Ο Φουκώ και η ψυχανάλυση (του Ρ. Μπλανσέ)

Written by

Πριν λίγο καιρό, ο Γιάννης Κτενάς πήρε συνέντευξη από τον Ρεζινάλντ Μπλανσέ, ψυχαναλυτή, μέλος της Νέας Λακανικής Σχολής και της Σχολής του Φροϊδικού Αιτίου, με θέμα τη στάση της ψυχανάλυσης απέναντι στην ομοφυλοφιλία . Η συνέντευξη περιελάμβανε κι άλλη μία ερώτηση, που αποφασίσαμε να δημοσιεύσουμε ξεχωριστά, λόγω της έκτασης και της συνθετότητας της απάντησης. 

Η ερώτηση ήταν περίπου η εξής: Σύμφωνα με όσα μας λέτε για την ψυχανάλυση, σχηματίζουμε γι’ αυτήν την εικόνα μιας πολύ απελευθερωτικής διαδικασίας. Όμως υπάρχουν στοχαστές, όπως ο Μισέλ Φουκώ, που, παρόλο που δέχονται την υπόθεση του ασυνειδήτου, ασκούν κριτική στον ψυχαναλυτικό λόγο ως εμπλεκόμενο σε εξουσιαστικές πρακτικές. Ποια είναι η ουσία της κριτικής του και πώς τη βρίσκετε;

Και να η απάντηση:

Η σχέση του Φουκώ με την ψυχανάλυση είναι βαθιά αμφίσημη. Από τη μία, αντιλαμβανόμαστε τον θαυμασμό του προς τον Φρόιντ και τον Λακάν ιδιαίτερα. Από την άλλη, μένει καχύποπτος απέναντι στην ψυχανάλυση. Ο Ζαν-Κλοντ Μιλνέρ χαρακτηρίζει τη στάση του ως «απόλυτο σκεπτικισμό» απέναντι στην ψυχανάλυση1. Ο Φουκώ δεν έχει δοκιμάσει την ψυχαναλυτική θεραπεία. Από ό,τι λέει, προσπάθησε δύο φορές να μπει σε θεραπεία αλλά κάθε φορά μετά τρεις τέσσερις μήνες έφευγε πνιγμένος από πλήξη2. Αξίωνε να διατηρεί πάντα μια στάση εξωτερικότητας προς την ψυχανάλυση. Μια στάση, θα μπορούσε να πει κανείς, του να μην θέλει να ξέρει πραγματικά κάτι από την ίδια. Αυτό περιορίζει την εμβέλεια της κριτικής που ασκεί στην ψυχανάλυση. Διττά. Καταρχάς, προσεγγίζει την ψυχανάλυση ως μια επιχείρηση ομαλοποίησης του υποκειμένου. Έπειτα, ως σχέση εξουσίας, η οποία μετέχει της γενικής τεχνολογίας της εξουσίας που είναι σε ενέργεια στις κοινωνίες του ελέγχου που χαρακτηρίζουν τη σημερινή Δύση. Τι σημαίνει αυτό;

Η ομαλοποίηση του υποκειμένου μέσω του Οιδιπόδειου

Ο Φουκώ είναι ντελεζιανός. Συμφωνεί με την κριτική που οι Deleuze και Guattari διατύπωσαν το 1972 καταγγέλλοντας την ψυχανάλυση ως επιχείρηση ομαλοποιήσης και κανονικοποίησης της επιθυμίας. «Το οιδιπόδειο, λέει, δεν είναι καν ένα συστατικό στάδιο της προσωπικότητας που θα είχε ανακαλύψει η ψυχανάλυση» αλλά αντιθέτως απλώς «ένα είδος εργαλείου μπλοκαρίσματος μέσω του οποίου η ψυχανάλυση εμποδίζει την ενόρμηση και την επιθυμία του ασθενούς να απελευθερωθεί, να εκδηλωθεί»3. Δρώντας έτσι στην θεραπεία ο ψυχαναλυτής είναι ο εκπρόσωπος της κοινωνίας και του κατεστημένου.

