Nymph()maniac

Written by

‹‹ Δεν είχα άλλη παρηγοριά στη μεταμόρφωσή μου
παρά μόνο ότι έβλεπα να μεγαλώνουν τα γεννητικά μου μόρια.
Έγινα γάιδαρος. Αν κι ήμουν τώρα ένας χοντρογάιδαρος,
διατηρούσα ακόμη το ανθρώπινο λογικό ››
Απουλήιος
Ο χρυσός γάιδαρος ή Οι μεταμορφώσεις

Όταν τα ερωτήματα δεν πηγάζουν από μέσα σου, τότε να είσαι σίγουρος ότι θα σου έρθουν από έξω ̇ έτσι, σε ανύποπτη στιγμή η ηρωίδα του Nymphomaniac σπεύδει να μας νουθετήσει έμμεσα: ‘’πώς θα πάρεις περισσότερα από την ιστορία μου, αν την πιστέψεις ή αν δεν την πιστέψεις ; ‘’. Σε αυτή τη νέα κινηματογραφική δουλειά του Λαρς φον Τρίερ παρακολουθούμε έναν συνεσταλμένο μεσήλικα εβραϊκής καταγωγής, τον Σέλιγκμαν ( =ευτυχισμένος) να βρίσκει σε ένα σοκάκι αναίσθητη και χτυπημένη μια γυναίκα, την Τζο ̇ την περιθάλπει στο σπίτι του κι εκείνη αρχίζει να του διηγείται την γεμάτη σεξ ιστορία της ζωής της ( =νυμφομανία; ). Κάθε κεφάλαιο αυτής της ιστορίας προσεγγίζεται με διαφορετικό σκηνοθετικό στιλ, εμπλουτισμένο ενίοτε και με χιουμοριστική διάθεση: η σεξουαλική εμπειρία άλλοτε συνδέεται με το ποταμίσιο ψάρεμα, κι άλλοτε με την πολυφωνική μουσική ( cantusfirmus) του Μπαχ. Ενόσω εξελίσσεται η ταινία, ο σκηνοθέτης δεν παύει να μας επιδεικνύει το πόσο ακούραστα ευρηματικός μπορεί να γίνει, καθώς ενορχηστρώνει προκλητικά τις εικόνες με τις στιχομυθίες, υπό τη ροκ μουσική επένδυση του βερολινέζικου συγκροτήματος Rammstein. Η εναρκτήρια σκηνική μετάθεση, ως εξωτερικό ντεκόρ στα πλάνα, από τις στάλες της βροχής προς τις νιφάδες του χιονιού προαναγγέλλει τον επιδέξια έντεχνο τρόπο που θα χρησιμοποιήσει ο δανός σκηνοθέτης όσον αφορά την κίνηση της κάμερας στη συνέχεια της ταινίας. Ενδεικτικά, το ακατάλληλο φορτίο του Nymphomaniac για το οποίο γίνεται και ντόρος, οι προκλητικές σκηνές, παρατίθενται σε γρήγορο χρόνο και σπασμωδικά ωσάν table aux vivants, δηλαδή ως εικόνες ζωντανών πινακων συνουσίας. Ολόκληρη η ταινία βρίθει από την μεταστατική εικονοπλασία του Τρίερ , συχνά σε συναρπαστικό βαθμό!

