Ο θρυλικός Τσε Γκεβάρα (Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα)

Written by

Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα (14 Ιουνίου 1928 –  9 Οκτωβρίου 1967), ήταν γνωστός ως Τσε Γκεβάρα  ή απλά Τσε. Υπήρξε Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής-Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός. Πέτυχε την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος του Μπατίστα στην Κούβα. Δραστηριοποιήθηκε αρχικά ως γιατρός και στη συνέχεια ως διοικητής των ανταρτών.  Υπήρξε μέλος της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης προωθώντας ριζικές μεταρρυθμίσεις. Το 1965, πιστός στη νίκη της επανάστασης, έφυγε με στόχο την οργάνωση νέων επαναστατικών κινημάτων. Αρχικά έδρασε στο Κονγκό και αργότερα στη Βολιβία, όπου τραυματίστηκε, συνελήφθη και δολοφονήθηκε.

Τσε Γκεβάρα παιδί και έφηβος

Ο Ερνέστο Γκεβάρα γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής. Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά του αντιπερονιστή αρχιτέκτονα Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια ντε λα Σέρνα. Η μητέρα ήταν μία εξαιρετικά δυναμική γυναίκα που συμμετείχε δραστήρια σε αριστερά κινήματα. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησής του, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928. Κατά τον βιογράφο του, Τζον Λι Άντερσον, η πραγματική ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται νωρίτερα, στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους.

Η οικογένειά του ήταν μία από τις οικογένειες της αργεντινής ολιγαρχίας, με ισπανικές και ιρλανδικές καταβολές. Παρ’ όλα αυτά, οι γονείς του νεαρού Ερνέστο ήταν σε επαφή με ανθρώπους χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Πολλά μέλη της ολιγαρχίας θεωρούσαν προκλητικό αυτόν τον τρόπο ζωής. Το ζεύγος Γκεβάρα έδειχνε φανερά ότι σεβόταν και δεχόταν προοδευτικές ιδέες. O πατέρας του χαρακτηρίζεται ως τυχοδιώκτης, γιατί εγκατέλειψε τις σπουδές στην αρχιτεκτονική, για  να δραστηριοποιηθεί στον επιχειρηματικό χώρο. Η μητέρα του υπήρξε ένθερμη καθολική, που όμως αργότερα μεταστράφηκε στον φιλελευθερισμό της αριστεράς.

Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα. Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού. Σε ηλικία εννέα ετών παρουσίασε βαριά επιπλοκή στο άσθμα  και διαπιστώθηκε «σπαστικός βήχας». Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο. Αρχικά, έμαθε να γράφει και να διαβάζει από την μητέρα του. Αργότερα φοίτησε στο δημόσιο σχολείο.  Ολοκλήρωσε κανονικά μόνο τη δεύτερη και τρίτη τάξη. Παρακολούθησε τα μαθήματα των υπόλοιπων τάξεων όταν του επέτρεπε η υγεία του και μελετώντας κυρίως στο σπίτι.

Στην παιδική του παρέα υπήρχαν παιδιά από διάφορα κοινωνικά στρώματα της περιοχής. Ήδη τότε φανερώθηκε το χάρισμα και η κοινωνικότητα του Γκεβάρα, χαρίσματα τα οποία καλλιεργούσαν συνεχώς οι γονείς του. O Γκεβάρα ήταν παράλληλα σοβαρό και εσωστρεφές αγόρι, το οποίο από νωρίς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία. Τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα εκτείνονταν από αρχαιοελληνική φιλοσοφία, ευρωπαϊκή λογοτεχνία μέχρι κλασικά έργα και πραγματείες του Φρόυντ. Σε μεγαλύτερη ηλικία, ανέπτυξε επίσης ενδιαφέρον για τη φωτογραφία.

To 1942 εγγράφηκε στο δημόσιο λύκειο . Οι σχολικοί του βαθμοί υπήρξαν πολύ καλοί στη λογοτεχνία, την ιστορία και τη φιλοσοφία. Αλλά και πολύ κακοί στην αγγλική γλώσσα, τα μαθηματικά και τη φυσική ιστορία. Ξεκίνησε να συντάσσει ένα είδος φιλοσοφικού λεξικού, καταγράφοντας τα αναγνώσματά του ή κρατώντας σημειώσεις σχετικά με αυτά. Μετά το λύκειο, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στον τομέα της εφαρμοσμένης μηχανικής. Γράφτηκε στη Σχολή Εφαρμοσμένης Μηχανικής του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες. Για ένα διάστημα εργάστηκε στην κατασκευή δημοσίων έργων, κυρίως σε μικρές πόλεις. Η  γιαγιάς όμως υπέστει εγκεφαλική αιμορραγία και κατόπιν ημιπληγία. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εργασία του προκειμένου να την φροντίσει κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής της. Πιθανώς ήταν και ένας από τους λόγους που συνέβαλαν στην απόφαση του να ασχοληθεί τελικά με την ιατρική.

Ο Τσε Γκεβάρα στην ιατρική σχολή

Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953. Δεν ακολούθησε την κλινική πρακτική που απαιτούταν για  να είναι σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμα του γιατρού. Στα φοιτητικά του χρόνια δραστηριοποιήθηκε στο φοιτητικό κίνημα. Ήρθε σε επαφή με παράνομες αριστερές οργανώσεις, διάβαζε με πάθος Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Τρότσκι και Μάο. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, στα τέλη του 1950, εξασφάλισε άδεια να εργαστεί νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου. Τους επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική Αμερική. Στη διάρκεια τους  έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες στις λατινοαμερικανικές χώρες. Στα αρχικά του σχέδια  κυριαρχούσε η ανθρωπιστική, σχεδόν ιεραποστολική, διάθεση να βοηθήσει τους λαούς της Λατινικής Αμερικής. Μαστίζονταν από  φτώχεια αρρώστιες και υπανάπτυξη. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον μαρξισμό. Ήταν αυτή η αλτρουιστική διάθεση που οδήγησε τα βήματά του στο Περού. Πρόσφερε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του σε τοπικό λεπροκομείο. Ακολούθησαν άλογα ταξίδια στην Κολομβία και τη Βενεζουέλα. Ταξίδεψε σ’ όλη τη Λατινική Αμερική, όπου η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη.  Οι επαναστάσεις, τα πραξικοπήματα, οι γενικές απεργίες και ο ανταρτοπόλεμος βρίσκονταν διαρκώς στην ημερήσια διάταξη. Συνδέθηκε με αριστερές οργανώσεις στο Περού, τη Βολιβία, τον Ισημερινό, τον Παναμά, την Κόστα Ρίκα, τη Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ.

