Ο περιπλανητής

Written by

Ο περιπλανητής, μετάφραση, σχόλια: Δήμος-Άδωνις Βρύζας

Εισαγωγικές παρατηρήσεις για το ποίημα «ο περιπλανητής»

Το ποίημα που παρουσιάζω και μεταφράζω παρακάτω είναι ένα από τα αρχαιότερα λογοτεχνικά μνημεία του αγγλο-σαξονικού πολιτισμού. Μας διηγείται την ιστορία ενός μοναχικού ανθρώπου, ο οποίος έν μία νυκτί, σε κάποια μάχη, έχασε όλους τους φίλους και συμπολεμιστές του και τον αγαπημένο του άρχοντα. Αποτελεί ένα ταξίδι στη συνειδητότητα αυτού του μοναχικού περιπλανητή κατά το οποίο ο ήρωας προσπαθεί να ξεφύγει από τα φαντάσματα του παρελθόντος ενώ ταυτόχρονα στοχάζεται πάνω στην ιστορία, τη ζωή και το πεπρωμένο όλων των ανθρώπων. Αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου έργου, του βιβλίου του Έξετερ, μιας ποιητικής ανθολογίας σε αρχαίες Αγγλικές διαλέκτους. Τον τίτλο «ο περιπλανητής» (wanderer) τον έδωσε ο αγγλοσαξονολόγος B. Thorpe. Ο όρος αποτελεί απόδοση της αρχαίας αγγλικής λέξης eardstapa που κατά κυριολεξία σημαίνει «ο βηματίζων επί της γής» (στροφή 2, στίχος 6a). Ο J.R.R. Tolkien, ο οποίος χρησιμοποίησε τον στίχο 92a σαν τραγούδι του Aragorn στο γνωστό λογοτεχνικό του έργο «ο Άρχων των δαχτυλιδιών» (Lord of the Rings) απέδιδε άλλους τίτλους στο ποίημα. Κοινή πρακτική της εποχής που γράφτηκε αυτό το ποίημα ήταν να μην τίθενται τίτλοι-επικεφαλίδες. Εξ άλλου η ταυτότητα του συγγραφέα δεν αναφέρεται στο χειρόγραφο αυτής της αρχαίας ανθολογίας. Θα μπορούσε κανείς βάσιμα να υποθέσει ότι το όνομα του ποιητή δεν ήταν γνωστό στον καταγραφέα των κειμένων. Το βιβλίο του Έξετερ γράφτηκε περί το 975 Κ.Ε.[1] Το ποίημα πιθανόν είναι λίγο παλαιότερο καθώς πρέπει ήδη να αποτελούσε γνωστό ποίημα άξιο προς ανθολόγηση και όσα ποιήματα του βιβλίου έχουν γνωστό συγγραφέα είναι ήδη μερικούς αιώνες παλαιότερα. Το βιβλίο του Έξετερ, δωρίστηκε στην βιβλιοθήκη του (μετέπειτα) τεράστιου καθεδρικού ναού αυτής της μικρής αγγλικής κωμόπολης από τον επίσκοπο Λέοφρικ, τον πρώτο επίσκοπο που ένωσε κάτω από το ιερατικό του άμφιο τις επαρχίες του Έξετερ και της Κορνουάλης. Οι εικόνες που περιγράφει αυτό το ποίημα πιθανόν να φάνταζαν σύγχρονες για εκείνη την εποχή καθώς δεν είχε περάσει αρκετός καιρός από την ένωση των σαξονικών βασιλείων και την εγκαθίδρυση του βασιλείου της Αγγλίας. Επίσης τα θαλάσσια και τα πολεμικά θέματα του ποιήματος, ενδεχομένως να απηχούν την φθίνουσα επιρροή της Δανέζικης (Βίκινγκ) κυριαρχίας στις Βρετανικές νήσους.[2] Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεταβατική συνύπαρξη ιδεών. Στο ποίημα συναντά κανείς αναφορές τόσο στην παλιά βορειο-ευρωπαϊκή θρησκεία όσο και στην ανερχόμενη επιρροή της χριστιανικής θρησκείας και διδασκαλίας. Συμπερασματικά και πέραν του ιστορικού ενδιαφέροντος, η σπουδαιότητα της συνθέσεως αυτής έγκειται στο γεγονός ότι παρουσιάζει την ανθρώπινη φύση και τις εγγενείς της αδυναμίες καθώς και τη συναισθηματική πλευρά των πολεμιστών του πρότερου μεσαίωνα.

