Ο ντουβρουτζάς…

Written by

Στην έξοδο για το αεροπλάνο μου ήρθε ο ντουβρουτζάς. Κρατούσα ΜΟΝΟ τη κάρτα επιβίβασης! ΜΟΝΟ! Χωρίς τη ταυτότητά μου! Ημουν μια γυναίκα χωρίς ταυτότητα! Η συνοδός εδάφους στο γκισέ ακούει το δράμα (μου) και με καθησυχάζει ευγενικά : «δε πειράζει», μου λέει. «Από δω μπορείτε να φύγετε. Μόλις φτάσετε Θεσσαλονίκη, πηγαίνετε να το δηλώσετε και θα σας πουν τι να κάνετε για να σας τη στείλουν υπηρεσιακά».  Μου φαίνεται τόσο λογικό που δε κάνω περαιτέρω ερωτήσεις.  Μόνο μία. «Μήπως να κάναμε τουλάχιστον μια ανακοίνωση, μπας και τη βρήκε κανείς στο μεταξύ;». Το καθησυχαστικό ύφος παραμένει απτόητο. «Δε προλαβαίνουμε τώρα. Το αεροπλάνο φεύγει σε λίγα λεπτά. Αλλά πιστέψτε με δε θα υπάρξει πρόβλημα».  Τη πίστεψα.  Δυστυχώς!

TAKING OFF

Μπαίνω στο αεροπλάνο με μαύρη καρδιά και ψάχνω τη θέση μου. 16c. Εκεί με βρίσκει ο δεύτερος νταμπλάς! «Δεν υπάρχει 16c μου λέει η χαμογελαστή συνοδός – αέρα αυτή τη φορά! «Τελειώνουν στο b οι 16 άρες» ! «Ξέρετε», μου λέει για να το καταλάβω, να το εμπεδώσω «μίκρυνε το αεροπλάνο». Αν δεν με είχαν ρίξει σα ξερή όλα τα προηγούμενα μπορεί και να της απαντούσα! «Δηλαδή όταν λέτε μίκρυνε ; σε ηλικία – πως λέμε «όλοι μεγαλώνουν, εσύ μικραίνεις «άτιμο»!- ή σε μέγεθος – πως λέμε «έμπασε / μίκρυνε στη πλύση».  Εκείνη, όμως τελειώνει πανηγυρικά! «τη θέση σας την έδωσαν όταν ήταν ακόμα μεγάλο» – άρα σκέφτομαι η δεύτερη εκδοχή είναι που ισχύει – «και θα ξέχασαν να σας την αλλάξουν. Προφανώς». Προφανώς δε λες τίποτα. Προφανώς είμαι μία χωρίς ταυτότητα και χωρίς θέση!

ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ –ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το αεροπλάνο σε σμίκρυνση, καθυστέρησε λίγο αλλά έφτασε. Κατευθύνομαι, σύμφωνα με τις πληροφορίες της Αθηναίας συνοδού, στις ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, ξανα-ματα-λέω την ιστορία μου και με στέλνουν στην Αστυνομία του αεροδρομίου. Ανεβαίνω στο πρώτο όροφο. Τα αυτάκια μου αρχίζουν να χαιδεύουν τα σαλονικιωτικα παχιά λ και ν καθώς με κατευθύνουν «στο τμήμα». Βρίσκομαι σ` ένα γυάλινο κουβούκλιο με πολλά μικρά δωματιάκια. Το πρώτο είναι το δωμάτιο υποδοχής κοινού! Βέβαια, κανείς δε βρίσκεται εκεί για να υποδεχτεί το κοινό! Κάθομαι σε μια από τις καρεκλίτσες μπροστά από το γραφείο και περιμένω, ενώ μια χαρακτηριστική μυρωδιά γεμίζει το χώρο. Σε λίγο η μυρωδιά με πλησιάζει επικίνδυνα και συνοδεύεται κι από «κορμί». Όπου «κορμί», «το όργανον της τάξεως». Ούτε πενηντάρης, όμορφα πράσινα μάτια, γλυκό χαμόγελο. Η αύρα του μοναδική. Τζατζίκι και χοιρινό.