Ο Τσε Γκεβάρα στη Γουατεμάλα

Στη συνέχεια, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στη Γουατεμάλα. Εκεί γνώρισε την Περουβιανή οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα. Εργαζόταν στην κρατική υπηρεσία του Ινστιτούτου Προώθησης της Παραγωγής. Η Γκαδέα ήταν εξόριστη εξαιτίας της συμμετοχής της στη Λαϊκή Επαναστατική Αμερικανική Συμμαχία (American Popular Revolutionary Alliance, APRA) του Περού. Διέθετε γνωριμίες με πολιτικά πρόσωπα. Με τη βοήθειά της, ο Γκεβάρα ήρθε σε επαφή με ένα ευρύ κύκλο εξόριστων και αριστερών διανοουμένων. Κατά το δεύτερο μήνα της παραμονής του στη χώρα,  ο Γκεβάρα πραγματοποίησε τις πρώτες του επαφές με πολιτικούς της κυβέρνησης. Όπως ανέφερε σε επιστολή του προς τη θεία του είχε λάβει οριστικά θέση υπέρ της κυβέρνησης της Γουατεμάλας. Είχε επιλέξει το κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα σχετιζόμενος με άλλους αριστερούς διανοούμενους. Στα τέλη του ίδιου μήνα, κατέγραψε επίσης την πολύ κακή οικονομική του κατάσταση.

Για ένα σύντομο διάστημα, ο Γκεβάρα εγκατέλειψε τη Γουατεμάλα και μετέβη στο Ελ Σαλβαδόρ, προκειμένου να ανανεώσει τη βίζα παραμονής του. Λίγο μετά την επιστροφή του, επιχειρήθηκε από τη CIA ένοπλη επέμβαση. Με επικεφαλής το συνταγματάρχη Κάρλος Καστίγιο Άρμας, σκόπευαν την ανατροπή της κυβέρνησης του Άρμπενς. Αφορμή υπήρξε η άφιξη ενός πλοίου με όπλα από την Τσεχοσλοβακία. Ο Τσε Γκεβάρα συμμετείχε στην ένοπλη πολιτοφυλακή της κομμουνιστικής νεολαίας. Παρά τη διάθεσή του να αγωνιστεί στο μέτωπο, κατετάγη τελικά ως γιατρός. Στις 27 Ιουνίου, ο Άρμπενς ανακοίνωσε την παραίτησή του και αναζήτησε άσυλο στη μεξικανική πρεσβεία. Ο Γκεβάρα, επίσης καταζητούμενος του νέου καθεστώτος, αναζήτησε άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής. Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γουατεμάλα σημάδεψαν βαθιά τον Γκεβάρα.

Επανάσταση στην Κούβα – η γνωριμία με του Τσε Γκεβάρα με τον Φιντέλ Κάστρο

Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός σε κεντρικό νοσοκομείο. Παράλληλα δούλευε και ως φωτογράφος, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα. Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιδέλ Κάστρο, Ραούλ. Από αυτόν πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιντέλ Κάστρο. Είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική. Τότε ειπώθηκε και το ενδεχόμενο της οργάνωσης ενός αντάρτικου αγώνα. Στόχος ήταν η ανατροπή του διεφθαρμένου, φασιστικού καθεστώτος του Μπατίστα. Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο. Ο γάμος έγινε στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.

tseΟ Τσε Γκεβάρα διαπίστωσε πως  ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης. Για αυτό και συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου, με στόχο την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού. Ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών. Αυτή τη περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε (Che). Αυτό εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος. Μία έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς.

25 Νοεμβρίου 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών ο Καστρο και ο Τσε Γκεβάρα, ξεκίνησαν. Απέπλευσαν με το πλοιάριο Γκράνμα από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ.  Στις 2 Δεκεμβρίου έφτασαν παράνομα στην παραλία Λας Κολοράδας της Κούβας. Τρεις μέρες αργότερα, η ομάδα έπεσε σε ενέδρα του κυβερνητικού στρατού και αποδεκατίστηκε. Μόλις 22 μαχητές διασώθηκαν. Μεταξύ αυτών ο Φιντέλ, ο αδελφός του, Ραούλ, και τραυματισμένος αλλά αποφασισμένος όσο ποτέ, ο Γκεβάρα. Οι αντάρτες ανασυντάχθηκαν και κατέφυγαν στην οροσειρά της Σιέρρα Μαέστρα, που έγινε το ορμητήριό τους. Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά. Άρχισε να παίρνει ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητές του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος. Η σκληρότητά του προκαλούσε φόβο. Ήταν υπεύθυνος  για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος. Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας.  Στις μάχες ο Αργεντινός εντυπωσίασε τον Κάστρο για το θάρρος και τη δεξιοτεχνία του στην εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων. Αλλά κυρίως ξεχώρισε για τα στρατιωτικά του χαρίσματα και το πολιτικό του κριτήριο. Αν και αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού. Ανώτερος του ήταν μόνο ο Κάστρο. Αυτή την περίοδο έγινε η μεταμόρφωση του ρομαντικού διανοούμενου Ερνέστο Γκεβάρα στον χαρισματικό “Κομαντάντε Τσε”.

Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958. Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου  εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα. Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος. Την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία.

Μέλος της επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας

Κατά τους πρώτους μήνες της κατάληψης της εξουσίας, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε διοικητής του φρουρίου Λα Καμπάνια. Στις 7 Φεβρουαρίου 1959, ψηφίστηκε ένα ιδιαίτερο διάταγμα. Μέσω αυτού αποκτούσαν την κουβανική υπηκοότητα όλοι οι αλλοδαποί διοικητές του αντάρτικου στρατού. Ο νόμος, ήταν φωτογραφικός για τη περίπτωση του Τσε Γκεβάρα. Ένα είδος φόρου τιμής και αναγνώρισης για τη συμβολή του στην κουβανική επανάσταση.

Μαζί με τους Φιντέλ Κάστρο, Ραούλ Κάστρο και Καμίλο Σιενφουέγος, αποτέλεσε σημαντικό μέλος της νέας κουβανικής κυβέρνησης. Σύντομα ξεκίνησαν  ριζικές μεταρρυθμίσεις. Καθιερώθηκε δωρεάν σύστημα υγείας. Εγκαινιάστηκε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εξασφάλιζε στα κατώτερα αναλφάβητα κοινωνικά στρώματα σχολική μόρφωση. Στην κυβέρνηση, ο Γκεβάρα υποστήριξε περισσότερο τις κομμουνιστικές ιδέες απ’ όσο ο Φιδέλ Κάστρο. Στις 7 Οκτωβρίου, ο Κάστρο του ανέθεσε την αρχηγία του τομέα βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου της Αγροτικής Μεταρρύθμισης, Αυτό προστέθηκε στα καθήκοντά του ως διοικητής της Λα Καμπάνια αλλά και αρχηγός του τμήματος εκπαίδευσης των Ενόπλων Δυνάμεων. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του έργου του, ο Γκεβάρα απευθύνθηκε στον οικονομολόγο Σαλβαδόρ Βιλασέκα. Ξεκίνησε μαζί του  μία σειρά από μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.

Ο Τσε Γκεβάρα διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, στις 26 Νοεμβρίου 1959. Ανάμεσα στις πρώτες του ενέργειες, ήταν η ρευστοποίηση των τραπεζών του καθεστώτος του Μπατίστα. Οι τράπεζες των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν αναστείλει τις πιστώσεις των εισαγωγών. Στα τέλη του έτους,  άρχισε να διερευνά, σε συνεργασία με τον Κάστρο  το ενδεχόμενο της σοβιετικής στήριξης. Το Φεβρουάριο του 1960, υποδέχθηκε τον Αναστάς Μικογιάν. Ήταν  μέλος του πολιτικού γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά και ένθερμος υποστηρικτής της προσέγγισης με την Κούβα. Έτσι, εντάθηκε η αντιπαράθεση μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της κουβανικής κυβέρνησης. Οι ΗΠΑ στις 13 Οκτωβρίου κήρυξαν εμπάργκο. Απέκλεισαν τη χώρα από κάθε οικονομική δραστηριότητα.

Στα τέλη Οκτωβρίου του 1960, συμμετείχε ως επικεφαλής μίας διπλωματικής αποστολής, με στόχο την εξασφάλιση της στήριξης του σοβιετικού μπλοκ. Συναντήθηκε με τον Νικίτα Χρουστσόφ στη Μόσχα. Αργότερα επισκέφτηκε το Πεκίνο όπου συνάντησε τον Μάο και έγινε γενικά θερμά δεκτός. H περιοδεία του περιλάμβανε ακόμα τη Βόρεια Κορέα και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. H αποστολή εξασφάλισε τελικά ευνοϊκές συμφωνίες, για την εξαγωγή τεσσάρων εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης. Η τιμή ήταν υψηλότερη από εκείνη της παγκόσμιας αγοράς. Εξασφάλισε   παράλληλα τον εφοδιασμό της Κούβας με πετρέλαιο και αγορές βιομηχανικών μονάδων με ευέλικτες πιστώσεις.  Στις 23 Φεβρουαρίου 1961 διορίστηκε υπουργός του νεοσύστατου υπουργείου Βιομηχανίας της Κούβας

Κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε επικεφαλής των κουβανικών στρατευμάτων. Αυτό συνέβη τον Απρίλιο του 1961. Χάρη στην αποτελεσματική αντίδραση της κουβανικής αεροπορίας και της πολιτοφυλακής, η αμερικανική εισβολή απέτυχε

Διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην απόφαση εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας. Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο από τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό οδήγησε τελικά στην Κρίση των πυραύλων, τον Οκτώβριο του 1962.

Ο Τσε Γκεβάρα ήταν αντίθετος στην αντιγραφή του σοβιετικού μοντέλου «οικονομικής αυτοδιαχείρισης».  Θεωρούσε πως οι ιδιαίτερες συνθήκες της Κούβας απαιτούσαν διαφορετικές πρακτικές

Απομάκρυνση από την Κούβα

Στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 εκπροσώπησε την Κούβα στη Συνδιάσκεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στην ομιλία του ξεχωρίζει η έντονη διαμαρτυρία του ενάντια στην πολιτική των ΗΠΑ και τις λατινοαμερικανικές δικτατορίες. Λίγες ημέρες αργότερα, ξεκίνησε μία τρίμηνη διεθνή περιοδεία . Στις 24 Φεβρουαρίου, έλαβε μέρος στη διάσκεψη του 2ου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης. Αυτή ήταν και η τελευταία δημόσια παρουσία στο διεθνές προσκήνιο. Η ομιλία του προκάλεσε εντάσεις στο σοβιετικό μπλοκ. Ο λόγος ήταν η θέση του πως οι σοσιαλιστικές χώρες όφειλαν να επωμιστούν το κόστος των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Θεωρείται πιθανό πως αυτό προκάλεσε ρήξη στη σχέση του με τον Κάστρο. Στις 14 Μαρτίου του 1964 επέστρεψε από την Αφρική στην Κούβα. Μετά από περίπου μία εβδομάδα παραμονής του στην Αβάνα τα ίχνη του χάθηκαν για αρκετούς μήνες.

