Ντύλαν Τόμας, λυρισμός, ποίηση, μποέμικη ζωή, έρωτες, αλκοόλ

Written by

Ο Ντύλαν Τόμας γεννήθηκε στο Σουώνσι της Ουαλίας στα 1914 και παράτησε το σχολείο στα 16. Αφού εργάστηκε για κάποιο διάστημα σαν δημοσιογράφος, αποκάλυψε το ποιητικό του ταλέντο στο διαγωνισμό κάποιας λαϊκής εφημερίδας, στα 1933. Η φαινομενικά αχαλίνωτη φαντασία του τάραξαν τη συγκρατημένη ποίηση των διαδόχων του Τόμας Έλιοτ και ξανάφεραν στο λογοτεχνικό προσκήνιο τις ρομαντικές διαστάσεις της αγγλικής ποίησης.

«Μοιάζω μια ζωή να παραπονιέμαι για το ότι δεν μπορώ να ταιριάξω τη διάθεση των επιστολών μου με τη διάθεση του αποσαθρωμένου κόσμου που με περιβάλλει. Σήμερα παραπονιέμαι και πάλι γιατί μια κολασμένη ομίχλη κείται πάνω από το πορθμείο του Λάφαρν, και τα σύννεφα απλώνονται πάνω από τον μελωδό ουρανό –τι εξεζητημένη μεταφορά– σαν σεντόνια προστατευτικά πάνω σ’ ένα πιάνο» 

Με την γυναίκα του την  Κέιτλιν γνωρίστηκαν σε μια παμπ στο Λονδίνο στις αρχές του 1936 όταν ήταν και οι δυο 21 ετών. Παντρεύτηκαν ένα χρόνο αργότερα, απέκτησαν τρία παιδιά, ενώ η κοινή τους πορεία ήταν τρικυμιώδης. Από τις πρώτες του επιστολές, πάντως, φαινόταν ότι η Κέιτλιν ξυπνούσε την ποιητική φαντασία του και τη διάθεση για μποέμικη ζωή: «Σ’ αγαπώ για εκατομμύρια εκατομμυρίων πράγματα, ρολόγια και βαμπίρ και βρόμικα νύχια και μπερδεμένες ζωγραφιές και όμορφα μαλλιά και ωραία μεθύσια και έκπτωτα όνειρα..», της έγραφε. «…μπορείς να με διδάξεις να περπατάω στον αέρα, κι εγώ θα σε διδάξω να βγάζεις χαριτωμένους ήχους απ’ το πιάνο δίχως διόλου μουσική· θα έχουμε ένα κρεβάτι σε κάποιο μπαρ, και δεν θα έχουμε πεντάρα τσακιστή και θα ζούμε με δανεικά κι αγύριστα από άλλους…».

Γενικά το μεγαλύτερο μέρος των ερωτικών επιστολών του Ντίλαν Τόμας έχουν αποδέκτη την «ωραία, όμορφη, αλαργινή» Κέιτλιν Μακναμάρα, τη σύζυγό του, που χαϊδευτικά αποκαλεί Κατ (γάτα). Υπάρχουν κι άλλα γράμματα προς τις κατά καιρούς ερωμένες του, την ηθοποιό Ρουθ Γουίν Οουεν ή τη συγγραφέα Εμιλι Χολμς Κόουλμανς,

Αντίστοιχα μια επιστολή προς την  Έμιλι Χολμς Κόουλμανς
«Καλή μου Έμιλι, είναι καλό το ότι μου γράφεις. Μ’ αρέσουν τα γράμματά σου όσο το ουίσκι και τα κεράσια και ο καπνός και το μέλι, και πάντα καταλαβαίνω τουλάχιστον τα μισά από όσα έχουν γραφτεί με το χέρι.
Τούτο εδώ δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό σημείωμα για να σου πει πράγματα. Είμαι από τον κορφή μέχρι τα νύχια στις διαλέξεις, και ούτως ή άλλως όλα τα πράγματα που θα ήθελα να σου γράψω θα σου τα πω σε λίγο από κοντά.
Έχω να δώσω δύο διαλέξεις στο Κέμπριτζ το Σάββατο και την Κυριακή και μετά θα επιστρέψω κάποια στιγμή τη Δευτέρα. Θα σου τηλεφωνήσω αμέσως. Θα πιούμε ένα εκατομμύριο ποτά και θα σκεπάσουμε την εγγλέζικη νύχτα με μιαν ουαλική και αμερικανική δόξα.
Και ναι: απαλλάχτηκα από τα μαυράδια μου για δύο μέρες και μετά επανήλθαν σε μένα φωνάζοντας: “Μπαμπά, μπαμπά!”. Κι έτσι, θα πρέπει ν’ αρχίσω πάλι απ’ το μηδέν, (μαζί σου), αν και τα χέρια μου είναι σαν κρίνοι τώρα. Τη Δευτέρα λοιπόν. Μου λείπεις τρομερά. Φιλιά, φιλιά, φιλιά».