Η προσωποποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου, η Τζο, δηλώνει με άνεση αλλά και τον απαιτούμενο α λα φον Τρίερ κυνισμό ότι είναι ‘’πολύ κακός άνθρωπος’’, παρά την βαθιά μοναξιά που εκπέμπει, αναπολώντας κάποια στιγμή ορισμένα ‘’φύλλα σε σχήμα καρδιάς’’. Αν και ζητάει με αθωότητα από τον Σέλιγκμαν ‘’ένα τσάι και λίγο γάλα’’, δεν είναι εφικτό να αντιληφθούμε το μέγεθος και την ένταση του σεξοτυχοδιωκτισμού που την διακρίνει ̇ ωστόσο, η ίδια επισημαίνει πως η μόνη διαφορά της από τους άλλους είναι ότι απαιτούσε πάντοτε περισσότερα από το ηλιοβασίλεμα. Η Τζο , απογυμνωμένη ψυχικά όπως ένας ξερός κορμός δέντρου, ενστικτωδώς ποθεί κάτι: να συνουσιάζεται αχόρταγα – κι όπως λέει και ο Νίτσε, ‹‹ ένας άνθρωπος που θέλει, διατάζει κάτι μέσα του το οποίο υπακούει ή για το οποίο πιστεύει αυτός ότι τον υπακούει ›› (Πέρα από το Καλό και το Κακό). Γι ̓ αυτό, η ψυχή της Τζο είναι εκείνη που περιβάλλει το σώμα της, μια ψυχή λυσσασμένη να συντρίψει κάθε ηθικό ταρτουφισμό. Στον κόσμο της απαραβίαστης νυμφομανίας της Τζο, και το πραγματικό και η φαντασία που το αναζωογονεί εκφυλίζονται. Στα έκφυλα και δαιδαλώδη σοκάκια της ανθρώπινης σεξουαλικότητας είναι που αποφασίζει να περιπλανηθεί ο γεννημένος στην Κοπενχάγη ( τον Απρίλιο του 1956) δημιουργός, ο οποίος σημειωτέον έχει περάσει τα παιδικά του χρόνια σε κοινόβιο γυμνιστών μαζί με τους γονείς του. Εδώ ο Τρίερ εισάγει το σεξ όχι σαν πορνογράφημα, αλλά σαν έναν εθισμό ̇ η μανία για σεξ γίνεται εφάμιλλη της ανάγκης ενός ναρκομανούς για τη δόση του ή ενός αλκοολικού για το ποτό του, κάνοντας τις κινήσεις του σώματος να δείχνουν ‘’μονότονες και άσκοπες, όπως οι κινήσεις ενός αιχμάλωτου ζώου μέσα σε κλουβί’’.

Σαν πονηρή αλεπού ο Τρίερ φιλοδοξεί να μας οδηγήσει σε οίκους όχι ανοχής, αλλά ενοχής, μια κι αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να έρθει σε ρήξη με την κοινωνία που έχει εμμονή με τον έρωτα, ‘’τον έρωτα που είναι τυφλός, χειρότερα, τον έρωτα που διαστρεβλώνει τα πάντα, ή μάλλον κάτι πολύ χειρότερο, τον έρωτα ως κάτι που δεν επιζητάς ποτέ’’. Ό,τι σου αρνείται η πραγματικότητα, ο Τρίερ στο παρέχει αφειδώς με τη εικόνα ψυχοπαθολογικής αφήγησης, η οποία στοχεύει, αφενός, να συγκρουστεί με την καθωσπρέπει κανονικότητα, και αφετέρου, να καυτηριάσει το τετριμμένο χαρακτήρα της ζωής. Στην προσπάθεια του να δραματοποιήσει την νυμφομανία και δίχως να ντρέπεται για την όποια ανηθικότητα του, ο δημιουργός του αριστουργηματικού Dogville, μάς απευθύνεται αυτή τη φορά με κυνική εντιμότητα, καθώς και με μία αφοπλιστική σαφήνεια έξω από αυταπάτες. Oφακός καδράρει τα βιώματα της Τζο με μια ειρωνεία επιθετικού τύπου και βιτριολικής οξύτητας, η οποία ειρωνεία αρέσκεται ουκ ολίγες φορές να ταλανίζεται σαν εκκρεμές μεταξύ πόνου και ηδονής. Γνωρίζει καλά ο Τρίερ πως κάθε άνθρωπος έχει επιθυμίες που δεν θέλει να ομολογήσει ούτε στον εαυτό του ̇ στην περίπτωση της Τζο , το α-διάφορο βίωμα της συνουσίας καλείται να υποκαταστήσει το ψυχικά σημαντικό του (ανεκπλήρωτου) πόθου της, με αποτέλεσμα το πάθος της νυμφομανίας να φιγουράρει ως μια επικίνδυνη ετεροτοπία μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Δεδομένου ότι αυτό στο οποίο πιστεύει κανείς σήμερα πιο πολύ είναι το ίδιο του το σώμα, το τελευταίο ιδωμένο κοινωνικά (σύμφωνα με τη ματιά του Τρίερ) δείχνει να απαρτίζεται από πολλές ψυχές. Χωρίς να πιστεύει ότι μια κουλτούρα του σεξ θα μπορούσε να προστατεύσει τα σώματα μας, ο σκηνοθέτης φωταγωγεί ως ανελεύθερους κι επιφανειακούς εκείνους που υπερήφανα υπάρχουν προσποιούμενοι τη μη-μοναξιά( για την ακρίβεια, δεν τους γουστάρει καθόλου).