Η εξαφάνιση του Γκεβάρα προκάλεσε έντονη φημολογία, τροφοδοτώντας πολλές θεωρίες. Οι περισσότερες από αυτές θεωρούσαν πως ήρθε σε σύγκρουση με τον Κάστρο.  Αφορμή ήταν το ζήτημα της εκβιομηχάνισης της χώρας και η σχέση της Κούβας με τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα. Άλλοι ισχυρίζονταν πως ο Γκεβάρα ήθελε μία πιο ενεργητική υποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται  ότι εκδιώχθηκε με απαίτηση των Σοβιετικών. Δεν ενέκριναν την ανεξάρτητη από τη Μόσχα γραμμή του. Φήμες διέρρεαν ότι σκοτώθηκε σε μυστική επαναστατική αποστολή που του ανέθεσε ο Κάστρο. Και άλλοι λέγανε ότι κλείστηκε σε σανατόριο λόγω υποτροπής των προβλημάτων που αντιμετώπιζε με το άσθμα του. Ο ίδιος ο Κάστρο επιχείρησε να βάλει ένα τέλος στις φημολογίες. Δήλωσε μέσω ραδιοφώνου πως ο Γκεβάρα βρισκόταν πάντα εκεί όπου ήταν πιο χρήσιμος για την επανάσταση.  3 Οκτωβρίου 1965, ο Κάστρο διάβασε σε δημόσια συγκέντρωση, ιδιόχειρη επιστολή του Γκεβάρα. Θεωρητικά του  την παρέδωσε ο ίδιος ο Τσε Γκεβάρα την 1η Απριλίου.  Στην επιστολή (η αυθεντικότητα της οποίας έχει αμφισβητηθει) αναφέρονταν μεταξύ άλλων τα εξής:

«Νιώθω πως έχω πια εκπληρώσει το μέρος εκείνο του χρέους μου που με έδενε με την κουβανική επανάσταση στο έδαφός της . Σας αποχαιρετώ, εσένα, τους συντρόφους και το λαό σου που είναι πια και δικός μου. Παραιτούμαι επίσημα από τα καθήκοντά μου στην ηγεσία του κόμματος. Παραιτούμε από τη θέση του υπουργού, από το βαθμό του κομαντάτε, από την κουβανική υπηκοότητα. Καμιά νομική σχέση δεν με συνδέει με την Κούβα. Μόνο δεσμοί άλλου είδους που δεν μπορούν να σπάσουν, όπως οι διορισμοί σε κάποιες θέσεις. Κοιτάζοντας τη ζωή μου , πιστεύω πως έχω δουλέψει με αρκετή τιμιότητα και αφοσίωση για την εδραίωση της επαναστατικής νίκης (…) Άλλες χώρες του κόσμου ζητάνε τη συμβολή των σεμνών μου προσπαθειών. Εγώ μπορώ να κάνω αυτό που εσένα δεν σου επιτρέπεται, λόγω των ευθυνών σου απέναντι στην Κούβα. Έφτασε η ώρα να αποχαιρετιστούμε».

Με την επιστολή αυτή, ο Γκεβάρα απάλλασσε την κουβανική κυβέρνηση από οποιαδήποτε ευθύνη για τη μελλοντική δράση του. Οι λόγοι της φυγής του εντοπίζονται, σε δύο βασικές παραμέτρους:
α. την επιθυμία του Γκεβάρα να μεταφέρει της επανάσταση σε όλον τον κόσμο – κάτι που αισθανόταν ως προσωπική αποστολή ζωής
β. το γεγονός πως κάτι τέτοιο απαιτούσε ελευθερία κινήσεων, την οποία του εξασφάλιζε η αποδέσμευσή του από αξιώματα και κυβερνητικές θέσεις.

Ο Τσε Γκεβάρα στο Κονγκό

Πρώτος σταθμός του Τσε Γκεβάρα, μετά τη φυγή από την Κούβα υπήρξε το Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό). Μαζί με τον δεύτερο στην ιεραρχία Βικτόρ Ντρέκε και δώδεκα ακόμα Κουβανούς πολεμιστές, έφθασε εκεί 24 Απριλίου 1965. Λίγο αργότερα ακολούθησαν και άλλοι Κουβανοί, συνθέτοντας μία φάλαγγα με περισσότερα από εκατό μέλη. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Αλγερίας και φίλο του, Αχμέντ Μπεν Μπελά: «η κατάσταση που κυριαρχούσε στην Αφρική, φαινόταν να διαθέτει μεγάλη δυναμική για μία επανάσταση. Αυτό οδήγησε τον Τσε στο συμπέρασμα πως η Αφρική αποτελούσε τον αδύναμο κρίκο του ιμπεριαλισμού. Ήταν λοιπόν στην Αφρική που αποφάσιζε να αφιερώσει τις προσπάθειές του». Η έλλειψη οργάνωσης και συνοχής των κονγκολέζικων δυνάμεων καταγράφεται στα ημερολόγια του Τσε Γκεβάρα ως  κύριος λόγος αποτυχίας της επανάστασης.

Στα τέλη του έτους, εγκατέλειψε το Κονγκό, μαζί με τους επιζώντες της κουβανικής ομάδας (έξι μέλη της είχαν πεθάνει σε μάχη). Πέρασε τους επόμενους έξι μήνες στο Νταρ ες Σαλάμ της Τανζανίας. Στο διάστημα αυτό, ολοκλήρωσε μία σειρά χειρόγραφων σημειώσεων σχετικά με την εμπειρία του στο Κονγκό. Παράλληλα εργάστηκε πάνω σε δύο ακόμα βιβλία, φιλοσοφικών και οικονομικών σημειώσεων. Το Φεβρουάριο του 1966 ταξίδεψε μεταμφιεσμένος και με πλαστό διαβατήριο, με προορισμό την Πράγα. Εκεί άρχισε να επεξεργάζεται την ιδέα ενός νέου αντάρτικου στη Λατινική Αμερική.