–          Καλησπέρα σας
–          Καλησπέρα, του λέω και συγγνώμη που σας διέκοψα από το φαγητό.
Δε κωλώνει. Ούτε μια στιγμή.
–          Ε, τι να κάνουμε, λέει. Εμείς μια φορά το χρόνο τρώμε!
Η πρόκληση είναι μεγάλη για να μείνει αναπάντητη.
–          Μια χαρά κρατιέστε για άνθρωπος που τρώει μια φορά το χρόνο!
Χαμογελά. Σηκώνει δάχτυλο.
–          Ε…επιτυχεμένο ( ευτυχώς Παναγιά μου. Δε το κανε το λάθος!) Εννοώ τρώμε υπερεσιακώς! Όμως, συνεχίζει, τα σουβλάκια τα φερε ένας συνάδελφος! Από το Μίλτο, στο Ρετζίκι. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Να πάτε και να πείτε εκ μέρους μου! Αστυνόμος Σωτηρίου. Θα σας εξυπηρετήσουν καλύτερα!
Σε σουβλατζίδικο με «μέσον» πρώτη φορά θα πάω! Και μάλιστα στο Ρετζίκι (Που είναι το Ρετζίκι;).
–          Τι θέτε, λοιπόν. Ρωτά με το υπηρεσιακό του ύφος.
Επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά την ιστορία μου.
–          Α, μου λέει. Κατ` αρχάς, πρέπει να βρείτε το τηλέφωνο της αστυνομίας του αεροδρομίου στην Αθήνα.
Μου το χουν δώσει από τις πληροφορίες και ήδη κουβαλώ το μαγικό χαρτάκι. Του το δίνω. Το βλέπει. Του αρέσει.
Βγάζει ένα τεράστιο – πάμβαρο φαίνεται – βιβλίο.
–          Τηλεφωνικός κατάλογος, μου ανακοινώνει. Έχει όλα τα αστυνομικά τηλέφωνα της επικράτειας, με πλαγιοκοπά.
–          Θεέ μου δος μου υπομονή, λέω (από μέσα μου)
Δε μιλάω. Τι να του πω;  Ότι έχει ήδη το τηλέφωνο στο χέρι του. Μπορεί να αποβεί σε βάρος μου. Ψάχνει. Βρίσκει. Τσεκάρει μ` αυτό του χαρτακίου που του έχω δώσει. Το πρόσωπό του φωτίζεται από χαρά.
–          Ίδιο είναι , μου ανακοινώνει με τον ενθουσιασμό που θα έδειχνε αν ανακάλυπτε το επί 20 ετίας χαμένο δίδυμο αδελφό του.  Ορίστε.  Να τους πάρετε αύριο το πρωί.
Ανθίσταμαι.
–          Μήπως να τους παίρνατε, εσείς ; του λέω. Ξέρετε. Υπηρεσιακώς. Του κλείνω συνομωτικά το μάτι.
Απρόθυμα, σηκώνει το χέρι και παίρνει τον αριθμό .
–          Έλα συνάδελφε. Σωτηρίου εδώ από το Μακεδονία. Μια χαρά είμαστε εσείς. Έχω μια κυρία εδώ που έχασε τη ταυτότητα της απόψε. Μήπως σας έφεραν τίποτα ; όχι ε ; καλά ευχαριστώ.
(γιατί δεν εκπλήσσομαι χριστέ μου). Το πιασα το υπονοούμενο, πάω να του πω, αλλά υπολογίζω χωρίς το ξενοδόχο – Σωτηρίου!
–          Το Ελ. Βενιζέλος είναι μεγάλο αεροδρόμιο, μου ανακοινώνει επιστημονικά. Να περιμένετε.
–          Και πως θα επιστρέψω ; αποτολμώ.
–          Με οποιοδήποτε έγγραφο, ανταποκρίνεται άμεσα ο καλός μου.
–          Πιστωτική κάρτα, κάνει ;
–          Όχι , μου λέει. Θέλει να χει φωτογραφία.
–          Φοιτητική ταυτότητα;
Γουρλώνει. Με κόβει απο πάνω –απ` τα γκρίζα μαλλιά μου, μέχρι κάτω.
–          Ποιανου , μου λέει, διακριτικά.
–          Δικιά μου του λέω, αλλά από Αγγλικό Πανεπιστήμιο.
–          Δε μας κάνει, τότε. Δεν είναι δημόσιο έγγραφο. Εκλογικό βιβλιάριο ; αντιπροτείνει.
Να του το πώ η θα τον πληγώσω ; Ποιό ; Ότι δε χρησιμοποιούμε πια εκλογικό βιβλιάριο ; Και άρα δε το χρειαζόμαστε ;
–          Το βρήκα μου λέει στο τέλος. Διαβατήριο.
Ο φωστήρας μου τόκανε και πάλι το θαύμα του. Λες κι αν είχα διαβατήριο θα μπαινα σ` όλο αυτό το μπελά!
–          Λοιπόν μου λέει στο τέλος. Όταν είναι να ταξιδέψετε, ελάτε να σας δώσω να υπογράψετε μια υπεύθυνη δήλωση ότι χάσατε τη ταυτότητά σας. Και να κάνετε το σταυρό σας να σας αφήσουν να ταξιδέψετε μ` αυτή!
–          Μήπως να μου τη δίνατε από τώρα, προτείνω.
–          Δε γίνεται, μου λέει. Η υπόθεσή σας για την ώρα ερευνάται και είναι πολύ νωρίς!
–          Μάλιστα, απαντώ πειθήνια στον Σερλοκ Χολμς και φεύγω πριν αποσβολώ τελείως.
Ακολουθώ πάντως τη συμβουλή του και κάνω το σταυρό μου. Έπιασε. Και ταξίδεψα.