Αγγλικές μεταφράσεις και το πρωτότυπο κείμενο μπορεί να βρει κανείς εδώ:

http://www.anglo-saxons.net/hwaet/?do=get&type=text&id=wdr
https://www.vqronline.org/essay/wanderer-anglo-saxon-poem-translated-jeffrey-hopkins
https://anglosaxonpoetry.camden.rutgers.edu/the-wanderer/

Ο περιπλανητής

Συχνά ο μοναχικός

βρίσκει την χάρι για τον εαυτό του

το έλεος του κυρίου[3],

ακόμη και αν με απολογητική καρδιά,

πρέπει για πολύ καιρό

να κωπηλατεί

ανάμεσα σε υδάτινες διόδους

μιας παγωμένης θάλασσας,

να τσαλαβουτά στα μονοπάτια της εξορίας.

γιατί το καθετί πάντα πηγαίνει εκεί που πρέπει!

Έτσι μίλησε ο περιπλανητής,[4]

έχοντας γεμίσει το μυαλό με δυσκολίες,

άγριες σφαγές,

και την πτώση των εταίρων[5]

Πολλές φορές είχα

μονολογήσει για τα προβλήματά μου

κάθε πρωί πριν την αυγή.

Κανείς τώρα δεν ζει

που να τολμώ

να του μιλήσω καθαρά

για όλες τις μύχιες σκέψεις μου.

Καθώς το ξέρω, πραγματικά,

ότι στους ανθρώπους είναι

ευγενές έθιμο,

το να κρατά κανείς ασφαλές

Το πνευματικό του μπαούλο

και να φυλά του θησαυρού του το θάλαμο[6],

να σκέφτεται ως θέλει.

Το κουρασμένο πνεύμα δεν δύναται

να ορθώσει εαυτό στη μοίρα,

Ούτε ένα τραχύ ή τεθλιμμένο μυαλό μπορεί

κάτι ωφέλιμο να φέρει.

Έτσι, οι επιθυμητικοί της δόξης

συχνά κρατούν ασφαλείς

τις βαρετές, καταθλιπτικές σκέψεις

εντός του στήθους τους·

Έτσι κι εγώ

συχνά ατυχής και τεθλιμμένος,

σε νόστο της πατρίδας μου,

μακριά από ευγενείς εταίρους,

δέσμιες είχα να δέσω

τις εσώτατές μου σκέψεις,

Καθώς πριν πολλά έτη

έκρυψα τον κύριό μου

στο σκοτάδι της χθονός,

και εγώ ατυχής από ‘κει

ταξίδεψα γεμάτος θλίψη.

Πάνω απ’ τα παγωμένα κύματα,

έψαξα, λυπημένος εν ελλείψει μιας αίθουσας (συναθροίσεων)[7]

ενός δοτήρα θησαυρών,

όπου εγώ, κοντά ή μακριά,

θα μπορούσα να βρω,

κάποιον, στην αίθουσα που πίνουν υδρομέλι[8], ο οποίος τυχόν

να ήξευρε τους ανθρώπους μου

ή θα ‘θελε να με παρηγορήσει

τον άφιλο[9], εμένα,

να με διασκεδάσει με χαρές.

Όποιος το δοκίμασε γνωρίζει

πόσο σκληρή είναι

η θλίψη σαν συνοδοιπόρος

για αυτόν που ‘χει λίγους

αγαπημένους φίλους

της ξενιτειάς το μονοπάτι τον κρατά,

όχι όλο το διεστραμμένο χρυσάφι,

πνεύμα παγωμένο,

ούτε όλη η αφθονία της γης.

Μοιάζει με πολεμιστές της αίθουσας

και την απόδοση θησαυρού.

Όπως στα νιάτα του ο κύριός του (χρυσοφόρος φίλος)

τον συνόδευε

στην γιορτή.

Πάσα χαρά έχει πεθάνει!

Και αυτά τα ξέρει εκείνος που πρέπει

να υπομείνει επί μακρό χρόνο

τις συμβουλές

του προσφιλούς του κυρίου:

τότε θλίψη και ύπνος

αμφότερα, μαζί

συχνά δένουν

εκείνον τον ατυχή, μοναχικό.

Ενθυμείται στις σκέψεις του

ότι αγκαλιάζει και φιλά

τον κύριό του,

και θέτει στα γόνατα του κυρίου του

τις χείρες και την κεφαλή του,

όπως τότε, κάποιες φορές, πριν,

σε μέρες που περάσανε,

απολάμβανε το δωρισμένο κάθισμα (θρόνο).