Ο Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία

Η προετοιμασία της επιχείρησης οργάνωσης αντάρτικου στη Βολιβία άρχισε υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας. Αυτό έγινε σε ένα απομονωμένο μέρος στην επαρχία Πινάρ δελ Ρίο και ειδικότερα στην περιοχή Βινιάλες. Εκεί εκπαιδεύτηκε εντατικά ο πρώτος πυρήνας του μελλοντικού αντάρτικου. Ο πυρήνας αποτελείτο από 10 Κουβανούς και αρκετούς Βολιβιανούς, πρώην μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας. O Τσε Γκεβάρα έφτασε στη Βολιβία την 1η Νοεμβρίου του 1966. Είχε φροντίσει να αλλάξει την εμφάνισή του ώστε να μοιάζει περισσότερο με επιχειρηματία. Ξύρισε το μούσι του, κούρεψε τα μαλλιά του και φόρεσε γυαλιά και γραβάτα. Στην κατοχή του είχε δύο πλαστά ουρουγουανικά διαβατήρια  με τα ονόματα Ραμόν Μπενίτεζ Φερνάντεθ και Αντόλφο Μένα Γκονζάλεθ αντίστοιχα.

tse2

Φωτογραφία του Γκεβάρα το 1966, ως Αντόλφο Μένα Γκονζάλεθ, χωρίς μακριά μαλλιά και μούσι

Στη Λα Πας, σημαντική ήταν η επαφή του με μία γυναίκα γνωστή με το κωδικό όνομα Τάνια. Το πραγματικό της όνομα ήταν Χάιντι Ταμάρα Μπούνκε. Μέσω αυτής ο Γκεβάρα εξασφάλισε  έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο αποτελούσε διαπιστευμένο μέλος αποστολής του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών. Με αυτή την ταυτότητα πραγματοποιούσε έρευνα πάνω στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις στις αγροτικές περιοχές της Βολιβίας. Το έγγραφο του έδινε τη δυνατότητα να ταξιδεύει ελεύθερα σε ολόκληρη τη χώρα. Από τη βολιβιανή πρωτεύουσα μεταφέρθηκε, μαζί με τον στενό συνεργάτη του, Αλμπέρτο Φερνάντεζ  στην τοποθεσία Νιανκαουασού. Εκεί είχαν φροντίσει τον Ιούλιο του 1966,  να αγοράσουν 1.277 εκτάρια γης. Η γη αυτή προορίζονταν για την οργάνωση στρατοπέδου. Η έκταση βρισκόταν  σε μία σχετικά απομονωμένη και δασώδη περιοχή που περιβαλλόταν από βουνά και πυκνή βλάστηση, 50 μίλια βόρεια της πόλης Καμίρι.

Οι πρώτες εβδομάδες του 1967 αφιερώθηκαν κατά κύριο λόγο στην εκπαίδευση των μαχητών και στη δημιουργία υποδομής. Ο Γκεβάρα πλέον είχε υιοθετήσει το συνθηματικό όνομα Ραμόν. Έχοντας μαθητεύσει στο μεγάλο σχολείο των Βιετκόνγκ, φρόντισε να οργανώσει ένα δεύτερο, εφεδρικό στρατόπεδο. Αυτό ήταν το “Καμπαμέντο ντελ Όρσο” (το Στρατόπεδο της Αρκούδας). Παράλληλα υπήρχε και ένα ολόκληρο δίκτυο υπόγειων τούνελ, αποθηκών και κρησφύγετων. Η δωροδοκία ορισμένων αξιωματικών της Χωροφυλακής μείωνε αποτελεσματικότατα την περιέργεια των τοπικών αρχών. Το καμουφλάρισμα των εργασιών έδωσε την εντύπωση ότι επρόκειτο για άλλη μία περίπτωση παράνομης κατεργασίας και διακίνησης κοκαΐνης. Αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο στα βολιβιανά βουνά. Το αρνητικό ήταν πως οι Βολιβιανοί παρουσιάστηκαν απρόθυμοι να στελεχώσουν το αντάρτικο. Ο πυρήνας του παρέμενε κατά βάση κουβανέζικος.

Από τη στιγμή που πάτησε τα βολιβιανά βουνά, ο Γκεβάρα αποκατέστησε ασύρματη επικοινωνία με τον Κάστρο. Ο ηγέτης της Κούβας  έκανε ό,τι μπορούσε για να ενισχύσει την προσπάθεια του παλιού του συντρόφου.  Υπό το πρόσχημα της μαζικής πάλης και της αποφυγής τυχοδιωκτισμών, έθεσε ένα όρο. Αυτός ήταν η σύμπραξη και πλήρη υποταγή του αντάρτικου στην πολιτική γραμμή και τη διοίκηση του κόμματος. Αποτέλεσμα ήταν να επέλθει η οριστική ρήξη με τον Γκεβάρα.

Το αντάρτικο άρχισε τη δράση του έχοντας συγκεντρώσει, στις καλύτερες στιγμές του, μόλις μερικές δεκάδες μαχητές. Το Μάρτιο του 1967  οι αντάρτες έστησαν ενέδρες και εξολόθρευσαν δυνάμεις του ανοργάνωτου βολιβιανού στρατού. Οι αιχμάλωτοι, αφού ανακρίθηκαν για λίγες μέρες, αφέθηκαν ελεύθεροι. Σκοπός ήταν να μεταφέρουν το επίπεδο οργάνωσης, τη μαχητική ικανότητα και την ανθρώπινη συμπεριφορά των αντιπάλων τους. Στη Λα Πας οι φήμες οργίαζαν. Υπερβάλλοντας κατά πολύ την πραγματικότητα ο βολιβιανός Τύπος έκανε λόγο για εισβολή ξένων δυνάμεων και φονικές μάχες. Στις 27 Μαρτίου ο πρόεδρος Μπαριέντος αναγκάστηκε, σε ραδιοφωνικό του μήνυμα, να παραδεχθεί την ύπαρξη του αντάρτικου. Το απέδωσε σε «ξένη δύναμη που επιβουλεύεται τη χώρα». Ωστόσο, αρνήθηκε ότι συμμετείχε σε αυτό ο Γκεβάρα. Είχε φοβηθεί την επίδραση που θα μπορούσε να ασκήσει στον πληθυσμό. Ήταν ένας ήρωας της κουβανέζικης επανάστασης που πολεμούσε το διεφθαρμένο καθεστώς στα βουνά της Βολιβίας.

