“Ο Μουνής” – στο θέατρο Αυλαία *κριτική α

Written by

Ένα νέο ελληνικό έργο παρουσιάζεται αυτόν τον καιρό στο θέατρο Αυλαία. Πρόκειται για την παράσταση “Ο Μουνής”, η οποία είναι βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου, κι η οποία παρουσιάζεται από την ομάδα Ω3, απόφοιτων της δραματικής σχολής του Ωδείου Αθηνών.

Ο τρόπος γραφής κι η θεματολογία της Λένας Κιτσοπούλου είναι εύκολα αναγνωρίσιμη και είτε την αγαπάς είτε τη μισείς λόγω της σκληρότητας και της ωμότητας των εικόνων της. Αυτή η σκληρότητα πέρασε, αναμφίβολα, και στην θεατρική παράσταση αλλά αυτό δεν θεωρώ ότι αρκεί για τη μεταφορά ενός διηγήματος στη σκηνή. Ωραία, ναι, νιώσαμε όλοι τον δυνατό λόγο της Κιτσοπούλου αλλά θα μπορούσαμε να το κάνουμε και διαβάζοντας απλώς το διήγημα. Προς τι η σκηνική παρουσίαση αφού δεν υπήρχε δράση παρά μόνο αφήγηση; Και μάλιστα αφήγηση που κάποιες φορές ξεπερνούσε τα όρια που μπορεί να αντέξει κάποιος, είτε χάναμε το νόημα των όσων λέγονταν, είτε δεν μας ενδιέφεραν, είτε απλώς εκνευριζόμασταν με τη σκηνοθετική επιλογή ως προς την υποκριτική προσέγγιση.

Και εξηγούμαι για το τελευταίο: οι ήρωες της Κιτσοπούλου είναι τόσο ασυμπάθηστοι χαρακτήρες κι οι καταστάσεις αυτές είναι τόσο αποκρουστικές, που δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα παραπάνω για να τις τονίσεις. Ίσα-ίσα, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να τονίσεις την απλότητα και την αλήθεια τους, να κινηθείς αφαιρετικά. Για παράδειγμα, στην παράσταση “Κάτι το διαφορετικό” από την ομάδα C.for Circus, είδαμε πάλι ιστορίες βίας αλλά χωρίς να είναι τόσο διογκωμένες στη σκηνική τους αναπαράσταση. Ένα ακόμη καλύτερο παράδειγμα, μη-φορτισμού και μη-χρωματισμού μιας καθόλα απωθητικής φυσιογνωμίας παρακολουθήσαμε φέτος και στην “Τρελοβγενιώ” του ΚΘΒΕ. Ο σκηνοθέτης της παράστασης,λοιπόν, ο Παντελής Δεντάκης, προφανώς επεδίωκε με τη σκηνοθεσία του (που φαντάζομαι περιορίστηκε στις οδηγίες για την υποκριτική, οι οποίες ακολούθησαν όλες κοινή γραμμή πλεύσης) να μας κάνει να σιχαθούμε αυτά που βλέπουμε. Όμως, αυτό θα γίνονταν έτσι κι αλλιώς. Το κοινό μπορεί μόνο να σιχαθεί αυτούς τους ήρωες, δεν πρέπει να σιχαθεί όμως και τους ηθοποιούς.

Ένα άλλο πρόβλημα που εντόπισα ήταν η απουσία διασκευής του έργου. Θεωρώ πως θα είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν το διήγημα μετατρέπονταν σε θεατρικό έργο και δεν γινόταν μια “αφήγηση του βιβλίου”.  Όσον αφορά τα υπόλοιπα τώρα, τα σκηνικά και τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα, ήταν εξαιρετικά κι απολύτως λειτουργικά, το καλύτερο στοιχείο της παράστασης. Η μουσική επιμέλεια του Κώστα Νικολόπουλου ταιριαστή επίσης, οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη ήταν καλοί αλλά θα μπορούσαν να τους εκμεταλλευτεί περισσότερο ο σκηνοθέτης, την επιμέλεια της κίνησης έκανε η Αγγελική Στελλάτου (την οποία θα ήθελα να ρωτήσω για την άσκοπη χορογραφία με τις καρέκλες,αλλά δνε ξέρω αν ευθύνεται εκείνη ή ο σκηνοθέτης). Βοηθοί σκηνοθέτη οι Πάνος Τοψίδης και Αγάπη Κουρομπλή.Στην παράσταση παίζουν οι ηθοποιοί: Σταύρος Γιαννουλάδης, Θανάσης Ζερίτης, Ελένη Κουτσιούμπα, Νεφέλη Μαϊστράλη, Αριστέα Σταφυλαράκη. Προσωπικά, πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης τους άφησε εξαιρετικά εκτεθειμένους.

Εν κατακλείδι, είναι μια παράσταση που δεν κυλάει εύκολα η ώρα, που δεν αισθάνεσαι ότι σε αφορά, που έχει πολλά περιττά στοιχεία ενώ της λείπουν άλλα ουσιώδη, και που το πιο ενδιαφέρον σημείο της είναι η παύση που γίνεται στο κομμωτήριο κι ακούγονται μερικές ατάκες από το σίριαλ “Ρετιρέ”. Ω ναι, οι παύσεις φτιάχνουν το ρυθμό και την ατμόσφαιρα και όχι οι απανωτές ατάκες σαν οπλοπολυβόλο.