Ο ” Δον Κιχώτης ” του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ στην Ε.Μ.Σ. *κριτική

Written by

Το έργο του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ “Δον Κιχώτης” που αναμετριέται και μεταπλάθει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μιγκέλ ντε Θερβάντες, παρουσιάζει εδώ και λίγες ημέρες το Κ.Θ.Β.Ε. στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη.

Πρόκειται για ένα έργο γραμμένο το 1938, λίγο καιρό πριν τον θάνατο του συγγραφέα και εν μέσω της επικρατούσας δύναμης και δυναμικής του σταλινικού καθεστώτος. Πίσω από τον Δον Κιχώτη φαίνεται να κρύβεται ο ίδιος ο Μπουλγκάκοφ και πίσω από τους ανθρώπους που τον περιπαίζουν η λογική της μάζας, οι πολλοί, οι κυνικοί κι οι ορθολογιστές. Ο Δον Κιχώτης όμως δεν θα μπει ποτέ στον κύκλο τους. Θα τους αντιπαλέψει μέχρι τελικής πτώσεως, γιατί  η τελική πτώση είναι κάτι που αναπόφευκτα έρχεται για έναν ρομαντικό ήρωα σαν αυτόν. Ο Δον Κιχώτης θα νικηθεί, όπως νικήθηκε κι ο Μπουλγκάκοφ, κι όπως ηττάται κάθε μέρα κάθε τι που ξεφεύγει από τις νόρμες και τις επιταγές του ορθολογισμού. Την μετάφραση του κειμένου έκανε η Ταμίλα Κουλίεβα, ενώ τη δραματουργική επεξεργασία η Αμαλία Κοντογιάννη.

Η σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη είχε μερικά πολύ ενδιαφέροντα σημεία, όπως για παράδειγμα η χρησιμοποίηση του κύκλου όπου μέσα παραδέρνουν οι άνθρωποι, ή κι όταν ακόμη βγαίνουν δεν ξεμακραίνουν και πολύ σαν να τους τραβάει μια  μαγνητική δύναμη ή όπως η χρήση των τσόκαρων που δημιουργούσαν ρυθμό, καθώς και οι ταυτόχρονες παράλληλες δράσεις μα πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι – κατά κύριο λόγο στο α’ μέρος – ανέδειξε πλήθος κωμικών στοιχείων. Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως πολλές φορές αυτό έκανε το κείμενο μάλλον να χάνεται. Προσωπικά είμαι αντίθετη και με τις τόσο μεγάλες παύσεις μεταξύ των σκηνών, αλλά φυσικά δεν πρόκειται να σχολιάσω κάτι που είναι καθαρά σκηνοθετική επιλογή. Το καλύτερο όλων, όμως, στην παράσταση ήταν το πώς λειτουργούσε το ensemble στο πρώτο μέρος. Πιστεύω πως η λειτουργία της ομάδας, του συνόλου, ήταν εκείνο το στοιχείο που έκανε πολύ πιο ενδιαφέρουσα και καθηλωτική την παράσταση στο α’ μέρος, απ’ ό,τι στο δεύτερο.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Αλεξάνδρας Μπουσουλέγκα και της Ράνιας Υφαντίδου ήταν λιτά και υποβοηθούσαν τη σκηνική δράση, ενώ κατά βάση χρησιμοποιήθηκαν σκηνικά αντικείμενα τα οποία λειτουργούν πλέον πολύ καλύτερα από ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί παραδοσιακό σκηνικό. Ο κύκλος ως σκηνικό, άλλωστε, δημιουργεί από μόνος του ατμόσφαιρα, ειδικά όταν δίνει την ευκαιρία για ποικίλλους τρόπους εκμετάλλευσης. Εξαιρετική η ιδέα με το γλυπτό. Επί σκηνής, υπήρχε και ζωντανή μουσική σε πρωτότυπη σύνθεση του Κώστα Βόμβολου και εκτέλεση του Γιάννη Πουρνάρα, ο οποίος αρκετές φορές συμμετείχε ενεργά στη δράση.

Ο Γιώργος Καύκας παρουσίασε έναν “κλασικό” – θα μπορούσαμε να πούμε – Δον Κιχώτη, που δεν το βάζει ποτέ κάτω, που μένει πιστός στα όνειρά του και που συνεχώς ξεγελάει εκτός από τον εαυτό του και τον Σάντσο Πάντσα. Στον ρόλο του τελευταίου ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου φάνηκε να το διασκεδάζει κι εκείνος όσο κι εμείς. Ιδιαίτερη φυσιογνωμία, αναδεικνύε την κωμική πλευρά όχι μόνο του ρόλου του αλλά και ολόκληρου του έργου. Το κοινό τον αγάπησε. Ιδιαίτερη αναφορά, αξίζει βέβαια και στον Θάνο Φερετζέλη ο οποίος είναι πάντα εκπληκτικός και απόλυτα δοσμένος σ’ αυτό που κάνει, στον Χάρη Πεχλιβανίδη γιατί ως Παλόμεκ έκλεψε πραγματικά την παράσταση – δημιούργησε έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα εκεί που ως τότε βλέπαμε μόνο τύπους.

Για να καταλήξω, λοιπόν, είναι μια καλή παράσταση που αξίζει να τη δει κάποιος, κυρίως για το πολύ καλό πρώτο μέρος της αλλά και για το δυνατό φινάλε. Η αλήθεια είναι πως είχε κάποια θέματα συνοχής και ροής, αλλά ίσως να έχει να κάνει περισσότερο με το ότι είναι ακόμη οι πρώτες παραστάσεις και δεν έχει “δέσει” ακόμη.

Θα ήθελα να κλείσω το άρθρο με την ατάκα που μου έκανε την περισσότερη εντύπωση απ’ όλες: “Είναι άγριο να περνάς μέσα από τους ανθρώπους. Καλύτερα να περνάς από δίπλα τους.”

Σημείωση:

Μετά το τέλος της παράστασης οι ηθοποιοί εμφανίστηκαν ξανά επί σκηνής καλώντας τους θεατές, μέσα από τα ίδια λόγια του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα που πριν ήτανε “θέατρο”, να συμπαρασταθούν και να κατανοήσουν τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι του ΚΘΒΕ λόγω των οικονομικών προβλημάτων του οργανισμού.

 

Με μία ουτοπία προσπαθούν να χτίσουν μια πραγματικότητα.