Ο Μπαριέντος δεν ήταν έτοιμος για άμεση αναμέτρηση με τον μικρό, αλλά καλά εκπαιδευμένο και πειθαρχημένο, αντάρτικο πυρήνα του Γκεβάρα. Η τακτική που ακολούθησε είχε στόχο να του εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο. Έτσι στόχευσε στην απομόνωση και εξάντληση του αντιπάλου του . Κήρυξε τη νοτιοδυτική περιοχή της χώρας, όπου αναπτύχθηκε το αντάρτικο, «Κόκκινη Ζώνη» στρατιωτικών επιχειρήσεων. Εκκένωσε ολόκληρες περιοχές από τον αγροτικό τους πληθυσμό. Εφάρμοσε αποκλεισμό τροφίμων και εφοδίων και κατέστρεψε τη σοδειά, ακολουθώντας τακτική «καμένης γης». Στο μεταξύ, οι Η.Π.Α. πήραν στα χέρια τους το στρατιωτικό σκέλος της επιχείρησης εξολόθρευσης του Γκεβάρα. 40 Αμερικανοί στρατιωτικοί ειδικοί, στην πλειονότητά τους βετεράνοι της Κορέας, του Βιετνάμ και του Κονγκό, μετακόμισαν στη χώρα. Δημιούργησαν στρατόπεδο εντατικής εκπαίδευσης 800 μισθοφόρων πρασινοσκούφηδων. Τους μύησαν  στα μυστικά του ανταρτοπολέμου. Οι στρατιώτες εξοικειώθηκαν με τις πολύ σκληρές συνθήκες της ζούγκλας. Παράλληλα, οι Αμερικανοί προμήθευσαν το βολιβιανό στρατό με όπλα, πυρομαχικά, ελικόπτερα και ασύρματους. Στις προσπάθειες εντοπισμού του Γκεβάρα συμμετείχε και αμερικανικός κατασκοπευτικός δορυφόρος.

Το Μάιο, το αντάρτικο είχε τις πρώτες του απώλειες, σε μάχες με περιπόλους του κυβερνητικού στρατού. Σε μία από τις συμπλοκές, συνελήφθη ο Γάλλος δημοσιογράφος και φιλόσοφος Ρεζί Ντεμπρέ. Είχε μεταβεί στη Νιανκαουασού στις αρχές Μαρτίου, ενώ είχε παίξει και ρόλο συνδέσμου με τον Κάστρο. Ο Ντεμπρέ κατηγορήθηκε για προδοσία του Γκεβάρα και των συντρόφων του κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων. Αρνήθηκε την κατηγορία.  Λίγους μήνες αργότερα καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση από το καθεστώς. Οι ενδείξεις για εκ των ένδον διαρροές πύκνωσαν. Ιδιαίτερα μετά από αιφνιδιαστική επίθεση κυβερνητικών δυνάμεων στο αρχηγείο του αντάρτικου. Στη μάχη που ακολούθησε, ξεχώρισαν οι στρατιωτικές αρετές του Γκεβάρα. Οι κυβερνητικές δυνάμεις εξολοθρεύτηκαν, ωστόσο το κρησφύγετο ήταν πια άχρηστο. Οι αντάρτες μετέφεραν εσπευσμένα το αρχηγείο τους στο εφεδρικό στρατόπεδο «Καμπαμέντο ντελ Όρσο». Η υποψία της προδοσίας άρχισε να επηρεάζει την ατμόσφαιρα μεταξύ των επαναστατών. Υποψίες διοχετεύτηκαν και προς την Τάνια. Γράφτηκε ότι στρατολογήθηκε από την KGB  για  να παρακολουθεί και να αναφέρει τις κινήσεις του Γκεβάρα στους Σοβιετικούς. Η αλήθεια ίσως είναι διαφορετική. Η Τάνια, πήρε μέρος σε πολύ επικίνδυνες αποστολές με το βολιβιανό αντάρτικο και έπεσε στο πεδίο της μάχης, τον Αύγουστο. Παράλληλα, το καθεστώς Μπαριέντος προσπάθησε να στερήσει τον Γκεβάρα από τις ενδεχόμενες εφεδρείες του στις πόλεις. Στις 12 Απριλίου κήρυξε παράνομο το Κομμουνιστικό Κόμμα Βολιβίας και το τροτσκιστικό Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα. Ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις και εκτοπισμοί.

Στις 12 Μαΐου, έπειτα από έντονες εξωτερικές πιέσεις, οι αρχές της Χιλής συνέλαβαν τον εξόριστο ηγέτη των Βολιβιανών εργατών ορυχείων Χουάν Λεχίν. Λίγες μέρες πριν είχε χαρακτηρίσει το αντάρτικο σαν «το μόνο δρόμο για την απελευθέρωση του λαού της Βολιβίας από τον βάρβαρο ζυγό του». Ήταν ο  ισχυρότερος σύμμαχος του Γκεβάρα. Οι εργάτες του Ορούρο, του Χουανίνι και του Κατάρι κήρυξαν γενική απεργία. Οι φοιτητές προχώρησαν σε καταλήψεις και πορείες με συνθήματα κατά της κυβέρνησης και φωτογραφίες του Γκεβάρα. Ο Μπαριέντος απάντησε επιβάλλοντας κατάσταση πολιορκίας. Οι ταραχές πήραν χαρακτήρα ανοιχτής εξέγερσης.  Οι εργάτες των ορυχείων κήρυξαν τις περιοχές τους «ελεύθερες ζώνες». Η εξέγερση καταστάλθηκε ύστερα από επέμβαση του στρατού, στις 24 Ιουνίου, που στοίχισε τις ζωές 21 εργατών. Εκατοντάδες συνδικαλιστές και φοιτητές συνελήφθησαν. Με διχασμένη και αμφιταλαντευόμενη ηγεσία, το κίνημα των πόλεων απέτυχε. Ο Γκεβάρα απέμεινε χωρίς εφεδρείες στους πρόποδες των Άνδεων.