Κι έρχεται η στιγμή για να αναρωτηθούμε : αν επιδιώκει ο σκηνοθέτης να ισορροπήσει το χάος των ενστίκτων με την φυσική αρμονία που προϋπάρχει του ανθρώπου, άραγε, θα αρκούνταν να μας παραδώσει ένα απλά αποστειρωμένο πορνό άνευ σημασίας, κι ας επιζητά η πρωταγωνίστρια να της ‘’γεμίσουν όλες τις τρύπες’’ ; Μάλλον το αντίθετο ̇ το Α΄ μέρος του Nymphomaniacφαίνεται να αποσκοπεί στο να διεγείρει το κοινό διανοητικά, κατά έναν τρόπο αναμφίβολα παράδοξο. Η ταινία, από τη μια, προκαλεί μια σύγχυση – πιθανόν γόνιμη – ως προς τα δίπολα καλό-κακό, ηθικό-ανήθικο, και από την άλλη, ιχνηλατεί νέες μορφές έκφανσης της ανθρώπινης ψυχής : και μόνον αυτή η συνθήκη είναι ικανή για να μας κάνει να αφουγκραστούμε με προσοχή τις προθέσεις του Τρίερ, κατανοώντας τον χωρίς καμία αγανάκτηση και προκατάληψη. Εύλογα διαφαίνεται η εξωηθική στην οποία αποβλέπει ο σκανδιναβός στοχαστής της 7ης τέχνης ̇ κι όμως, αν παραφράσουμε τον Μωρίς Μπλανσό, θα λέγαμε ότι ο κινηματογράφος του Τρίερ κατευθύνεται προς τον εαυτό του, προς την ουσία του, που είναι η εξαφάνισή του. Τόσο η κυνικότητα όσο και η ξέχειλη ειρωνεία της ταινίας μόλις που καταφέρνουν να κρύψουν τον υπαρξιακό πόνο-προβληματισμό του δημιουργού περί του γνόφου της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, όπου το μόνο που γίνεται άμεσα ορατό είναι η απέχθεια προς κάθε προσδοκία μεγαλείου. Το οδοιπορικό του Τρίερ αποκτά τον χαρακτήρα μύησης καθώς ζωντανεύει διαρκώς από την λαχτάρα για το σεξουαλικό γεγονός ̇ επομένως, και ανεξάρτητα από το Β΄ μέρος, καλύτερα να πιστέψουμε την ιστορία της Τζο εάν θέλουμε να αποκομίσουμε κάτι.

Οπότε, το κυνικό μηδέν που εισπράττουμε ως θεατές – σε γενναίες δόσεις μάλιστα – απαιτεί από τη σκέψη μας να το καταγράψει όχι ως το προϊόν του κριτικού επιχειρήματος της αλλά ως το ύφος της στοχαστικής γραφής του καινοτόμου σκηνοθέτη. Άρα, audiaturalterapars[1] , εκείνη του πρωτότυπου καλλιτέχνη, ο οποίος μη λησμονώντας πως δεν γεννιόμαστε όλοι με την ίδια αίσθηση αξιοπρέπειας , ρισκάρει να κλείσει το Α΄ μέρος της δημιουργίας του βάζοντας την έκφυλη ηρωίδα να φωνάζει πως δεν νιώθει τίποτα ̇ σα να γνωρίζει ότι ‹‹ η βάρκα της Αφροδίτης δεν έχει ανάγκη για να πλέει τη νύχτα, παρά μόνο λάδι στη λάμπα και κρασί στο ποτήρι ››[2] . Προσοχή: αποκαλυπτικά λειτουργούν απέναντι στο μαύρο φόντο των τίτλων τέλους οι στίχοι του τραγουδιού των Rammstein: ‘’ Πρέπει να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας,/Ένα σώμα, δύο ονόματα/Το χέρι του φόβου σας, τροφοδοτεί το αίμα μου/Δυο ψυχές καλύπτουν ένα δέρμα,/Δυο εικόνες, ένα πλαίσο/Δυο φιτίλια, ένα κερί,/Δυο ψυχές σε μια καρδιά’’.

________________________________________
[1] Ας ακουστεί και η άλλη πλευρά
[2] Απουλήιος, Ο χρυσός γάιδαρος ή Οι μεταμορφώσεις

cityculture / γράφει ο ζΙΩΓΑΣ  αΠΟΣΤΟΛΟΣ βιολόγος