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ – ΣΤΟ ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (ξανά)

Στο γκισέ των πληροφοριών.
–          Καλησπέρα
–          Καλησπέρα σας.
–          Θα ήθελα να σας ρωτήσω που να αναζητήσω τη ταυτότητά μου που έχασα τη Τρίτη το βράδυ στο αεροδρόμιο.
–          Σε ποιό αεροδρόμιο.
–          Σε τούτο δώ.
–          Α, μάλιστα. Πρέπει να μπείτε στις αφίξεις. Δώστε μου τη κάρτα επιβίβασης.
Του τη δίνω.
–          Και το διαβατήριο σας!
–          Δεν το χω.
–          Τη ταυτότητά σας τότε.
–          Θυμάστε (HELLO!) . Την έχασα.
–          Α μάλιστα. Δίπλωμα αυτοκινήτου;
–          Δεν οδηγώ.
–          Κακώς. Δεν επιτρέπεται στην εποχή μας.
Νατες πάλι οι οικειότητες και τα θάρρητα. Δε θα τα πάμε καλά!
Σηκώνει το τηλέφωνο.
–          Ναι ;Έχω μια κυρία έδώ. …..Έχασε τη ταυτότητα της σήμερα καθώς έβγαινε από το αεροπλάνο . Σας την δίνω
Ξαναλέω την ιστορία μου.
Δε χρειάζεται να ξαναμπειτε στις αφίξεις λέει η κυρία στο τηλέφωνο. Δωστε μου το κύρο να του εξηγήσω. Ξαναδίνω το κύριο.
–          Ναι. Μάλιστα. Θα της το πώ.
–          Θα πάτε από κει, μου λέει μόλις κλείνει το τηλέφωνο. Δε χρειάζεται να ξαναμπείτε στις αφίξεις. Θα δείτε μια πόρτα δίπλα στο Φαρμακείο. Γράφει lost properties. Εκεί θα μπείτε.