Και τότε ο άφιλος άνθρωπος

ξυπνάει πάλι,

βλέποντας μπροστά του

αδρανή[10], κύματα

θαλασσοπούλια να πλένονται,

κομψεύοντας τα φτερά τους[11],

Παγετός και χιόνι πέφτουν,

Αναμεμιγμένο με χαλάζι.

Τότε είναι βαρύτερες

οι πληγές της καρδιάς,

με σοβαρή, άσχημη αναπόληση για τον κύριο.

Η θλίψη ανανεούται

όταν το μυαλό ερευνά

τις μνήμες των εταίρων·

τους χαιρετά γεμάτος χαρά,

επιθυμητικά σαρώνει

τους συνοδοιπόρους των ανθρώπων·

που όμως πάντα κολυμπούν μακριά.

Τα πνεύματα των θαλασσοπόρων

ποτέ δεν φέρνουν πίσω (στη μνήμη) πολλά

υπό τη μορφή κάποιας γνωστής ομιλίας.

Η φροντίδα ανανεώνεται

για ‘κείνον που πρέπει να στέλνει

πολύ συχνά

πάνω απ’ το δέσιμο των κυμάτων

μια κουρασμένη καρδιά.

Πράγματι δεν μπορώ να σκεφτώ

γιατί το πνεύμα μου

δεν σκοτεινιάζει

όταν ερευνώ διεξοδικά[12] ολάκερη την

ζωή των ανθρώπων.

Σε όλο τον κόσμο,

πώς και πόσο ξαφνικά εκείνοι

αλλού πατώντας άφησαν το δάπεδο (αίθουσα του κυρίου),

οι περήφανοι δορυφόροι[13].

Έτσι, αυτή η μέση-γη[14],

λίγο-λίγο κάθε μέρα,

φθίνει και παρακμάζει –

Για αυτό ο άνθρωπος

δεν δύναται εαυτόν να αποκαλέσει σοφό, πριν να έχει

μερίδιο πολλών ετών στον κόσμο.

Ένας σοφός πρέπει να ‘ναι καρτερικός[15],

ποτέ δεν πρέπει να ‘ναι τόσο παρορμητικός

ούτε τόσο βιαστικός στην ομιλία,

ούτε πολύ αδύναμος σαν πολεμιστής

ούτε τόσο πολύ απρόσεκτος,

ούτε τόσο έμφοβος,

ούτε τόσο πρόσχαρος,

ούτε τόσο πολύ άπληστος για αγαθά,

ούτε ακόμη (τόσο) πολύ επιθυμητικός προς αυτοεπαίνους[16]

προτού να δει καθαρά.

Ένας άνθρωπος πρέπει να περιμένει

πριν ομιλήσει όρκους,

μέχρις ότου ο έχων περήφανη καρδιά

να δει καθαρά

να ζυγίσει με τον νου[17] τη θέληση της καρδιάς του

(για το) πού θα στραφεί.

Ένας σοφός ήρωας πρέπει να συνειδητοποιήσει

πόσο τρομερό θα είναι (ό,τι συμβεί),

όταν όλος ο πλούτος του κόσμου

θα χαθεί

Όπως τώρα σε πολλά διαφορετικά μέρη

απ’ άκρου εις άκρον αυτής της μέσης-γης

τείχη στέκουν

εμφυσούμενα από τον άνεμο,

καλυμμένα με παγετό,

καταιγίδες ανάλαφρα σπρώχνουν τα κτίρια.

Οι αίθουσες (των κυρίων) αποσυντίθενται,

οι κύριοί τους κείτονται

αποστερημένοι από τη χαρά,

όλη η πολεμική ομάδα έπεσε,[18]

οι περήφανοι, μπροστά (δίπλα) στο τείχος.

O πόλεμος κάποιους άρπαξε,

τους οδήγησε στον δρόμο τους,

κι έναν, ένα ορνίθι άρπαξε

πέρα απ’ τη βαθιά θάλασσα,

κι (άλλον) έναν, ο γκρίζος λύκος[19]

έναν, μοιράστηκε με το θάνατο,

έναν, που ‘χε θλιμμένη όψη

άνθρωπο, έθαψε

σ’ έναν τάφο.

