O μπορντώ καφενές

Written by

Όλη η περιοχή των Εξαρχείων είχε κτιστεί αυθαίρετα κοντά στα 1800 από κυκλαδίτες µάστορες, με το μεράκι που μόνο αυτοί είχαν. Λίγο μετά μπήκε στο σχέδιο πόλης, χωρίς όμως να ενταχθεί απόλυτα στην Αθήνα. Ένα τελευταίο απόρθητο οχυρό με ακανόνιστα δρομάκια, διάσπαρτα στενά, με φίλους για γείτονες και με σπίτια οικεία στο μάτι.

Σα γνήσιοι κάτοικοι των Εξαρχείων είχαμε μάθει να εντάσσουμε στην καθημερινότητα τα δρώμενα της εποχής μας. Πορείες, ασφυκτικά τοποθετημένες διμοιρίες και μια γεύση παρακμής ήταν τα παρελκόμενα της ιστορίας της γειτονιάς. Είχαμε μάθει να τα προσπερνάμε. Ένας αυθεντικά λαϊκός συνοικισμός, κατά τι διαφορετικός από τους άλλους. Αλληλέγγυος.

Σαν τα Εξάρχεια κι ο καφενές μας ήταν μια σταλιά και με έντονη προσωπικότητα. Οι καφέδες βιολογικής προέλευσης, οι χυμοί φρεσκοστυμένοι και τα τσάγια φερμένα από μακριά. Ένα αυθεντικά βίνταζ μαγαζί, αφού χρονολογείται από το 1930. Βαμμένο σε τόνους του μπορντώ, με αντικείμενα συναισθηματικής αξίας να κρέμονται από τους τοίχους και με μια εσάνς σανδαλόξυλου εμποτισμένη με άρωμα υγρασίας. Ο δεξιά τοίχος ήταν γεμάτος με ασπρόμαυρες οικογενειακές φωτογραφίες της πάντα ευγενικής κυρίας Πηνελόπης, της γυναίκας που κληρονόμησε το μαγαζί από τον πατέρα της. Στον αριστερό τοίχο κρέμονταν διακοσμητικές αντίκες, από διαφημίσεις εποχής και κάρτες, μέχρι γραμμόφωνα και άχρηστα πικ-απ.

Ακριβώς απέναντι από την τσίγκινη πόρτα της εισόδου στεκόταν επιβλητικός ένας παλιός πίνακας. Λέγεται πως υπήρχε πριν ακόμη πάρει ο πατέρας της το μαγαζί και το κάνει καφενείο. Πάνω στις ξεθωριασμένες από το χρόνο, μπογιές διακρίνονταν μελαγχολικά πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες συγκεντρωμένοι σε ένα μικρό χώρο. Ο Σωτήρης, πάντα, μάντευε, πως επρόκειτο για δημιουργία του Νικόλαου Γύζη, όσο καιρό αυτός έμενε στα Εξάρχεια. Πριν καν αναγνωριστεί σαν καλλιτέχνης. Και παρότι ανυπόγραφο, κάτι του ξυπνούσε η τεχνοτροπία. Η αυστηρή απεικόνιση προσώπων, πλημμυρισμένη με ένταση και πάθος ήταν κάτι που μπορούσες να καταλάβεις, παρά τα χρόνια του έργου.

Εγώ από την πλευρά μου δεν είχα να πω πολλά. Πήγαινα σχεδόν κάθε ημέρα για να ευχαριστηθώ το τσάι μου, να φάω τα χειροποίητα μπισκότα της κ.Πηνελόπης και να ανταλλάξω καμιά κουβέντα. Από τέχνη δε σκάμπαζα.

Όταν μια μέρα πήγα να πάρω το συνηθισμένο μου πακέτο, το μαγαζί ήταν έρημο. «Κλειστόν μέχρι νεωτέρας» διαβάζω έξω από το πορτάκι.

Για τις επόμενες ημέρες περνούσα κάθε πρωί, κι όμως τίποτα. Ώσπου έμαθα πως ο δικός μου καφενές έγινε παρανάλωμα των γνωστών συμφερόντων. Αυτών που τρέφονται με χρήμα και πατημένες αξιοπρέπειες ανθρώπων. Βλέπετε ένα ισόγειο, σε κεντρικό σημείο της περιοχής αποτελεί ένα σωστό φιλέτο.

Η κ.Πηνελόπη δεν είχε άλλο εισόδημα, ούτε κάποιον να τη στηρίξει κι αυτός ο καφενές ήταν το μόνο που της απέμεινε. Κι όμως θεώρησαν σκόπιμο να της κλείσουν το μαγαζί για ψίχουλα. Δε ντράπηκαν.

Λίγες ημέρες μετά στην πλατεία των Εξαρχείων, ηχούσε δυνατά ένας κράχτης.

«Αύριο Τετάρτη, στις πέντε το απόγευμα όλοι εδώ, για να δείξουμε την αλληλεγγύη μας. Όλοι μαζί για ένα καλύτερο αύριο, όπου μικρές επιχειρήσεις δε θα γίνονται προσάναμμα στα μεγάλα τζάκια. Όλοι μαζί για να δούνε, πως δεν είμαστε μόνοι. Όλοι μαζί για να ταχθούμε απέναντι τους, απέναντι σε αυτούς που θέλουν να μας  διαλύσουν έναν –έναν..»

Και ήμασταν όλοι εκεί.