Απολαμβάνοντας τον έγγαμο βίο, στην αρχή του τουλάχιστον, περνάει τις ευτυχέστερες μέρες της ζωής του. Δύο χρόνια μετά κυκλοφορεί η αριστουργηματική συλλογή «Ο χάρτης της αγάπης», ενώ παράλληλα κάνει δουλειές του ποδαριού και κάποιες διαφημίσεις για το ραδιόφωνο. Όμως, η μόνιμη φτώχεια γίνεται ακόμα πιο πιεστική, αφού η οικογένεια του ζευγαριού μεγαλώνει και τα τρία παιδιά επιβαρύνουν σημαντικά τα έξοδά τους. Ώσπου, ξαφνικά το 1940, του αναθέτουν μια ραδιοφωνική εκπομπή στο BBC που αποτελεί το πρώτο βήμα προς την αναγνώριση και τη διασημότητα.
tomas

Η συλλογή του «Θάνατοι και Είσοδοι», που δημοσιεύεται το 1946, κερδίζει το αναγνωστικό κοινό κάνοντας τεράστιες πωλήσεις.

Το πιο γνωστό του ποίημα είναι αναμφισβήτητα το “Do not go gentle into that good night”. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Botteghe Oscure το 1951 και μετά, το 1952, συμπεριλήφθηκε στη συλλογή In Country Sleep and other poems.Το είχε γράψει με αφορμή τον επικείμενο θάνατο του πατέρα του, David John Thomas (1876-1952).

Ο Thomas, σε αντίθεση με τους περισσότερους ομότεχνούς του, ήταν εξαιρετικός στην απαγγελία των ποιημάτων του. Ας τον ακούσουμε να απαγγέλει αυτό το ποίημα σε μια ιστορική ηχογράφηση του BBC.

Do not go gentle into that good night,
Old age should burn and rave at close of day;
Rage, rage against the dying of the light.

Though wise men at their end know dark is right,
Because their words had forked no lightning they
Do not go gentle into that good night.

Good men, the last wave by, crying how bright
Their frail deeds might have danced in a green bay,
Rage, rage against the dying of the light.

Wild men who caught and sang the sun in flight,
And learn, too late, they grieved it on its way,
Do not go gentle into that good night.

Grave men, near death, who see with blinding sight
Blind eyes could blaze like meteors and be gay,
Rage, rage against the dying of the light.

And you, my father, there on the sad height,
Curse, bless, me now with your fierce tears, I pray.
Do not go gentle into that good night.
Rage, rage against the dying of the light.

Δεν έγινε ποτέ πλούσιος, αντίθετα μεγάλες περιόδους της ζωής του τις πέρασε μέσα σε μεγάλη φτώχια. Όταν πλέον το έργο του αναγνωρίστηκε ήταν αργά. Το αλκοόλ είχε κλονίσει ανεπανόρθωτα την υγεία του. Το 1950 του προτείνουν να κάνει μια περιοδεία απαγγελιών στην Αμερική και ακολουθούν άλλες δύο, το 1952 και ’53. Dylan-Thomas

Το τελευταίο του γράμμα απευθύνεται στην Ελίζαμπεθ Ρέιτελ, την οποία γνώρισε στην Αμερική, ενώ συνεργάστηκαν στο θεατρικό του «Κάτω από το Γαλατόδασος». Με χιουμοριστική διάθεση αναφέρεται σε πρακτικά ζητήματα, όπως μια πρόσκληση για τη Διεθνή Συνδιάσκεψη Λογοτεχνών, όπου μεταξύ άλλων θα ήταν ο Ελιοτ, ο Τόμας Μαν, ο Φόρστερ, ο Καμί, ο Χέμινγουεϊ: «Με τα ονόματα τέτοιων παλικαριών πρέπει να υπάρχει παραδάκι», σχολιάζει. «Α, ναι, και ο Αρθουρ Μίλερ θα είναι εκεί, οπότε αυτός κι εγώ θα μπορούμε να είμαστε αβανγκάρντ παρέα και να γράψουμε ένα θεατρικό έργο όπου οι πάντες θα βγάζουν τα ρούχα τους σ’ έναν υπόνομο».

Στα 1953 και ενώ βρισκόταν στη Νέα Υόρκη απαγγέλοντας για  τους ακροατές του τα ποιήματα του, είχε φθάσει το τέλος.  Στις 9 Νοεμβρίου του 1953 ο Ντίλαν Τόμας πεθαίνει σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Λέγεται πως λίγο πριν την οριστική κατάρευση, καυχιόταν στην Ρέιτελ πως είχε πιει 18 ποτήρια ουίσκι. Ήταν μόλις 39 ετών.