Έτσι όλετω αυτή την πόλη,

εκείνος, ο δημιουργός των ανθρώπων,

μέχρις ότου αποστέρησε από φωνές

και μισθώματα των πολιτών,

τα αρχαία έργα γιγάντων

έμειναν αδρανή[20]

Εκείνος που σκέφτηκε σοφά

σ’ αυτό το θέμελο,

και, υπολόγισε με τον νου εις βάθος

αυτή τη σκοτεινή ζωή,

σοφός στο πνεύμα,

θυμήθηκε συχνά από μακριά

(πόσο) πολλές συγκρούσεις,

και είπε αυτές τις λέξεις:

Πού ‘ναι ο ίππος; Πού ο ιππεύς;[21]

Πού ο δοτήρ των θησαυρών

Πού ‘ναι τα καθίσματα προς της γιορτής το γλέντι;[22]

πού ‘ναι οι εγκάρδιες διασκεδάσεις μες στην αίθουσα (του κυρίου)

Κι αλίμονο για το λαμπερό κύπελο!

Αλίμονο για τον αλυσιδωτή πανοπλία φορώντα πολεμιστή!

Αλίμονο για την αρχοντιά[23] του πρίγκηπα!

Πώς ο καιρός περνά,

σκοτεινός υπό το κάλυπτρο της νυκτός,

ως αν να μην είχε ουδέποτε υπάρξει!

Τώρα εκεί στέκει στο ίχνος

της προσφιλούς πολεμικής συντροφιάς[24]

ένα τείχος, θαυμαστά ψηλό,

περιτριγυρισμένο από ερπετά.

Οι πολεμιστές έχουν αφαιρεθεί[25]

από τη δόξα των δοράτων,

των όπλων την άπληστη σφαγή,

διάσημη μοίρα,

και καταιγίδες τύπτουν

αυτούς τους βραχώδεις κρημνούς,

πέφτει παγετός

αλυσοδένει τη χθόνα,

ο προάγγελος του χειμώνα·

Τότε έρχεται το σκοτάδι,

οι νυκτέριες σκιές βαθαίνουν,

απ’ το βορρά να ‘τη, έρχεται

μια τραχιά χαλαζόπτωση

μοχθηρά κατά ανθρώπων.

Όλα είναι πλήρη δυσκολιών

σ’ αυτό το χθόνιο βασίλειο,

η ροή των γεγονότων αλλάζει

τον κόσμο κάτω απ’ τα ουράνια.

Εδώ, τα χρήματα για λίγο μένουν[26],

Εδώ, οι φίλοι για λίγο μένουν

Εδώ, ο άνθρωπος για λίγο μένει,

Εδώ, ο εταίρος για λίγο μένει,

όλα τα θέμελα αυτού του κόσμου

πάνε στράφι!

Έτσι μίλησε ο σοφός άνθρωπος στο μυαλό του,

όπου κάθισε παράταιρα για συμβουλή.

Καλός είναι ‘κείνος που κρατεί την πίστη του,

και ένας πολεμιστής δεν πρέπει ποτέ να λέγει

την θλίψη του στήθους του τόσο γοργά,

εκτός κι αν ήδη ξέρει τη γιατρειά[27]

ένας ήρωας πρέπει να δρα με ανδρεία[28]

Κάλλιο ‘ναι για όποιον ζητεί έλεος,

παρηγοριά απ’ τον πατέρα στους ουρανούς,

όπου, για μας, όλη η μονιμότης αναπαύεται.


cityculture.gr / Ο περιπλανητής, μετάφραση, σχόλια: Δήμος-Άδωνις Βρύζας, BA Φιλοσοφίας [Πάτρα], MA Philosophy and Law [Bristol].


[1] Κ.Ε. = κοινής εποχής

[2] Δίκαιο των Δανών (Danelaw), με αυτό τον όρο αναφέρεται η επικράτεια της Αγγλίας υπό τη διοίκηση των Βίκινγκς. Οι Δανοί και οι Σκανδιναβοί Βίκινγκς επέδραμαν σε αγγλικές πόλεις, χωριά και μοναστήρια ήδη από τον 9ο αιώνα Κ.Ε., περίπου το 800. Καθοριστική υπήρξε η εσιβολή του μεγάλου παγανιστικού στρατού (great heathen army) to έτος 865 Κ.Ε., η οποία οδήγησε στην εγκαθίδρυση των πέντε συνοικισμών (five boroughs). Με αυτό το όνομα αναφέρονται τα πέντε υποτελή βασίλεια-κρατίδια που κυριάρχησαν στις ανατολικές ακτές της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας. Η περίοδος επιδρομών και εισβολών των Βίκινγκς στις Βρετανικές νήσους συνεχίστηκε και για δεκαετίες μετά την νορμανδική κατάκτηση. Η τελευταία απόπειρα Δανών Βίκινγκς να εισβάλουν και να κατακτήσουν περιοχές της Βρετανίας έγινε το έτος 1085 Κ.Ε.