Η ψυχαναλυτική σχέση εξουσίας

Πολύ λογικά αυτή η ομαλοποίηση του υποκειμένου, της επιθυμίας και των ενορμήσεων του, δεν πετυχαίνεται πάρα μόνο μέσα στη σχέση εξουσίας που συνδέει τον αναλυόμενο με τον αναλυτή. Μια τέτοια σχέση παράγει μια καινούργια υποκειμενικότητα, ένα ιδιαίτερο τρόπο του να είναι κανείς υποκείμενο, δηλαδή ένα νέο συσχετισμό με τον εαυτό. Αυτό ακριβώς πραγματώνει η διαδικασία που συνιστά την καρδιά της αναλυτικής σχέσης, δηλαδή η εξομολόγηση. Ουσιαστικά, ο Φρόιντ δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να μεταφέρει την εξομολόγηση από την Εκκλησία στο «ξεκούραστο ανάκλιντρο του ψυχαναλυτή»4. «Ως εκ τούτου η ψυχανάλυση δεν είναι πρώτα πρώτα επιστήμη, είναι μια τεχνική εργασίας του εαυτού πάνω στον εαυτό βασισμένη στην εξομολόγηση. Με αυτή την έννοια συνιστά τεχνική ελέγχου δεδομένου ότι δημιουργεί ένα πρόσωπο που δομείται γύρω από τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Αυτό δεν συνεπάγεται πως ο ψυχαναλυτής αδυνατεί να βοηθήσει κάποιον. Ο ψυχαναλυτής έχει κοινά σημεία με τον σαμάνο των πρωτογόνων κοινονιών. Εφόσον ο πελάτης εμπιστεύεται την θεωρία που εφαρμόζει ο σαμάνος μπορεί να βοηθηθεί. Αυτό ισχύει και για την ψυχανάλυση. Αυτό συνεπάγεται πως η ψυχανάλυση δρα πάντα παραμυθιάζοντας τον ασθενή διότι αδυνατεί να δράσει σε κάποιον ο οποίος δεν πιστεύει στην ίδια. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει σχέσεις λίγο πολύ ιεραρχικές.»5

Εν κατακλείδι, η ψυχανάλυση δεν είναι παρά μόνο τεχνολογία εξουσίας. Δεν συνιστά επ΄ ουδενί απελευθερωτική πρακτική. Λειτουργεί μονάχα εάν πιστεύουμε σε αυτή. Είναι σαμάνικη πρακτική. Ο Φουκώ εννοούσε να διατηρεί την κριτική του προσέγγιση της ψυχανάλυσης σε καθεστώς υπόθεσης εργασίας εν αναμονή μιας μέλλουσας μελέτης του ζητήματος σε βάθος. Το 1975, τη στιγμή ακριβώς που διατύπωνε τις μείζονες κριτικές του στον ψυχαναλυτικό λόγο το εξομολογούσε ρητά: «Για να πω την αλήθεια, δεν έχω μελετήσει από κοντά τη λειτουργία της ψυχανάλυσης»6. Πράγματι, όποιος ξέρει έμπρακτα, από κοντά, από ψυχανάλυση δύσκολα αναγνωρίζει στους όρους του Φουκώ την εμπειρία του. Διαβάζοντάς τον μας κυριεύει η αίσθηση πως δεν μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Αυτά που ισχυρίζεται λίγο έχουν να κάνουν με την έμπρακτη φύση της θεραπείας. Μάλλον η φουκωική αξιολόγηση της ψυχανάλυσης αξίζει τη γενική κριτική που ο Ζακ-Αλεν Μιλέρ κουβεντιάζοντας με τον Φουκώ απευθύνει στον ίδιο. Το 1977 με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του «Η θέληση για γνώση» και σχολιάζοντας τις θέσεις του στοχαστή όσον αφορά την ψυχανάλυση τού έλεγε τα εξής: «Δεν είμαι πολύ ικανοποιημένος με τις τεράστιες έννοιες που κινητοποιείς εδώ [όσον αφορά την ψυχανάλυση]. Τις βλέπω να διαλύονται άπαξ και εξετάσουμε τα πράγματα από κοντά»7.  Αυτό δύσκολα θα μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς. Και μάλιστα λέγοντας αυτό ο Μιλέρ αναφερόταν ακριβώς στη θεωρία του Φουκώ για την ψυχαναλυτική θεραπεία ως διαδικασία εξομολόγησης, και για τον ψυχαναλυτή ως πνευματικό της νεωτερικότητας… Κοντολογίς, κατά τον Φουκώ κάθε άλλο παρά νεωτεριστής ήταν ο Φρόιντ.