LOST PROPERTIES

Μπαίνω. Ένας κυριούλης πίνει φραπέ. Ταυτόχρονα κουσκούσευε με έτερο κύριο – εξωυπηρεσιακό από ότι κατάλαβα– που έπινε επίσης καφέ!
–          Καλησπέρα
–          (Σιωπή)
–          Έχασα τη ταυτότητά μου στο αεροδρόμιο και αναρωτιέμαι αν τη βρήκατε.
–          Πότε τη χάσατε ;
–          Στις 30 του προηγούμενου μήνα.
–          Και πόσες έχουμε σήμερα ;
–          2 του – επόμενου – μήνα.
–          Περιμένετε.
Βγάζει τεράστιο βιβλίο. Ρωτάει.
–          Όνομα;
–          Αγγελική Πλουμά.
Βλέπει στις 30 του μήνα.
–          Δε τη βρήκαμε, αναγγέλει.
Πετιέται ο φίλος ( ο εξωυπηρεσιακός).
–          Τι λέει εκεί, στο τέλος της σελίδας; Αγγελική Πλουμά, δε λέει ;
–          Ναι, λέει τσαντισμένος ο άλλος. Αλλά 2 δηλαδή σήμερα όχι 30 δηλαδή όταν την έχασε!
Τι να πεις τώρα!
–          Για να δούμε αν είστε τυχερή, μου λέει με σαρδόνιο χαμόγελο!
Αμ` δεν την είδα τη τύχη μου, λέω (από μέσα μου).
Ανοίγει συρτάρι. Βάζει κεφάλι μέσα  στο συρτάρι. Ψάχνει ενδελεχώς. Βγάζει κεφάλι.
–          Όχι μου λέει. Τη στείλαμε.
–          Όταν λέτε τη στείλατε ;
Ρωτάω η ατυχήσασα.
–          Σε άλλη υπερεσία ;
–          Εδώ στο αεροδρόμιο ; ρωτάω ελπίζοντας ξανά.
–          Όχι στο IKEA.
Στο σημείο αυτό το βλέμμα πρέπει να έγινε ανησυχητικά απειλητικό γιατί έσπευσε να προσθέσει.
–          Έχει κι εκεί γραφεία το αεροδρόμιο. Από πάνω του.
Ναχετε να τα χαίρεστε. Εγώ τι φταίω (από μέσα μου).
– Περιμένετε μου λέει και ξανασηκώνει το τηλέφωνο.
– Ναι, έλα. Ναι βρε παιδί μου. Θα πάμε, θα πάμε. Ε, τι δε πειράζει. Θα χάσουμε τα ούζα μας για το μαλάκα, δε θα τα χάσουμε. Ναι, να βεβαια. Οπωσδήποτε. Δε στα λεγα εγώ ; Μετά τα αποτελέσματα που φεραμε στις εκλογές! Ε, βέβαια τα απολειφάδια. Τώρα το θυμήθηκαν.
Ξαφνικά με βλέπει. Τα μάτια μου χουν γυρίσει ανάποδα. Κιτρινίζει.
– Να σου πω . Γι άλλο σε πήρα. Μια ταυτότητα Αγγελική Πλουμά μήπως την έχεις ; (σιωπή ολίγων
δευτερολέπτων). Ναι, ε ωραία!
Κλείνει το τηλέφωνο και με ύφος Μεγάλου Αλεξάνδρου κατακτητή ανακοινώνει.
– Βρέθηκε. Και να λέτε κι ευχαριστώ που δε την ακυρώσαμε.
Βγάζει (κι αυτός ) χαρτάκι , γράφει τηλέφωνο.
– Να πάτε αύριο το πρωί να τη πάρετε. 8.00 με 13.00 είναι εκεί
– Δε γίνεται. Δουλεύω
– Ε, τα Σαβαττοκύριακα είναι κλειστά. Παρτε τους και πείτε τους να σας τη στείλουν εδώ. Μη το αμελήσετε, θα ακυρωθεί.

Το ελληνικό κράτος όταν θέλει είναι ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ γρήγορο.

Ο φίλος με το φραπέ μου κλείνει συμπονετικά το μάτι καθώς κατευθύνομαι προς την έξοδο!

γράφει η Αγγελική Πλουμά.