Ο θάνατος του Συλλέκτη – κριτική βιβλίου

Written by

Παναγιώτης Κωνσταντόπουλος – Ο θάνατος του Συλλέκτη – Εκδόσεις Βακχικόν

ΠΟΙΟΣ ΒΛΕΠΕΙ;

Η καλή βροχούλα ξέρει την ώρα της.
Έρχεται με την άνοιξη κάθε χρόνο.
Ο άνεμος την οδηγεί κρυφά μες στη νύχτα.
Όλα θα τη γευθούν σιωπηλά κι αθόρυβα.
Του Φου
(Σελ. 7)

Ο τόπος της ιστορίας είναι η Αθήνα με συμπληρωματικές αναφορές και σε επαρχιακές πόλεις καθώς και στην πόλη της Νέας Υόρκης, όπου ηχογραφήθηκαν ελληνικοί δίσκοι γραμμοφώνου. Ένα από τα βασικά θέματα της αστυνομικής ιστορίας είναι η μουσική και το πάθος ενός συλλέκτη να αποκτήσει δυσεύρετους δίσκους γραμμοφώνου. Ο αφηγητής είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ που αγαπάει επίσης τη μουσική και την ποίηση.

Πρώην αστυνομικός, o Πάνος Κουτσόπουλος, αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την υπόθεση του αιφνίδιου θανάτου του φίλου του Μανόλη Χ., συλλέκτη δίσκων, ύστερα από την παράκληση και επιθυμία της μητέρας του φίλου του. Στην ιστορία εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα: η Ασπασία, η Φούλα, ο καθηγητής Μενέλαος και η -ωραία- Ελένη, φοιτήτρια στο ΤΕΙ Άρτας, ο φοιτητής της Νομικής και ανιψιός του ντετέκτιβ, ο ποιητής Λύσιππος-κατά κόσμον Χριστόδουλος- και σε ένα δεύτερο επίπεδο, άλλοι χαρακτήρες, η Ουκρανή Ορίσα και ο Τάκης ο πλούσιος αρραβωνιαστικός της, ο οποίος την αναζητά και αναθέτει στον Πάνο την υπόθεση της εξαφάνισής της.

Γύρω από αυτά τα πρόσωπα θα πλεχτούν τα νήματα της αφηγηματικής διαδικασίας και θα μπλεχτούν οι ήρωες σε ιστορίες αναζήτησης, κατάκτησης, απόρριψης και εκδίκησης στον μηχανισμό της μυθοπλασίας της αστυνομικής, μετά μουσικής, λογοτεχνίας. Θα συναντηθούν σε ταβέρνες, γραφεία και σπίτια, στους δρόμους, στο αστικό τοπίο της πρωτεύουσας.

Τα λόγια τους θα ακουστούν ειρωνικά αποδομητικά στο σχολιασμό της καθημερινότητας και στο φορτίο γνώσεων που κουβαλούν στα χρόνια της ζωής τους.

Σπιρτόζικο ύφος με διάχυτο χιούμορ πολλών αποχρώσεων παρουσιάζει τη σύγχρονη εκδοχή της καθημερινότητας με μια φιλοσοφική διάθεση, με παρεμβολές ιστοριών και ανατροπές στη ροή της κύριας αφήγησης, μέχρι να λυθεί το μυστήριο του θανάτου του συλλέκτη και της εξαφάνισης της Ορίσα.

Οι διάλογοι διακόπτονται από ποιήματα, στίχους, δημοτικά, ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια, αδέσποτες φράσεις, συνθήματα, κριτικά σχόλια, αγορεύσεις προσώπων, ρητορείες και αφορισμούς, οράματα, εκθέσεις θεωριών και γρήγορες σκέψεις που εκτείνονται ανάλαφρα σε τρέχοντα θέματα και επεκτείνονται σε ζητήματα ουσίας και αιώνια φιλοσοφικά ερωτήματα.

Ο θάνατος του Συλλέκτη

Συγγραφέας  Παναγιώτης Κωνσταντόπουλος
Χρονολογία  Απρίλιος 2018
Είδος  Μυθιστόρημα
ISBN  978-618-5286-59-0
Σελίδες  186
Εκδόσεις Βακχικόν

 

Κριτικά σχολιάζεται η πραγματικότητα της ζωής στην εποχή της κρίσης, η φορολογία, η ανεργία, η τηλεόραση, η θρησκεία και η ηθική παρελθόντος και παρόντος χρόνου, η διαμόρφωση της κοινής γνώμης, οι μαζικές συμπεριφορές, τα δικαστήρια ως μεταφορά εικόνων, οι σχέσεις των ανθρώπων, η διασκέδαση, το χρήμα, η ομορφιά, η τέχνη, η ανάμνηση, ο χρόνος, οι μοιραίες συμπτώσεις, τα ιδεολογικά συστήματα, η πολιτική.

Η ποίηση και η λογοτεχνία συμπλέκονται στις διαδρομές που ακολουθεί ο ήρωας προκειμένου να διαλευκανθεί το μυστήριο-εκδοχή του θανάτου που επέρχεται μέσω ενός μολυσμένου ζώου φορέα της λεπτοσπείρωσης- στην εκδικητική προσφορά ενός δώρου, αποτέλεσμα μιας ύβρεως και μιας αρπαγής στην τυχαιότητα του έρωτα και του θανάτου.