[3] Ο όρος αποτελεί θρησκευτική αναφορά. Σε αυτό το ποίημα είναι η μοναδική φορά που αυτός ο όρος αναφέρεται σε υπεράνθρωπη οντότητα. Όλες οι μετέπειτα αναφορές του όρου αποτελούν αναφορά σε κάποιον πολιτικό άρχοντα. Συνήθως οι αναφορές στο θεϊκό επίπεδο γίνονται με κεφαλαίο Κ. Θεωρώ επαρκές ένα οποιοδήποτε κ.

[4] Eardstapa, ο βαδίζων την γήν στο πρωτότυπο, αρχαίο αγγλικό κείμενο. Αυτός ο στίχος δίνει και το όνομα στο ποίημα.

[5] kinsmen

[6] treasure-chamber, εννοεί τις σκέψεις.

[7] Με τον όρο hall, εννοείται η αίθουσα συναθροίσεων των κυρίων, φεουδαρχικών αρχόντων, ευγενών και των πολεμιστών ακολούθων τους.

[8] meadhall

[9] Χωρίς φίλους, friendless. Για να εξασφαλιστεί η πιστότερη απόδοση του πρωτοτύπου επιλέχτηκε η κατάλληλη λέξη ά-φιλος.

[10] Fallow

[11] Feathers. Ο όρος αναφέρεται στα πούπουλα των φτερών και όχι στις φτερούγες (wings) των θαλασσινών πουλιών.

[12] Ponder, ζυγίζω με τον νου.

[13] Με αυτό τον όρο, αναφέρομαι στους υποτελείς πολεμιστές, thanes (στο κείμενο) thegns, ή theigns. Οι Thanes ήταν το επαγγελματικό τμήμα του στρατού των Αγγλο-σαξόνων ηγεμόνων/βασιλιάδων. Ήταν φόρου υποτελείς κληρονομικοί ευγενείς οι οποίοι αγόραζαν οι ίδιοι τον οπλισμό τους. Συνήθως έφεραν δόρατα και μακριά μαχαίρια (seaxe) τα οποία χρησιμοποιούσαν στη μάχη σε έναν σχηματισμό που έμοιαζε με αρχαία ελληνική φάλαγγα και ονομαζόταν shieldwall.

[14] Middle-earth. Η έκφραση αποτελεί κατάλοιπο της προ-χριστιανικής θρησκείας της βόρειας ευρώπης. Η μέση-γη, γνωστή και ως middlegard από τους σκανδιναβικούς μύθους γεννήθηκε όταν το αυγό μιας πάπιας των θεών επέπλευσε στον απέραντο ωκεανό. Η μέση γη σχετίζεται και με τη θέση των ανθρώπων ανάμεσα στους ουρανούς (heaven, γοτθικά himins, ή σκανδιναβικά himinn, himmel, Valhalla) και τον κάτω κόσμο (niederland, hel, hell, underworld).

[15] υπομονετικός

[16] Boasts, καυχήματα

[17] Wither, να υπολογίσει, συγκρίνει, μετρήσει, κλπ.

[18] troop

[19] Πρόκειται για τον κοινό λύκο, Canis lupus, γνωστό στα αγγλικά ως gray wolf και timber wolf.

[20] Έμειναν άδεια από ζωτική ύλη και ενέργεια. idlu stodon στο αρχαίο πρωτότυπο.

[21] Αυτός ο στίχος χρησιμοποιήθηκε από τον J.R.R. Tolkien στο έργο του «Ο άρχων των δακτυλιδιών», κεφ.6, για τους δύο πύργους. Η παραλλαγή όπως μετετράπη από τον Tolkien: Where now the horse and the rider? Where is the horn that was blowing?

[22] Feast, όπως το ιταλικό/ισπανικό fiesta, οι λέξεις προέρχονται από το λατινικό festum. Πανήγυρις, δείπνο, εορτασμός, τσιμπούσι, γλέντι.

[23] splendor, λέξη που δείχνει τον πλούτο, την αφθονία και την ευγενική καταγωγή και συμπεριφορά του άρχοντα.

[24] troop

[25] Έχουν πεθάνει στη μάχη. taken off, ποιητική χρήση της έκφρασης «έχουν αφαιρεθεί».

[26] Fleeting. Φευγαλέος, πρόσκαιρος, που δεν διαρκεί αρκετά.

[27] Remedy. γιατροσόφι, θεραπεία.

[28] act with courage, να κάμει κουράγιο.