ορίτο, κόρη γιατρού,  με την καμένη πλευρά του προσώπου της, αγωνίζεται να ξεφύγει  από τον σκοταδισμό της εποχής καταφεύγοντας στη γνώση και στο καθήκον της  επιστήμης  της. Ο  Ογκάβα Ουζαέμον, ξένος στην μοίρα  του τόπου καταγωγής, τείνει νοσταλγικά ώτα στον Δυτικό πολιτισμό, εγκλωβισμένος στη γοητεία της Ορίτο και στην υποταγή της μοίρας ενός αδιάφορου γάμου, ώσπου να  πάρει την καθοριστική απόφαση .Ο άρχοντας Σιρογιάμα πεθαίνει σαν Σαμουράι, αποχαιρετώντας τον μικρό γιο της παλλακίδας Καβασέμι,  παρασύροντας  τιμωρητικά στον  θάνατο τον ύπουλο αντίπαλο Ενομότο, υπεύθυνο  του εγκλεισμού της Ορίτο και της δυστυχίας πολλών γυναικών.  Τιμωρία ύβρης,  που τρέφουν οι σκοταδιστικές μέθοδοι,  της  μεταφυσικής αθανασίας,  του δόγματός του.

«Δεν μπορείς να τον δεις», λέει ο κυβερνήτης, «μα σε αυτό το κάστρο ζει ένας πρίγκηπας».Εσύ θα την ξεχάσεις αυτή την ιστορία, ξέρει, μα η μητέρα σου θα τη θυμάται». Σελ.516

«Η αποστολή μας εδώ, άντρες, είναι να φέρουμε τον  δέκατο ένατο αιώνα  σ’ αυτές τις νυχτωμένες ακτές.Λέγοντας “ δέκατο ένατο αιώνα”, εννοώ τον βρετανικό δέκατο ένατο αιώνα: όχι τον γαλλικό, μήτε τον ρωσικό, μήτε τον ολλανδικό.

…Επιθυμώ να στείλετε ένα μήνυμα στον κυβερνήτη του Ναγκασάκι, ετούτη την ιστορική μέρα, ότι οι Βρετανοί, σε αντίθεση με τους Ολλανδούς, ποτέ δεν θα ποδοπατήσουμε τον Μεσσία μας για το κέρδος.

…Τραγουδήστε σαν πολεμιστές». Σελ.447

Αγώνας επιβίωσης,  καθηκόντων,  αφοσίωσης, προδοσίας, ελευθερίας.Αναμέτρηση με τις δυνάμεις που υπερβαίνουν τα πρόσωπα. Μεταφυσική χροιά και ορθολογισμός,  στην Ιαπωνία του Γιάκομπ ντε Ζουτ. Μία μέρα, χίλια φθινόπωρα. Αυτή η Ιαπωνική παροιμία, συνοψίζει τη ζωή του ντε Ζουτ. Ο χρόνος της αιωνιότητας στη θάλασσα του κόσμου,  ως προσδοκία.Νοσταλγία βασανιστική,  ως τον θάνατο,  του  ντε Ζουτ, του ξένου,  ανάμεσα σε δύο πατρίδες,  δύο χωρών  στο ιδιότυπο και οριακό στίγμα τους .

«Η  Ορίτο λέει στα ολλανδικά, «Λοιπόν, διοικητή ντε Ζουτ, τα κοινά μας βήματα τελείωσαν». Σελ.536

«Είναι φορές που υποπτεύομαι πως το μυαλό έχει μυαλό δικό του. Μας δείχνει εικόνες. Εικόνες από το παρελθόν, κι από αυτό-που-ίσως-γίνει-κάποτε. Το μυαλό του μυαλού ακολουθεί τη δική του βούληση, κιόλας, κι έχει τη δική του φωνή». Κοιτάζει τον φίλο του, που παρακολουθεί ένα αρπακτικό ψηλά από πάνω τους. «Ακούγομαι σαν μεθυσμένος ιερέας». «Καθόλου», ψελλίζει ο Σουζάι. «Καθόλου». Σελ. 350

«Το γκο είναι μια μονομαχία μεταξύ προφητών, σκέφτεται. Κερδίζει αυτός που βλέπει μακρύτερα».

«Έχετε κι εσείς καμιά φορά την υποψία», ρωτάει, «ότι δεν παίζουμε εμείς γκο, αλλά το γκο παίζει εμάς;». Σελ. 520

«Ο έντυπος λόγος είναι τροφή», λέει ο Μαρίνους, «και φαίνεσαι πεινασμένος, Δομβούργιε». Σελ. 173

«Ένα πεφταστέρι ζει και πεθαίνει σε μια στιγμή». Σελ. 106

 

Ντέιβιντ Μίτσελ
ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ ΤΟΥ ΓΙΑΚΟΜΠ ΝΤΕ ΖΟΥΤ
Μυθιστόρημα
Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΠΟΣ