Ο «Γλάρος » από το ΚΘΒΕ *κριτική

Written by

Ο «Γλάρος » του Άντον Τσέχωφ από το ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Γιάννη Βούρου στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.

«Μια κωμωδία με τρεις γυναικείους ρόλους, έξι αντρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο, πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα» όπως γράφει ο Τσέχωφ.

Τα έργο εκτυλίσσεται στη ρώσικη ύπαιθρο του 19ου Αιώνα, στο κτήμα της οικογένειας Τρέπλιεβ.  Σ’ αυτό ζουν ο γιος ( Τρέπλιεβ) κι ο αδερφός ( Σόριν) της διάσημης ηθοποιού Αρκάντινα, μαζί με τον επιστάτη του κτήματος και την οικογένειά του. Επίσης το κτήμα επισκέπτονται συχνά ο οικογενειακός γιατρός και φίλος της οικογένειας,ο Ντορν και η Νίνα, η κόρη του γείτονα. Η ζωή των μόνιμων κατοίκων ανατρέπεται με τον ερχομό της Αρκάντινα και του αναγνωρισμένου συγγραφέα και συντρόφου της Αρκάντινα,  Τριγκόριν. Τα ερωτικά τρίγωνα και οι ανεκπλήρωτοι έρωτες φτιάχνουν το υφάδι του έργου. Κανείς δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένος ή ευχαριστημένος από τη ζωή του τελικά.

Το έργο έχει όλα τα χαρκτηριστικά της Τσεχωφικής δραματουργίας. Η δράση δεν είναι σε πρώτο πλάνο. «Βλέπεις τη ζωή όχι μόνο μέσα από τις κορυφές και τις αβύσσους της, αλλά μέσα από την τριγύρω σου καθημερινότητα». Τα πρόσωπα ζουν , πλήττουν, εκφράζουν τις εσωτερικές τους συγκρούσεις  «Το δράμα γίνεται μέσα στον άνθρωπο και όχι στις ακραίες του εκδηλώσεις». Οι διάλογοι κάποιες φορές είναι ασύνδετοι, σα να έχουμε παράλληλους μονολόγους που διασταυρώνονται. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Τσεχωφικής δραματουργίας είναι οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Όλοι είναι ερωτευμένοι με κάποιον που είναι ερωτευμένος με κάποιον άλλον. Εξάλλου ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι αυτός που θα οδηγήσει τελικά και τον έναν εκ των ηρώων στην αυτοκτονία .

Η παράσταση είναι ένα κλασσικό ανέβασμα του Γλάρου. Και κατά τη γνώμη μας αυτό υπήρξε θετικό. Ο Γιάννης Βούρος με μεγάλη διεισδυτικότητα μπήκε στον κόσμο του Τσέχωφ και μας παρουσίασε με καθαρότητα τις σχέσεις των ηρώων και τη δραματική δομή του δύσκολου αυτού κειμένου. Έφτιαξε όμορφες, τρυφερές στιγμές ανάμεσα στους ήρωες και ζωντάνεψε με πολύ ισορροπημένο και γοητευτικό τρόπο τη φράση του Τσέχωφ που ταλάνισε πολλούς σύγχρονους σκηνοθέτες: «εγώ γράφω κωμωδίες» . Η αίσθηση που έχουμε στο τέλος είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία «υπαρξιακή κωμωδία», που στο σύγχρονο θέατρο μόνο στον Μπέκετ μπορεί  κανείς να συναντήσει με την ίδια ένταση.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ κράτησαν την κλασσική γραμμή και αναβίωσαν με επιτυχία το χώρο και το χρόνο που διαδραματίζεται το έργο. Τόσο λειτουργικά, όσο και αισθητικά το αποτέλεσμα ήταν αξιόλογο.

Οι ηθοποιοί υποστήριξαν με παρρησία το όλο εγχείρημα. Ζωντάνεψαν με συνέπεια τον κόσμο του Τσέχωφ. Φώτισαν τις σχέσεις που δένουν αυτούς τους ανθρώπους. Πρόβαλλαν τα προτερήματα, αλλά και μας βοήθησαν να κατανοήσουμε τα ελαττώματα των ηρώων.  Έφτιαξαν ένα έργο συνόλου όπως ακριβώς επεδίωκε ο Τσέχωφ. Υποκριτικά θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τη νεαρή Άννα Ευθυμίου που υπήρξε εξαιρετική ως Νίνα. Η ερμηνεία  της ήταν ένα κέντημα στιγμών. Έφτιαξε ένα πλάσμα γεμάτο δροσιά στο πρώτο μέρος του έργου που μετουσιώνεται σε απόγνωση στο δεύτερο. Ο Γιάννη Βούρος υπήρξε ένας γοητευτικός Τριγκόριν και η Κοραλία Καράντη μια ελκυστική και υποκριτικά ξεκάθαρη Αρκάντινα.  Ο Μιχάλης Συριόπουλος μετέφερε όλο το νεανικό πάθος και την κατάθλιψη του βασανισμένου ψυχισμού του ήρωα του, αν και έχουμε μια μικρή ένσταση ως προς τον τρόπο εκφοράς του λόγου, ο οποίος πολλές φορές ξεφεύγει από το φυσικό και γίνεται όγκος λέξεων που ο θεατής δυσκολεύεται να κατανοήσει.

Ο Κώστας Σαντάς υπήρξε πραγματικά απολαυστικός στο ρόλο του γιατρού Ντορν. Υπήρξε η κωμική νότα της παράστασης κρατώντας τις ισορροπίες.

Ο Χρήστος Σιμαρδάνης , ο Δημήτρης Μορφακίδης κι ο Τάσος Πανταζής έμοιαζαν να έχουν γίνει ένα με το ρόλο τους.

Στο σύνολό της η παράσταση είναι ένα επιτυχημένο ανέβασμα του Γλάρου. Για όσους ,ωστόσο, αποφασίσουν να τη δουν θα πρέπει να λάβουν υπόψιν τους την τρίωρη διάρκεια της που ίσως αποδειχθεί κουραστική.

γράφει η Σωτηρία Ζάνταλη