“Ο Πουπουλένιος” στο θέατρο Αριστοτέλειον

Written by

Μια πανέξυπνη επιχειρηματική κίνηση είναι το ανέβασμα του “Πουπουλένιου” από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη. Πρόκειται για μια παράσταση που είχε εξαρχής τα φόντα για να γίνει sold out. Πρωταγωνιστές γνωστοί στο ευρύ κοινό, με το λιγότερο επίφαση ποιότητας και εμφανίσιμοι (γεγονός που φέρνει κόσμο στο θέατρο όπως έχει αποδειχτεί και σ άλλες περιπτώσεις πχ.”Μόνος με τον Άμπλετ” ή “Είμαι ένας άλλος” ), και ένα κείμενο του τρομερά δημοφιλή σύγχρονου συγγραφέα Martin Mc Donagh, το οποίο μάλιστα έχει τιμηθεί και με πληθώρα θεατρικών βραβείων. Και έγινε sold out επί δύο χρόνια στην Αθήνα και τώρα ήρθε και στην πόλη μας.

Το έργο ακολουθεί μεν την πεπατημένη του συγγραφέα, πλην όμως είναι ένα θέμα ιδιαίτερα πρωτότυπο και ξεχωριστό για τα θεατρικά έργα στο σύνολό τους. Ανιχνεύουμε στο έργο χωρίς καμία δυσκολία όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα που τον έχουν κάνει τόσο δημοφιλή όπως η χρήση του απροσδόκητου στοιχείου, η χρήση της βίας (λεκτικά, σωματικά ή ως υπόνοια) , η χρήση των μεγάλων αφηγηματικών μερών και η εμμονή σε τραύματα και προβλήματα που δημιουργούνται στην παιδική ηλικία του ατόμου.

Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έδωσε έναν πολύ ρεαλιστικό χαρακτήρα στην παράσταση, φέρνοντας όλα αυτά τα εξωπραγματικά (;) γεγονότα στη σφαίρα του πραγματικού. Ήταν ενδιαφέρουσα η “αναπαράσταση” των ιστοριών και σίγουρα έμεναν πολύ περισσότερο οι ιστορίες μ’ αυτόν τον τρόπο, σε σχέση μ την απλή αφήγηση. Άλλωστε είναι τόο δύσκολο να κρατήσεις το ενδιαφέρον του κοινού και να περάσεις τόσο μακροσκελείς αφηγήσεις κάτω. Το καλύτερο που κατάφερε ο Μαρκουλάκης ήταν να αναδείξει τα (πολλά) κωμικά στοιχεία της παράστασης.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια τα επιμελήθηκε η Αθανασία Σμαραγδή. Όσον  αφιορά τα μεν πρώτα, φαινόταν πως στόχος της σκηνογράφου ήταν να μεταδώσει αυτήν την εσωτερική γύμνια / παρακμή, το ξήλωμα κάθε “σπιτικής” ασφάλειας. Τα κοστούμια λειτουργικά και δηλωτικά των τύπων των ρόλων. Η μουσική τυ Μίνωα Μάτσα μου φάνηκε τελείως ασύνδετη με το έργο και με την παράσταση. Σαν να ήταν από άλλο έργο. Εξαιρετικοί οι φωτισμοί που σχεδίασε ο Αλέκος Γιάνναρος. Εξαιρετική και η εικονογράφηση των σκηνικών , με τονισμένη την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, από τον Φίλιππο Φωτιάδη.

Το σύνολο των ηθοποιών κινήθηκε σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο και η θεατρική εμπειρία φαινόταν έντονα στις αλλαγές του ρυθμού και στη διαχείριση του. Κάποιοι ήταν πολύ πιο μέσα σ’ αυτό που έκαναν, κάποιοι το έχαναν σε κάποια σημεία αλλά αυτό τώρα πια είναι λεπτομέρειες.

Πρόκειται πάντως για μια παράσταση καλή, αλλά κάπως βαρετή. Σ’ αυτό συντελεί κυρίως η μεγάλη της διάρκεια (πάνω από 2,5 ώρες!) αλλά κατά την προσωπική μου άποψη και το γεγονός ότι ήταν τόσο “τέλεια” που της έλειπε η ζωή, το πάθος. Υποθέτω βέβαια πως είναι ίσως από τις καλύτερες παράστασεις ισορροπίας ανάμεσα στο εμπορικό και το ποιοτικό. Γι’ αυτό είναι και talk of the town.