Προς τα τέλη Ιουλίου η δουλειά των Αμερικανών ειδικών άρχισε να αποδίδει καρπούς. Οι πρασινοσκούφηδες Ρέιντζερ είχαν πια ολοκληρώσει την ταχύρρυθμη εκπαίδευσή τους και βγήκαν στο βουνό. Ο Γκεβάρα ανακάλυψε ότι ο εχθρός τον πολεμούσε με τα ίδια του τα όπλα. Στις 30 Ιουλίου γλίτωσε παρά λίγο σε μία ενέδρα. Οι δυνάμεις του εξασθενούσαν από τις απώλειες στο πεδίο της μάχης, την έλλειψη τροφής και φαρμάκων. Αυτό τις έκανε ευάλωτες στις αρρώστιες. Όλα αυτά,  έδρασαν σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη δυστοκία στη στρατολόγηση ντόπιων. Αποτέλεσμα αναπόφευκτο ήταν η αρνητική επίδραση στο ηθικό των ανταρτών. Από τον Αύγουστο, το αντάρτικο πέρασε καθαρά σε αμυντικό αγώνα αυτοσυντήρησης. Ο κλοιός του εχθρού έσφιγγε ολοένα και περισσότερο. Στις αρχές του Οκτωβρίου ήρθε το τέλος του Τσε.

Θάνατος του Τσε Γκεβάρα

Τη νύχτα της 7ης Οκτωβρίου ένας αγρότης διέκρινε τις φιγούρες μίας ομάδας ανταρτών (συνολικά 17 άνδρες). Αυτό συνέβη κοντά στο χωριό Λα Ιγκέρα, στην περιοχή της χαράδρας Γιούρο. Αμέσως έτρεξε να ειδοποιήσει τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή και λοχαγό Γκάρι Πράδο Σαλμόν. Ο Γκεβάρα χώρισε τη διμοιρία σε μικρότερες ομάδες, ωστόσο σύντομα αντιλήφθηκαν πως ήταν περικυκλωμένοι. Οι κυβερνητικές δυνάμεις που είχαν κινητοποιηθεί γρήγορα εντόπισαν τους αντάρτες τα χαράματα της 8ης Οκτωβρίου. Η ομάδα του Γκεβάρα, αποτελούμενη από επτά αντάρτες επιχείρησε να οπισθοχωρήσει. Το όπλο του, είτε εξαιτίας εμπλοκής είτε από κάποια εχθρική σφαίρα είχε αχρηστευτεί. Ο Τσε Γκεβάρα έφερε τραύμα στο κάτω μέρος του ποδιού που τον δυσκόλευε στο περπάτημα. Τον βοηθούσε ο  Σιμόν Κούμπα («Γουίλι»), ένας επαναστάτης εργάτης από τα ορυχεία του Χουανίνι. Τελικά δεν τα κατάφεραν και έπεσαν στα χέρια τριών στρατιωτών του Πάρδο. Σύμφωνα με ορισμένους, ο Γκεβάρα διέταξε τους στρατιώτες να μην πυροβολήσουν. Αποκάλυψε την ταυτότητά του και τους τόνισε πως θα τους ήταν πολυτιμότερος ζωντανός. Πιθανόν, όμως, να ήταν και ο Σιμόν Κούμπα εκείνος που απευθύνθηκε στους στρατιώτες.

Την καταδίωξη του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες . Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε. Αυτό συνέβη στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν (Mario Terán). Ο συγκεκριμένος αρχικά δίστασε να εκτελέσει την εντολή για τη δολοφονία του. Τελικά πυροβόλησε τον αιχμάλωτο, ο οποίος φέρεται να του είπε «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις». Ο θάνατός του σημειώθηκε λίγο μετά τη 1:00 το μεσημέρι.

Την επόμενη μέρα, οι δημοσιογράφοι μεταφέρθηκαν εσπευσμένα με στρατιωτικά ελικόπτερα στο Βαγιεγκράντε.  Σε ένα πρόχειρο κρεβάτι, αντίκρισαν ξαπλωμένο έναν γενειοφόρο άντρα. Ήταν  γυμνός από τη μέση και πάνω, με χακί παντελόνι και στρατιωτική ζώνη. Ήταν ο Τσε Γκεβάρα νεκρός. Όχι από τα μάλλον επιπόλαια τραύματα στο πεδίο της μάχης, αλλά από δύο σφαίρες στο σβέρκο. Ο Τσε, στα 39 του χρόνια, πλήρωσε με τη ζωή του το σχέδιο οργάνωσης αντάρτικου στη Βολιβία. Μαζί του τέλειωσε άδοξα και η  προοπτική της επέκτασής του και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής.  Ακόμα και νεκρός, ο Γκεβάρα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος για το βολιβιανό καθεστώς.  Δεν διανοήθηκαν καν  να ρισκάρουν μία δημόσια ταφή του. Ούτε στον αδελφό του, Ρομπέρτο Γκεβάρα, δεν έδειξαν το πτώμα του. Αυτό έχει σαν συνέπεια πολλοί να αμφισβητήσουν αν πέθανε πραγματικά ή μήπως επρόκειτο για μπλόφα των αρχών. Στην Κούβα, ο Φιντέλ Κάστρο κράτησε αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην είδηση του θανάτου του. Ωστόσο στις 15 Οκτωβρίου, αποδέχτηκε το γεγονός, μετά από την εμφάνιση φωτογραφικών αποδείξεων. Κήρυξε τριήμερο πένθος στη δεύτερη πατρίδα του Αργεντινού επαναστάτη.