Συνδέοντας λοξά τους μύθους των ονομάτων, ο συγγραφέας πλάθει ζωηρά τη λογοτεχνική ατμόσφαιρα της ιστορίας στην αύρα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Οι ήρωές του έχουν μυστικά και δικαιολογίες. Αγαπούν, ερωτεύονται και επιβάλλουν το ναρκισσιστικό τους χνάρι σαν χάδι, μοιάζουν αδίστακτοι και ευάλωτοι, εξαρτημένοι και δεμένοι στην αταβιστική μοίρα της ζωής που τους χαρίστηκε.

Ακούγοντας τραγούδια και μανέδες, συλλέγοντας δίσκους, αναζητώντας χειρόγραφα μουσικής, γράφουν στην ιστορία των χρόνων τους τη δική τους εκδοχή. Με αναφορές σε ποιητές και συγγραφείς, σε ταινίες και βιβλία, ο συγγραφέας γελά ξέγνοιαστα πίσω από το προσωπείο των ηρώων του, αποκαλύπτοντας γνώσεις και συνδυασμούς σκέψεων στην ευφορία της πολιορκίας και της κατάκτησης στο όνομα της αναγνωστικής έκπληξης.

Ο θάνατος του Συλλέκτη – Αποσπάσματα:

« Αμανέδες! Το διανοείσαι; Ποιος ακούει αμανέδες σήμερα; Πού βρισκόμαστε στο 1922; Άμα σήμερα ο Έλληνας θέλει ν’ ακούσει δακρύβρεχτα τραγούδια , να λυπηθεί, υπάρχει το έντεχνο τραγούδι». Σελ. 79

« Στις ελεύθερες ώρες μου-που τελευταία είναι πολλές- μ’ αρέσει να διαβάζω βιβλία. Φυσικά, μ’ αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα-τ’ αμερικάνικα νουάρ και τα βρετανικά τοιαύτα-, αλλά κυρίως προτιμώ τ’ αστυνομικά της Μεσογείου, δηλαδή τον Μονταλμπάν και τον Καμιλέρι,(…).Θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνω πως λατρεύω ιδιαίτερα την αρχαία κινέζικη ποίηση-ιδίως αυτήν της δυναστείας των Τανγκ-και ποιητές σαν τους Λι Πο, Του Φου κ.ά., αν έχετε ακουστά.(…).Μ’ αρέσουν πραγματικά, όμως, τα ποιήματα αυτά και συχνά αναζητώ εκεί μια έμπνευση, έναν δρόμο για τη λύση των μυστηρίων που με απασχολούν. Θέλω να πω δηλαδή ότι όπως ο Σέρλοκ Χολμς σκέφτεται παίζοντας βιολί κι ο Καρβάλιο μαγειρεύοντας, εγώ διαβάζω αρχαία κινέζικη ποίηση». Σελ.12

 «…οι μαυροντυμένες γριές με τα τσεμπέρια στα κεφάλια, που είχαν βγει από νωρίς σε παρέες έξω από τα σπίτια τους, καθισμένες στις καρέκλες τους σαν ανηλεείς μαύροι ένορκοι που πιστοποιούν μια εκτέλεση…». Σελ. 153-154

 « Τον λένε Ναπολέων, ως γλαφυρή απόδειξη πως η ίδια η ζωή διαθέτει από μόνη της την απαιτούμενη ειρωνεία και τον κατάλληλο σαρκασμό, για να γελοιοποιεί και την πιο ηρωική ανάμνηση». Σελ.57

 «Γέλασε. «Έχουμε εισαχθεί στη νέα εποχή· Αυτή είναι η νέα εποχή· οι γέροι δεν έχουν για να ζήσουν και οι νέοι ξενητεύονται». Όμως, (…).Ένας λαός που μπορεί να έχει επιζώντες μάρτυρες από μια τέτοια ναυμαχία, από μια τέτοια νίκη, τι λέτε, δεν έχει  τύχη σήμερα;».
Σελ. 40

 «Με τον ίδιο τρόπο, η καθημερινότητα των ανθρώπων είναι απείρως σουρεαλιστική, ώστε να καθιστά περιττή και την καλύτερη ποίηση». Σελ. 90

 «Έκοψα δρόμο από την οδό Δώρου, έναν πεζόδρομο πίσω από την πλατεία Ομονοίας, μικρό και απελπιστικά βρώμικο. Πάνω σ’ ένα παγκάκι είδα να κοιμάται ένας άστεγος, επωφελούμενος από τον ευνοϊκό μήνα και από την εύνοια μιας εποχής που αποδέχεται  όσους δεν έχουν σπίτι και δουλειά ως την προφανή αλλά και πλέον οικεία συντεταγμένη στη νέα γεωγραφία του ανεπτυγμένου κόσμου. Στον τοίχο πίσω από το παγκάκι και πάνω από τον αδιάφορο κοιμισμένο τρεις λέξεις ήταν γραμμένες με τεράστια μαύρα κεφαλαία γράμματα: FUCK THE EURO». Σελ.123

« Την ίδια στιγμή, ένα ανεξήγητο αεράκι θρόισε και ένας συνεχής θόρυβος ακούστηκε σαν να ξεφυλλίζονταν ταυτόχρονα όλες οι σελίδες όλων των βιβλίων,…». Σελ. 101

«Μόνον ο ποιητής Λύσιππος, έχοντας λύσει τους ίππους της ποίησής του, αδιαφόρησε».
Σελ. 27

cityculture.gr/ κριτική Αγγέλα Μάντζιου