Ας σχολιάσουμε σύντομα τα δύο σημεία που αναδεικνύει ο Μισέλ Φουκώ ως προς τη φύση της ψυχανάλυσης, δηλαδή το «οιδιπόδειο» και η ψυχαναλυτική «σχέση εξουσίας».

Πράγματι, το Οιδιπόδειο δεν είναι καθολικό φαινόμενο, ούτε η αναλυτική θεραπεία μπορεί να ανάγεται στην ανάλυση και υπέρβαση του «οιδιποδείου συμπλέγματος» του ασθενούς. Αλλά αυτό ίσχυε μονάχα σε μια πολύ απλοϊκή και εκφυλισμένη βερσιόν της ψυχανάλυσης. Πιο επιζήμια ήταν η μεταφροϊδική ψυχανάλυση, και δη στην αμερικανική της εκδοχή, που συχνά απέβαινε μέθοδος ίασης του Εγώ αντί για ανάλυση του ασυνειδήτου. Με αποτέλεσμα να καταλήξει θεραπευτική διαδικασία προσαρμογής του ατόμου στην «πραγματικότητα», δηλαδή ουσιαστικά στην κοινωνική πραγματικότητα και τα ιδανικά της. Ο Λακάν, παράλληλα με το κλαϊνικό ρεύμα της ψυχανάλυσης, αντιστάθηκε κατά αυτής «ορθοπεδικής» βερσιόν της ψυχανάλυσης. Ο Φουκώ δεν μπορεί να το αγνοεί: ο λακανικός προσανατολισμός σκοπεύει να παράγει ένα υποκείμενο που αναλαμβάνει το ασυνείδητό του και ως εκ τούτου έναν τρόπο απόλαυσης που να είναι δικός του χωρίς αυτό να αντιβαίνει στο να είναι επιθυμούν όν. Και μιλώντας εδώ για απόλαυση και ομοφυλοφιλία πρέπει να τονιστεί πως το λακανικό ασυνείδητο είναι ούτως ειπείν ομοφυλόφιλο. Δηλαδή δεν ξέρει τίποτε από την ύπαρξη ενός λεγόμενου «άλλου φύλου».

Ναι, στην ψυχαναλυτική θεραπεία υπάρχει ανάμεσα στα δυο άτομα που συναντιούνται με τακτική βάση ένας που επεξεργάζεται τα μορφώματα του ασυνειδήτου του και ένας που καθοδηγεί αυτή τη διαδικασία. Ο αναλυτής δεν καθοδηγεί τον ασθενή, καθοδηγεί την διαδικασία, στην πρόοδο της οποίας συμβάλλει και ο ίδιος πολύ προσωπικά αλλά όχι με οποιονδήποτε τρόπο. Η θέση του προϋποθέτει το να βάλει σε ενέργεια την επιθυμία του, αλλά μια ειδική βερσιόν αυτής της επιθυμίας, που έχει διαμορφωθεί μέσω της προσωπικής του ανάλυσης. Αυτή η ιδιαίτερη επιθυμία την οποία ο Λακάν ξεχωρίζει ως «επιθυμία του ψυχαναλυτή» συνιστά φραγμό εναντίον της καθοδήγησης της θεραπείας σαν άσκησης εξουσίας. Αυτό όμως δεν είναι ποτέ δεδομένο ούτε αυτονόητο. Παραμένει στοίχημα. Απαιτεί εξωτερικό έλεγχο, εποπτείες και συνεχή μόρφωση του αναλυτή στο πλαίσιο κατάλληλων εκπαιδευτικών θεσμών. Διότι η «επιθυμία του αναλυτή» είναι αδύνατον εκ φύσεως να είναι καθαρή.

Αποδεικνύεται έτσι πως η ψυχαναλυτική θεραπεία είναι κυριολεκτικά μια εμπειρία, μια περιπέτεια, μια ζωντανή διαδικασία. Στην καρδιά της δεσπόζει η μεταβίβαση. Δηλαδή δρα η ενόρμηση. Εκδηλώνεται υπό τη μορφή των συναισθημάτων, στην ουσία της αγάπης και του μίσους. Ουδεμία ψυχανάλυση λοιπόν «εξ αποστάσεως». Απαιτεί την παρουσία του υποκειμένου, ψυχή τε και σώματι. Γι΄ αυτό ο Φρόιντ χαρακτήρισε την ψυχανάλυση ως «τέχνη». Αν αποκλείεται οι ερμηνείες του αναλυτή να μην λειτουργούν χωρίς κάποια δόση υποβολής αυτό οφείλεται στη φύση των πραγμάτων, και μάλιστα στο γεγονός ότι το εργαλείο της ανάλυσης είναι ο λόγος. Άπαξ και μιλάμε μπαίνουμε στο πεδίο της μεταβίβασης προς τον Άλλο, και στη σφαίρα της υποβολής που υφιστάμεθα από τον Άλλο. Αυτό πάντως δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των δομικών πλευρών του λόγου εκτός από τη σαμάνικη τελετουργία ή τη κοσμική εξομολόγηση. Η αποτελεσματικότητα της ψυχαναλυτικής θεραπείας καθόλου δεν γίνεται να αναχθεί σε τέτοιες πρακτικές. Αλλά για να πεισθεί κανείς για αυτό οφείλει να μελετήσει την ψυχαναλυτική πρακτική «από κοντά», δηλαδή με βάση τα εμπειρικά αποτελέσματά της και να μην αρκείται σε γενικά ιδεολογήματα, αναγκαία σωστά επειδή ταυτολογικά.

Αυτή ακριβώς συγκεκριμένη και εμπειρική μελέτη δεν κατάφερε να κάνει ο Μισέλ Φουκώ. Στη συνέντευξη που έδινε την 22η Μαΐου 1981 στο φλαμανδικό περιοδικό Krisis με αφορμή μια σειρά διαλέξεων που παρέδιδε στη Νομική του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβέν με θέμα τις λειτουργίες της εξομολόγησης στη δικαιοσύνη, στο ερώτημα: «Έχει προκαλέσει η θεωρία του Λακάν θεμελιακή αλλαγή στην ψυχανάλυση;» απάντησε πολύ εύγλωττα: «Ουδέν σχόλιο, όπως λένε οι κρατικοί λειτουργοί όταν τους θέτουν κάποια ενοχλητική ερώτηση. Δεν είμαι επαρκώς γνώστης της σύγχρονης ψυχαναλυτικής βιβλιογραφίας και δύσκολα καταλαβαίνω τα κείμενα του Λακάν ώστε να κάνω κάποιο σχόλιο επί του θέματος. Μολαταύτα έχω την εντύπωση πως μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι έγινε σημαντική πρόοδος. Αυτό μόνο μπορώ να σας πω.»8 Ναι, μπροστά στην ψυχανάλυση και δη μπροστά στη λακανική ψυχανάλυση ο Φουκώ βρισκόταν όλη του τη ζωή σε ανυπέρβλητη αμηχανία. Και είναι γεγονός ότι η τεχνολογία της εξουσίας, που διασκέδαζε, όπως έλεγε, να μοντάρει την μηχανή, σκόνταφτε στην ιδιοτροπία ιδίως του ψυχαναλυτικού λόγου. Εκεί και μπλόκαρε.

γράφει η Νούλη Απαζίδου

 1Clartés de tout, Παρίσι, Verdier, 2011, σ. 100
2Dits et Ecrits, t. I, 1954-1975, σ. 1644-45, Παρίσι,Quarto, Gallimard, 2001.
3Dits et Ecrits, t. I, αυτόθι, σ. 1491.
4Dits et Ecrits, t. IΙ, αυτόθι, σ. 678.
5Αυτόθι, σ. 1484-85 (1981).
6Dits et Ecrits, t. I, αυτόθι, σ. 1681-82 (1975).
7Dits et Ecrits, t. IΙ, αυτόθι, σ. 318 (1977).
8Dits et Ecrits, t. IΙ, αυτόθι, σ. 1485.