Περιγραφή της εκτέλεσης Γκεβάρα, κατά τον Φιντέλ Κάστρο

Μεταφέρθηκε στο χωριό Χιγέρας, κι’ έμεινε ζωντανός περίπου είκοσι τέσσερις ώρες. Αρνήθηκε ν’ ανταλλάξει έστω και μια λέξη με κείνους που τον αιχμαλώτισαν και ένας μεθυσμένος αξιωματικός που επιχείρησε να τον περιπαίξει, έφαγε ένα χαστούκι κατάμουτρα.
Αφού ο Μπαρριέντος, ο Οβάντο και οι άλλοι στρατιωτικοί αρχηγοί μαζεύτηκαν στη Λα Παζ πήραν εν ψυχρώ την απόφαση να τον δολοφονήσουν. Μάθαμε λεπτομερειακά πως αποφασίστηκε να εκτελεστεί αυτή η άτιμη απόφαση μέσα στο σχολείο του Χιγέρας. Ο ταγματάχης Μιγέλ Αγιορόα και ο συνταγματάρχης Αντρές Σέλνιτς, ράντζερς εκπαιδευμένοι από τους γιάνκηδες, έδωσαν τις αναγκαίες οδηγίες για τη δολοφονία στον υπαξιωματικό Μάριο Τεράν. Όταν αυτός, τύφλα στο μεθύσι, προχώρησε μέσα στο σχολείο, ο Τσε είχε ακούσει τις ντουφεκιές που αποτελείωναν δυο αντάρτες, έναν Βολιβιανό και έναν Περουβιανόˑ είδε πως ο δήμιος δίσταζε, και του είπε ήρεμα και θαρρετά: «τραβήχτε! Μη φοβάστε!» Ο υπαξιωματικός έφυγε τρέχοντας και χρειάστηκε οι ανώτεροί του Αγιορόα και Σέλνιτς να του επαναλάβουν τη διαταγή για να τον εκτελέσει, τραβώντας μία κάθετη ριπή με το αυτόματο κάτω από τη μέση. Καθώς είχαν κιόλας διαδώσει την εκδοχή πως ο Τσε πέθανε μερικές ώρες μετά τη μάχη, οι δήμιοι πήραν τη διαταγή να μην τραβήξουν ούτε στην καρδιά ούτε στο κεφάλι για να μη μείνει στον τόπο. Η αγωνία του Τσε παρατείνονταν σκληρά, μέχρι που ένας υπαξιωματικός, μεθυσμένος και εκείνος, τον αποτελείωσε με μια πιστολιά στον αριστερό κρόταφο.

Το πτώμα του Γκεβάρα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Σαν Χοσέ ντε Μάλτα όπου έγινε και νεκροψία.  Καταγράφτηκαν συνολικά εννέα πληγές που είχαν προκληθεί από σφαίρες. Σύμφωνα με τη νεκροψία, ο θάνατός του προκλήθηκε από τα τραύματα που έφερε στο θώρακα και την αιμορραγία. Το πτώμα του έπρεπε για τους στρατιωτικούς να χαθεί δίχως κανένα ίχνος. Θάφτηκε κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο, 30 χλμ. από την Λα Ιγκέρα. Νωρίτερα, στο νοσοκομείο, είχαν κοπεί τα χέρια του, τα οποία διατηρήθηκαν σε φορμόλη προκειμένου να γίνει αργότερα η οριστική αναγνώρισή του. Το πτώμα του έμεινε στον μυστικό του τάφο. Ανακαλύφθηκε στις 12 Ιουλίου 1997 στο Βαγιεγκράντε της Βολιβίας. Αφού μεταφέρθηκε στην Κούβα, κηδεύτηκε στη Σάντα Κλάρα. Ήταν η πόλη που ο ίδιος είχε κατακτήσει το 1958 ανοίγοντας το δρόμο για την τελική νίκη του Κάστρο.

Το ημερολόγια του Τσε Γκεβάρα

Ανάμεσα στα αντικείμενα του Τσε Γκεβάρα που διέθεταν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους διώκτες του, ανήκε και το ημερολόγιό του.στο οποίο καταγράφονταν τα γεγονότα που σχετίζονταν με τη δράση του αντάρτικου σώματος στο έδαφος της Βολιβίας. Η πρώτη καταχώρηση σε αυτό έγινε στις 7 Νοεμβρίου του 1966, λίγο καιρό μετά την εγκατάσταση του Τσε Γκεβάρα στην περιοχή Νιανκαουασού, ενώ η τελευταία καταγραφή σημειώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1967, μία ημέρα πριν τη σύλληψή του. Στο ημερολόγιο αναφέρεται πώς οι αντάρτες αναγκάστηκαν να προβούν σε επιχειρήσεις πρόωρα, εξαιτίας της ανακάλυψής τους από τον βολιβιανό στρατό, όπως και οι λόγοι για τους οποίους ο Γκεβάρα αποφάσισε να διαχωριστεί η φάλαγγα σε δύο μονάδες, χωρίς να καταφέρουν έκτοτε να έρθουν σε επαφή, περιγράφοντας συνολικά τα αίτια της αποτυχίας του αντάρτικου στρατού. Το ημερολόγιο τυπώθηκε μετά από ελέγχους της γνησιότητάς του, στις 22 Ιουνίου 1968 στην Κούβα. Η διανομή του έγινε δωρεάν και συγχρόνως δημοσιεύτηκε σε άλλα έντυπα ανά τον κόσμο.

cityculture.gr με πληροφορία από τη wikipedia