Ο μύθος γύρω από το εκπληκτικό Adagietto της Πέμπτης Συμφωνίας του Μάλερ.

Written by

Ο Μάλερ υπήρξε γόνος γερμανόφωνης οικογένειας Εβραίων Ασκενάζι και ήταν το δεύτερο από τα συνολικά 12 παιδιά τους. Γεννήθηκε στην Βοημία και σε μικρή ηλικία μετακόμισε οικογενειακώς στην Μοραβία. Το μεγάλο του παράπονο ήταν πως έζησε μια ζωή ως ‘τρις άπατρις’, σύμφωνα με τη δική του έκφραση. Ήταν ένας Βοημός στην Αυστρία, ένας Αυστριακός στην Γερμανία και ένας Εβραίος σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.

Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μαέστρους όλων των εποχών και παράλληλα ένας σπουδαίος συνθέτης, αν και η αναγνώρισή του ως συνθέτη άργησε, αφού η μουσική του προκαλούσε τεράστιες διχογνωμίες στους κριτικούς και το κοινό της εποχής, δημιουργώντας είτε ορκισμένους εχθρούς, είτε φανατικούς φίλους. Τίποτα ενδιάμεσο. Ίσως η αιτία να ήταν οι φιλοσοφικές αναζητήσεις και οι έντονες υπαρξιακές αγωνίες που εξέφραζε μέσω των συνθέσεών του, ίσως να ήταν η ικανότητά του να απογυμνώνει τη ψυχή και να φέρνει στην επιφάνεια τους πλέον μύχιους φόβους του ανθρώπου χωρίς συγκαλύψεις και ωραιοποιήσεις, είτε οι ασυνήθιστα πυκνές ενορχηστρώσεις του. Πιθανότατα να έφταιγε απλά το γεγονός πως επρόκειτο για κάτι νέο και αντιμετωπίστηκε αρχικά με την απαραίτητη δυστυχώς καχυποψία που ισχύει γενικά για κάθε τι καινούριο.

Σήμερα πανθομολογείται πως πρόκειται για έναν από τους πλέον σημαντικούς εκπροσώπους του ύστερου ρομαντισμού και ένας καινοτόμος που άνοιξε νέους δρόμους στη μουσική, αποτελώντας μία γέφυρα μετάβασης της μουσικής από το παρελθόν στο μέλλον. Οι δέκα συμφωνίες του είναι τα σημαντικότερα έργα του και αποτελούν μνημεία καλλιτεχνικής αρτιότητας.

Η ‘Πέμπτη Συμφωνία’ του

Η ‘Συμφωνία αρ. 5 σε ντο ελάσσονα’ του Μάλερ είναι το πρώτο μεγάλο έργο της ύστερης περιόδου του και είναι πλούσια σε έντονα και εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους συναισθήματα, όπως απελπισία, θυμός, άγχος, αλλά και αγάπη, χαρά, αισιοδοξία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως την έγραψε σε… δόσεις αφού την ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1901 αναρρώνοντας στη βίλα του στη Νότια Αυστρία, έχοντας γλιτώσει από αιφνίδιο θάνατο και την ολοκλήρωσε το επόμενο καλοκαίρι στο ίδιο μέρος, αυτή τη φορά όμως παντρεμένος με την Άλμα Σίντλερ και περιμένοντας ευτυχισμένος, όσο ποτέ άλλοτε, το πρώτο τους παιδί.

Το πλέον γνωστό μέρος της συμφωνίας είναι το 4ο μέρος (Adagietto) της, ένα εκπληκτικό ερωτικό τραγούδι που αποτελεί μία δήλωση αγάπης του συνθέτη για τη συζυγό του Άλμα. Ο μελωδικός διάλογος των εγχόρδων με την άρπα καθηλώνει και ο Μάλερ αποδεικνύει για πολλοστή φορά πως ο έρωτας υπήρξε πάντα η κυριότερη πηγή της δημιουργικής του έμπνευσης. Ή μήπως όχι; Μήπως χρησιμοποιεί τη δύναμη του έρωτα ως αφορμή για να εκφράσει με πιο επώδυνο τρόπο τις υπαρξιακές του ανησυχίες, ή ακόμη χειρότερα να αντιπαραβάλλει τον έρωτα με τον πανίσχυρο θάνατο με αποτέλεσμα να τον απομυθοποιεί αντί να τον υμνεί;

Αυτή η τεράστια αντιπαράθεση των ειδικών γύρω από το συγκεκριμένο κομμάτι δημιουργήθηκε γρήγορα και διαρκεί ως τις μέρες μας. Πολλοί ειδικοί υποστήριξαν ότι ο συνθέτης αφήνει σκόπιμα να αιωρείται το ερώτημα για το αν πρόκειται τελικά για τραγούδι της αγάπης ή του θανάτου με τις νύξεις στον Βάγκνερ και τα αναπάντητα ερωτήματα που αφήνει στο τέλος. Τεράστιες αντιπαραθέσεις ακόμη και μεταξύ των μαθητών του προκαλούσε επίσης η συζήτηση σχετικά με την επιθυμητή από το συνθέτη διάρκεια του adagietto, κάτι που θα έδινε πολλές απαντήσεις σχετικά. Έτσι, μέχρι και σήμερα η ταχύτητα εκτέλεσής του διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τους διάφορους μαέστρους και είναι ανάλογη της απάντησης που δίνει ο καθένας στο παραπάνω δίλημμα.

Η Άλμα υποστήριξε με πάθος την εκδοχή του ερωτικού τραγουδιού και επικαλούνταν ένα ποίημα που της έγραψε ο Μάλερ πάνω στην παρτιτούρα: «Πόσο σ’ αγαπώ, ήλιε μου, δεν μπορώ να πω με λόγια, μπορώ μόνο να θρηνήσω για σένα, λαχτάρα και αγάπη μου». Δεδομένης της αγάπης που της είχε ο συνθέτης, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει εύκολα ότι αυτή ήταν η έμπνευσή του όχι μόνο για το adagietto αλλά και για όλη τη συμφωνία, όπως άλλωστε και για πολλά επόμενα έργα του. Η αποδεδειγμένη αναξιοπιστία της όμως, ή αλλιώς το περίφημο «Ζήτημα της Άλμα», επέβαλλε στους πάντες μία δικαιολογημένη επιφυλακτικότητα στα λεγόμενά της. Αυτή η επιφυλακτικότητα ενισχύονταν και από την ίδια τη συνθετική πορεία του Μάλερ, ο οποίος αναζητούσε πιο επίμονα απαντήσεις στις υπαρξιακές του ανησυχίες όταν ένιωθε περισσότερο ευτυχισμένος. Αυτό επικαλούνταν με τη σειρά τους οι υποστηρικτές της θεωρίας πως πρόκειται για έναν επιτάφιο θρήνο.

Η Άλμα δικαιώθηκε βέβαια, μετά θάνατον, μέσω της μαρτυρίας του Ολλανδού μαέστρου Willem Mengelberg, που πιστοποίησε πως όταν το έγραφε ο Μάλερ το χαρακτήρισε «αγάπη, η αγάπη που έρχεται στη ζωή μου». Όλα τα υπόλοιπα απλά συντελούν στην ενίσχυση του μύθου αυτού του αριστουργήματος.

cityculture.gr/ γράφει ο Νίκος Κυριακού