Οι ώρες δεν αντέχουν πια να είναι ώρες /
Ω, να μπορούσαμε κάτι άλλο να είμαστε! λένε./
Η δουλειά τους είναι να κάνουν γέρους τα παιδιά,/
Τις ελπίδες, τα άνθη,/
Χλωμά τα χείλη να βάφουν και γκρίζα τα μαλλιά./
Μολύνουν, θλίβουν, σκοτώνουν την ομορφιά./
Όταν περνούν, κυτάζουν πίσω,/
Το δρόμο που είχαν ταχτεί να κάνουν,/
Κι άλλο δεν βλέπουν παρά οδυρμούς./
Έτσι, ω, να μπορούσαμε κάτι άλλο να είμαστε! λένε./
Γιατί νομίζουν πως ξέρουν/
Πως όλα τα πράγματα κι οι σκέψεις που παίρνουν μαζί τους/
Ξεθωριάζουν και φεύγουν./
Δεν ξέρουν, οι τυφλές και μίζερες/
Πως τείχος υψώνουν/
Ψεύτικο θησαυρό προστατεύοντας, λάφυρα ενός κλέφτη/
Πως όλα μιαν Άλλη Σημασία έχουν/
Α, ναι!Ακόμα κι ο Θεός ο ίδιος./